Άρθρα

Η αποθέωση της βίας στη γυναίκα στην εποχή μας…

Του Γεώργιου Καπουρνιώτη

«Bία»… είναι μία λέξη που ακούμε πολύ συχνά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Βία κατά των γυναικών, βία κατά των παιδιών και όχι τόσο συχνά βία κατά των ανδρών. Παρόλο που οι εποχές έχουν αλλάξει, οι γυναίκες έχουν ανεξαρτητοποιηθεί, το τελευταίο διάστημα άνδρες συμπεριφέρονται επιθετικά εναντίον των γυναικών, αποτελώντας ένα ιδιαίτερα σοβαρό και περίπλοκο φαινόμενο που συνδέεται άμεσα με το φύλο.
Όπως αναφέρεται στη Wikipedia (2021) η ενδοοικογενειακή βία επηρεάζει 3 στις 10 γυναίκες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους και εκτιμάται ότι το 13,5% των ανθρωποκτονιών συνολικά εμπλέκονται σε στενούς συντρόφους και το ποσοστό αυτό των δολοφονιών είναι έμφυλο. Οι αντίπαλοι υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι πάνω από το 80% όλων των θυμάτων δολοφονίας είναι άνδρες, ο όρος δίνει μεγάλη έμφαση στη λιγότερο επικρατούσα δολοφονία γυναικών. Ωστόσο, ένας σύντροφος είναι υπεύθυνος στο 40% περίπου των ανθρωποκτονιών με θύμα γυναίκα, σε σύγκριση με το 6% της ευθύνης των συντρόφων σε ανθρωποκτονίες που αφορούν άντρα ως θύμα.
Ας θυμηθούμε τη χαρακτηριστική φράση: «Στέλλα, φύγε, θα σε σκοτώσω» με τη Μελίνα Μερκούρη, ελληνική αισθηματική-δραματική ταινία του 1955, που προχωρεί σταθερά προς το μέρος του Γ. Φούντα. «Φύγε, Στέλλα, φύγε, κρατάω μαχαίρι» της λέει. Η συνέχεια αποτελεί μία από τις γνωστές σκηνές στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, που έχει παιχτεί και ξαναπαιχτεί, έχει αναλυθεί και έχει διακωμωδηθεί όσο λίγες. Τελικά τη σκότωσε και τη φιλούσε με πάθος την ώρα που το έκανε.

Ξεκάθαρα η σκηνή αυτή παρουσιάζει τη γυναικοκτονία. Υπονοείται πως ο άνδρας δεν μπορεί να ξεπεράσει το γεγονός πως μια γυναίκα δεν είναι ιδιοκτησία του και τη σκοτώνει γιατί δεν μπορεί να την αποχωριστεί, επικαλούμενος την αγάπη του γι’ αυτήν. Κάποτε η σκηνή αυτή μας είχε εκπλήξει και θεωρούταν ως κάτι το καινούργιο, ανατρεπτικό, διαφορετικό για τον ελληνικό κινηματογράφο. Η λογική πίσω από το θέμα αυτό είναι πως πριν κάποιες δεκαετίες θεωρούνταν αδιανόητο μία γυναίκα να διαλύσει τον γάμο της και να υπερισχύει η γνώμη της από αυτή του συζύγου της. Σήμερα, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει. Φαινόμενα βίας υπάρχουν σε πολλά σπίτια. Οπότε παρόμοιες σκηνές δεν θα μας εντυπωσίαζαν αν τις βλέπαμε σε μία ταινία, καθώς το τελευταίο διάστημα αποτελούν συχνό αντικείμενο ενασχόλησης των ειδήσεων στη χώρα μας.

Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, θυμόμαστε πως οι γυναικοκτονίες στην Ελλάδα θεωρούνταν εγκλήματα τιμής, που συνέβαιναν συχνά, ειδικά στην ελληνική επαρχία, με θύτες άνδρες, γονιούς, συγγενείς ή συζύγους, που προσπαθούσαν να ξεπλύνουν μια «προσβολή» με αίμα – ως «προσβολή» εκλάμβαναν, μεταξύ των άλλων, την επιθυμία μιας γυναίκας να επιλέξει για τη ζωή της, αφήνοντας ή διαλέγοντας τον σύντροφό της. Αυτού του είδους οι γυναικοκτονίες, οι οιωνοί των οποίων έμεναν εντός των τεσσάρων τοίχων ενός σπιτιού ή κουκουλώνονταν από την τοπική κοινωνία που δεν ήξερε τίποτα μέχρι να γίνει το κακό, έχουν αποτυπωθεί καλύτερα στην ελληνική λογοτεχνία από τον Νίκο Καζαντζάκη στον «Ζορμπά» (1946) – ίσως το καλύτερο του – και τον «Καπετάν Μιχάλη» (1953), τον Βενέζη στη «Γαλήνη» (1939) ή τον Θεοτόκη στο «Ακόμα;» (1904), αποτυπώνουν με παραστατικό τρόπο το ήθος που κυριαρχούσε στις κοινωνίες της εποχής τους.

Σε μία προσπάθεια να ορίσουμε τον όρο «γυναικοκτονία» θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελεί το έγκλημα μίσους που βασίζεται στο φύλο, «η δολοφονία γυναικών (ή κοριτσιών) επειδή είναι γυναίκες», αν και οι ορισμοί ποικίλλουν ανάλογα με το πολιτισμικό τους πλαίσιο. Η λέξη γυναικοκτονία καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1820 έως το 1830. Ο όρος γυναικοκτονία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία το 1801 για να υποδηλώσει τη δολοφονία μιας γυναίκας. Η φεμινίστρια συγγραφέας Ντιάνα Ε.Χ. Ράσελ (Diana EH Russell) ήταν το πρώτο πρόσωπο που καθόρισε και διέδωσε αυτόν τον όρο στη σύγχρονη εποχή, το 1976. Ορίζει τη λέξη ως «τη δολοφονία γυναικών από άντρες επειδή είναι γυναίκες» (Wikipedia, 2021).

Στη «γυναικοκτονία» θα λέγαμε πως περιλαμβάνονται όλες οι εχθρικές πράξεις και στάσεις ζωής απέναντι στη γυναίκα, όπως ο βιασμός, η παρενόχληση, η βία, σωματική και ψυχολογική, ακόμη και λεκτική, η υποτίμηση στον επαγγελματικό στίβο και η υποβάθμιση στις ευκαιρίες και στα ίδια δικαιώματα. Είναι κάθε πράξη και άποψη που υποδηλώνει και προσδιορίζει τη γυναίκα ως «άλλο» ανθρώπινο πλάσμα από τον άνδρα. Και δεν σταματά εκεί η δολοφονία του γυναικείου φύλου. Ζούμε σε μία εποχή που η γυναίκα πρέπει να κάνει τα πάντα, να εργαστεί, να φροντίζει τον σύζυγο και τα παιδιά, να έχει το σπίτι καθαρό, με αποτέλεσμα να μην έχει χρόνο για τον εαυτό της ή για ξεκούραση. Απαιτούν οι άνδρες από έναν άνθρωπο να έχει πολλαπλούς και εναλλασσόμενους ρόλους και αν αποτύχει της ασκούν πόλεμο, ψυχολογικό, σωματικό, λεκτικό… Κάπως έτσι είναι η σημερινή κοινωνία, δυστυχώς…
Στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, η βία και οι διακρίσεις κατά των γυναικών εξακολουθούν να υφίστανται. Στην Ελλάδα αποτελεί ακόμη ζήτημα ταμπού για την κοινωνία, γι’ αυτό η διάκριση του φόνου μίας γυναίκας, όταν τα αίτια βασίζονται στο φύλο, είναι ζωτικής σημασίας να αποδίδεται ως γυναικοκτονία και όχι ως ανθρωποκτονία, γιατί υπάρχει μεταξύ τους διαφορά. Τέλος, σύμφωνα από την ανακοίνωση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, 118 γυναίκες έχασαν τη ζωή τους στη χώρα μας την τελευταία εξαετία.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το