Τοπικά

Η Αναστασία Φώτα πουλάει κάστανα επί 20 χρόνια στην Ερμού και μιλά στη “Θ”

ΦΩΤΑ

Μακρύς ο κατάλογος των επαγγελμάτων που χάθηκαν στο πέρασμα των ετών. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που παλεύουν καθημερινά για το μεροκάματο, επιλέγοντας να ασκήσουν κάποιο παραδοσιακό επάγγελμα που μας γυρίζει πολλά χρόνια πίσω, σε εποχές πιο αγνές και αυθεντικές. Για τους παλαιότερους η εικόνα του καστανά στη γωνία φαντάζει αρκετά οικεία, από τον οποίον μικροί και μεγάλοι έσπευδαν να αγοράσουν ψημένα κάστανα κάθε χειμώνα. Αυτόν τον τρόπο διάλεξε για να βιοποριστεί και η κ. Αναστασία Φώτα, που τα τελευταία 20 χρόνια στήνει τη φουφού της στους δρόμους του Βόλου και ψήνει κάστανα για τους περαστικούς.

 Η καθημερινότητά της έχει εξελιχθεί σε ιεροτελεστία. Ανάβει τα κάρβουνα και μέχρι να πυρώσει η φωτιά στο μαγκάλι χαρακώνει με μαχαίρι τα κάστανα στην κάτω μεριά κι έπειτα τα ρίχνει στη φουφού για να ψηθούν. Όταν αρχίζουν να σκάνε, τα γυρίζει πλευρά κι έπειτα με την τσιμπίδα της τα βγάζει από τη φωτιά, γεμίζοντας τις συσκευασίες για τους Βολιώτες που την προτιμούν ανεπιφύλακτα κοντά στις δύο δεκαετίες.

Η ίδια θυμήθηκε την πρώτη φορά που βγήκε στο δρόμο, αποκαλύπτοντας: «Φέτος κλείνω 20 χρόνια στο επάγγελμα. Έτυχε μία περίοδος της ζωής μου που προέκυψε ανάγκη για δουλειά κι έτσι πήρα μία φουφού και είπα: «Θα βγω έξω». Μετά από λίγο έβγαλα την άδεια μικροπωλητή για να είμαι νόμιμη και πλέον συμπλήρωσα δύο δεκαετίες. Το χειμώνα με ψητά κάστανα και σαλέπι και το καλοκαίρι με καλαμπόκι».

Οι δυσκολίες δεν είναι λίγες, με την κ. Φώτα να επισημαίνει: «Σίγουρα είναι απαιτητικό επάγγελμα. Όλη μέρα έξω βρίσκομαι και πέρα από το κρύο, πρόσθεσε και την ορθοστασία. Στις γιορτές είμαι από το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ. Κοντά στις 12-15 ώρες σε καθημερινή βάση. Τον υπόλοιπο καιρό, ως συνήθως, βγαίνω τρία απογεύματα την εβδομάδα».

Παρά τις αντίξοες συνθήκες δεν χάνει την αισιοδοξία της, λέγοντας: «Αγαπώ τη δουλειά που διάλεξα. Μου αρέσουν τα παραδοσιακά επαγγέλματα. Θυμάμαι πως στο Βόλο το επάγγελμα είχε εκλείψει για αρκετά χρόνια. Πιο παλιά έβγαινε ένας παππούς, που είχε στέκι στη Δημητριάδος κατά κύριο λόγο. Έπειτα βγήκα εγώ. Όποιος σταματάει στον πάγκο και λέει ότι πλέον δεν κυκλοφορούν καστανάδες στους δρόμους, τον διορθώνω με χαμόγελο, λέγοντας πως εγώ είμαι καστανού. Πάντως, όποιος ψωνίζει από μένα, το εκτιμώ. Εκτιμώ το ένα ή τα δύο ευρώ που θα μου δώσει κάθε άνθρωπος, γιατί με αυτά ζω την οικογένειά μου. Έτσι προσπαθώ να δίνω πάντοτε ντόπια φρέσκα κάστανα από το Πήλιο, απ’ όπου κατάγομαι, μια και γεννήθηκα στη Μακρινίτσα».

Παράλληλα με τα κάστανα η κ. Φώτα διαθέτει και σαλέπι, έχοντας δίπλα της ένα μεγάλο χάλκινο γκιούμι που αχνίζει, καθώς το ρόφημα σιγοβράζει: «Το σαλέπι το μαζεύω μόνη μου ή γνωστοί μου κι έπειτα το αλέθω στο μύλο που έχω, μαζί με άλλα βότανα που υπάρχουν στο Πήλιο και δίνουν ξεχωριστή γεύση. Από παιδί θυμάμαι το σαλέπι που έβραζε πάνω στη σόμπα με τα ξύλα στο χωριό κι έπειτα περιμέναμε να πήξει για να το πιούμε. Ακολουθώ την ίδια ακριβώς συνταγή, όπως την έμαθα από τους γονείς μου και τους παππούδες».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το