Πολιτισμός

Γιώτα Γουβέλη: Στην «Παραμάνα» βρήκα απαντήσεις που δεν έβρισκα στα βιβλία Ιστορίας

Η τραγωδία που τροφοδότησε πριν από έναν και πλέον αιώνα τον μύθο του… καταραμένου αρχοντικού της οικογένειας Κοντού στο Πήλιο, στα χέρια της Γιώτας Γουβέλη μετατράπηκε σε μία δελεαστική αφήγηση. Η συγγραφέας μίλησε για την «Παραμάνα», το δωδέκατο μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο από τις εκδόσεις Διόπτρα και «ταξιδεύει» τους αναγνώστες σε μία ταραγμένη εποχή για τη Θεσσαλία.

Το νέο μυθιστόρημά σας έχει αφετηρία την ανατριχιαστική ιστορία της οικογένειας Κοντού, η οποία τη διετία 1895-1896 έχασε τρία τέκνα της από φυματίωση, ενώ το αρχοντικό της στα Άνω Λεχώνια έχει αποκτήσει τη φήμη του… στοιχειωμένου. Το συμβάν εκείνο επέτρεψε πολλές εικασίες, μία εξ αυτών ανέφερε ότι πίσω από τους θανάτους κρυβόταν κάποια υπηρέτρια, προκειμένου να κληρονομήσουν άλλοι συγγενείς την περιουσία του Κοντού. Τι σας έκανε να καταπιαστείτε με τη συγκεκριμένη ιστορία;
Καταρχάς να ξεκαθαρίσω πως οι ήρωες του μυθιστορήματός μου δεν έχουν καμιά σχέση με τα πραγματικά πρόσωπα του θρύλου. Για παράδειγμα, η σύζυγος του διπλωμάτη-τσιφλικά, η Ταρσίτσα, είναι μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής, κάτι που δεν ίσχυε για την πραγματική κυρία Κοντού. Πράγματι, ακολούθησα πιστά τα γεγονότα εκείνης της εποχής, αλλά η ιστορία διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις ανάγκες της πλοκής. Το πολύ γοητευτικό στοιχείο για μένα ήταν οι εικασίες που αναφέρετε, οι φήμες που κυκλοφορούσαν γύρω από τα αίτια του θανάτου των παιδιών. Γι’ αυτό και εστίασα στη φανταστική παραμάνα της οικογένειας, η οποία παρακολουθεί τα κρυφά και τα φανερά συμβάντα μέσα στο σπίτι, αλλά έχει και κίνητρο για να επέμβει στη μοίρα των παιδιών.
Το ψυχογράφημα της γυναίκας αυτής ήταν μια άκρως ενδιαφέρουσα πρόκληση και η ανάπτυξη της προσωπικότητάς της εγείρει ερωτηματικά: Κρυβόταν ή όχι εκείνη πίσω από τα θανατικά; Τώρα, γιατί καταπιάστηκα με αυτή την ιστορία; Διότι αναφέρεται σε μια μεταβατική εποχή, όταν η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία προσαρτάται στην ελεύθερη Ελλάδα. Το όνομα της ηρωίδας μου, Μελιχιώ, συνδυασμός αρχαίας ελληνικής και τουρκικής λέξης, είναι συμβολικό. Ήταν μια εποχή συγκρούσεων και ανακατατάξεων που επηρέασαν την ιστορία της Ελλάδας και την υπόθεση του αγροτικού κινήματος. Μελετώντας τα αίτια της άθλιας κατάστασης της αγροτιάς εκείνης της εποχής μπόρεσα κι εγώ να βρω τις απαντήσεις που δεν μου είχαν δώσει τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας κι ελπίζω να τις βρει και ο αναγνώστης μέσα στο έργο μου.

Στον οικογενειακό τάφο Κοντού, που βρίσκεται στο παλιό κοιμητήριο του Βόλου, έχει σκαλιστεί ένα σαμιαμίδι. Αν και πρόκειται για ένα παντελώς ακίνδυνο ερπετό, η επιλογή αυτή δείχνει να ενισχύει το πλέγμα της παρεξήγησης για τα αίτια θανάτου των παιδιών του πρώην διπλωμάτη, προκειμένου η οικογένεια να αποτινάξει το στίγμα της φυματίωσης. Πού αποδίδετε την προκατάληψη εκείνης της εποχής, όταν η φυματίωση «θέριζε» την Ελλάδα και σίγουρα δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς;
Στο μυθιστόρημά μου, η παραμάνα της οικογένειας κρύβει το φαρμάκι βαθιά στην τσέπη της ποδιάς της. Μένει να δούμε αν και εναντίον τίνων το χρησιμοποίησε τελικά. Η οικογένεια του τσιφλικά μπαίνει στο στόχαστρο αφενός της θείας βούλησης υπό τη μορφή της ασθένειας, αφετέρου της ανθρώπινης εκδικητικότητας και του μίσους που γεννά η αδικία. Όσον αφορά τη θεία βούληση, δεν υπάρχει τίποτα να εξηγηθεί, διότι «άγνωστες οι βουλές του Υψίστου». Στην περίπτωση του ανθρώπινου μίσους, όμως, θα μπορούσαμε να πούμε πολλά. Πάνω σε αυτό ακριβώς το θέμα δομείται το μυθιστόρημα. Καθένας από τους κεντρικούς ήρωες έχει τους δικούς του λόγους να επιδιώκει τον χαμό των παιδιών, με βασικά κίνητρα τον έρωτα ή το χρήμα.
Η φυματίωση για πολλές δεκαετίες υποστασιοποιούσε τον φόβο του θανάτου, ήταν η κατάρα που έπεφτε πάνω στον άτυχο και τον οδηγούσε στον αφανισμό. Και ακριβώς αυτός ο φόβος του θανάτου παρακινεί διαχρονικά τον άνθρωπο να εξελιχθεί για να τον αντιμετωπίσει, είναι το ισχυρό κίνητρο της επιστήμης, της ιατρικής και όλων των άλλων επιστημών που την τροφοδοτούν.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα όπου εξελίσσεται η ιστορία μου, η ιατρική ήταν ακόμα στα σπάργανα. Ειδικά στην ύπαιθρο τον ρόλο του γιατρού τον έπαιζε η ψευτογιάτρισσα, κάτι ανάμεσα σε βοτανολόγο και μάγισσα. Εμβόλια δεν υπήρχαν, η πενικιλίνη και τα αντιβιοτικά ανακαλύφθηκαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και παρασκευάστηκαν μαζικά μετά τον δεύτερο. Δεν είναι απορίας άξιο λοιπόν που οι άνθρωποι έτρεμαν μήπως κολλήσουν από τους φυματικούς, αφού ήξεραν πως τίποτα δεν θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Γι’ αυτό και τους περιθωριοποιούσαν, ουαί και αλίμονο σε όποιον κουβαλούσε το στίγμα. Στην πραγματική ιστορία της οικογένειας Κοντού, ήταν αναμενόμενη η αντίδρασή τους, να πασχίζουν δηλαδή να κρύψουν την αρρώστια και να εφευρίσκουν άλλες αιτίες για τα θανατικά, όπως το αθώο σαμιαμίδι. Η εξέλιξη της επιστήμης οφείλει να καταργήσει τις διακρίσεις, να βοηθήσει τους πιο άτυχους ή τους διαφορετικούς να βγουν από το περιθώριο.

Οι ματωμένες απεργίες των καπνεργατών του Βόλου το 1909 και τα «Αθεϊκά» είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, με τα οποία προσεγγίζετε την Ιστορία της Μαγνησίας. Ένα βιβλίο μυθοπλασίας με τοπικές ιδιαιτερότητες, όπως εν προκειμένω η «Παραμάνα», κατά πόσο μπορεί να βρεθεί πιο κοντά στα ενδιαφέροντα του κοινού από την υπόλοιπη Ελλάδα;
Η διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών και ποιότητας ζωής είναι διαχρονικά ζητούμενα ανά την υφήλιο. Ο τρόπος της διεκδίκησης και οι άνθρωποι που εμπλέκονται σ’ αυτήν είναι επίσης αναγνωρίσιμοι ανεξαρτήτως εποχής και τόπου. Για παράδειγμα, στην «Παραμάνα» υπάρχει ο αγωνιστής που διεκδικεί τα δικαιώματα του συνόλου, αλλά υπάρχει και o έτερος πρωταγωνιστής, μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα εργάτη που θέλει να ξεφύγει, όμως, στην ουσία δεν επιδιώκει τη συνολική άνοδο και λύτρωση της τάξης του, αλλά θέλει να γίνει ο ίδιος αφεντικό, όπως σχολίασε κάποιος κριτικός. Ακόμη και με το έγκλημα. Σε κάποιο σημείο ένας από τους ήρωες εξανίσταται: «Τα έχεις μπερδέψει τραγικά, κορίτσι μου. Άλλο επανάσταση κι άλλο τρομοκρατία. Η επανάσταση είναι το όπλο του καταπιεσμένου, η τρομοκρατία το άλλοθι του εγκληματία». Ούτε η επανάσταση ούτε η τρομοκρατία προέκυψαν πρόσφατα. Ανά τους αιώνες οι κοινωνίες βίωσαν και βιώνουν συνεχώς τέτοιες καταστάσεις. Επίσης, ο καημός της ψυχής, ο έρωτας, ο ανθρώπινος πόνος αφορά όλους μας και χτες και σήμερα.

Το 1908 ο θεσσαλικός κάμπος θύμιζε ήδη ηφαίστειο μετά και τη δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα, μέχρι που τον Μάρτιο του 1910 βάφτηκε με αίμα… Οι περιγραφές των άθλιων συνθηκών διαβίωσης των κολίγων και η αδιανόητη εκμετάλλευσή τους από τους τσιφλικάδες, ποια αίσθηση αφήνουν για τη ζωή στη Θεσσαλία στις αρχές του 20ού αιώνα;
Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης για τους Θεσσαλούς αγρότες εκείνης της εποχής είναι λίγο πολύ γνωστές μέσα από την τέχνη, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο. Εκείνο που για μένα δεν ήταν ξεκάθαρο από τα σχολικά μας αναγνώσματα είναι το γιατί, το αίτιο αυτής της κατάστασης, η ιστορική εξέλιξη που έφερε τους ανθρώπους σε τέτοια θέση, να αναφωνούν «καλύτερα το τούρκικο». Η συγγραφή αυτού του βιβλίου με βοήθησε να βρω τις απαντήσεις μου και θέλω να πιστεύω πως και ο αναγνώστης θα νιώσει το ίδιο.

Τα εμβόλιμα αποσπάσματα από τη «Φαρμακεύτρια» του Θεόκριτου υπενθυμίζουν ότι η… μαγεία επιβιώνει από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Πώς ερμηνεύετε το γεγονός ότι τέτοιες πρακτικές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στον σύγχρονο άνθρωπο;
Θα σας απαντήσω με ένα απόσπασμα από την «Παραμάνα»: «Ο απτός κόσμος δεν της πρόσφερε πλέον καμιά δυνατότητα κι ο νους ξεστράτιζε στο υπερφυσικό, στις δυνάμεις εκείνες που βοηθούν τους ανθρώπους όταν ο Θεός τους εγκαταλείπει. […] Φερμένη στον ελλαδικό χώρο από τους ανατολικούς πολιτισμούς μέσω της βάρβαρης Μήδειας, η μαγεία θέριευε εκεί που η λογική αδυνατούσε». Στη «Φαρμακεύτρια» του Θεόκριτου παρουσιάζεται μια νεαρή γυναίκα ταπεινής καταγωγής και πιθανότατα χαλαρής ηθικής, παράφορα ερωτευμένη με έναν όμορφο νεαρό αθλητή. Όταν εκείνος την προδίδει, η γυναίκα προσφεύγει στην ύστατη ελπίδα της, τη μαγεία και τα ξόρκια. Πρόκειται για έναν κατ’ εξοχήν λυρικό μονόλογο με κυρίαρχα συναισθήματα το πάθος και την ερωτική απογοήτευση. Ωστόσο, ο Θεόκριτος προσεγγίζει με ευαισθησία την οπτική μιας ερωτευμένης γυναίκας σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, μολονότι το ύφος είναι σκωπτικό, με μια τρυφερή ειρωνεία. Φαίνεται πως ο καημός της ψυχής που παρασύρει τον άνθρωπο σε απονενοημένες πρακτικές είναι διαχρονικός, για να απαντήσω στην ερώτησή σας.

Μία νέα κοπέλα βιώνει καταστάσεις που τσαλαπατούν την αξιοπρέπειά της, όπως ο βιασμός της, αλλά στέκεται στα πόδια της. Από πού αντλεί τη δύναμή της η πρωταγωνίστρια;
Η ηρωίδα μου είναι μια κοπέλα του χωριού, η οποία, όμως, αμφισβητεί τους περιορισμούς που της επιβάλλει ο κοινωνικός της περίγυρος και διεκδικεί με τόλμη την προσωπική της ελευθερία. Είναι μαχήτρια λόγω του χαρακτήρα της κι αυτό, σε συνδυασμό με την ορμή που της δίνει το πάθος της για τον άντρα που αγαπά, τη βοηθά να ξεπερνά με δυναμισμό τα εμπόδια.

Η Μελιχιώ έφτασε στα άκρα διεκδικώντας τα «θέλω» της… Όμως, παρά τις τραγικές πράξεις της, το φινάλε χαρίζει συμπόνια για την ηρωίδα. Πώς κατασταλάξατε στην κορύφωση της πάλης με τον ίδιο της τον εαυτό;
Στην πραγματικότητα, η ίδια η Μελιχιώ με οδήγησε εκεί. Μόλις οι φανταστικοί ήρωες σταθούν στα πόδια τους με σάρκα και οστά, εγκαταλείπουν τον συγγραφέα και δρουν μόνοι τους στη συνέχεια. Έτσι κι αλλιώς, η Μελιχιώ ήταν μια ατίθαση γυναίκα με νοημοσύνη και ευαισθησία, ήξερε λοιπόν πού θα τη βγάλουν οι επιλογές της. Όμως, δεν μπορούμε πάντα να ελέγξουμε τα συναισθήματά μας, ειδικά στη νεανική ηλικία, όταν η καρδιά μοιάζει με καζάνι που βράζει έτοιμο να εκραγεί, όταν τα όρια ανάμεσα στον έρωτα και στο μίσος, ανάμεσα στην ευτυχία και στην απόγνωση είναι τόσο ασαφή και σαθρά.

Στις τελευταίες σελίδες γράψατε ότι «ο χαρακτήρας του ανθρώπου, καθορίζει τη μοίρα του». Κάτι που μας παραπέμπει στη γνωστή φράση του Ηράκλειτου «ήθος ανθρώπω δαίμων». Η συμπεριφορά των ηρώων σας ήταν, λοιπόν, η αδιαπέρατη φυλακή, από την οποία δεν μπορούσαν να αποδράσουν;
Οι ήρωές μου αναζήτησαν την ευτυχία όπως την όριζε ο καθένας τους. Άλλος την ταύτιζε με τον έρωτα, άλλος με ένα πουγκάκι λίρες, άλλος με την ηδονή της εξουσίας και πάει λέγοντας. Όλοι τους πάλεψαν όπως μπορούσαν κι όπως τους οδηγούσε ο χαρακτήρας τους, η νοημοσύνη ή η ανοησία τους, η ανθρωπιά ή η αναλγησία τους, η αυτάρκεια ή η απληστία τους. Τέλειος δεν ήταν κανένας τους, το αντίθετο μάλιστα. Δεν μου αρέσει να φτιάχνω αγιογραφίες, θέλω οι ήρωές μου να είναι αληθινοί άνθρωποι με σάρκα και οστά. Και η σάρκα είναι αδύναμη, πώς να το κάνουμε.
(Πηγή: SkiathosLife.gr)

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το