Πολιτισμός

Γιώργος Ρουσόπουλος: Πολιτικό μυθιστόρημα μιας ταραγμένης εποχής

Τη δεκαετία του 1960 ένας Γάλλος ανθρωπολόγος επισκέφθηκε την επαρχία Φαρσάλων στο πλαίσιο έρευνας που πραγματοποίησε τότε. Η μορφή του αποτυπώθηκε έντονα στη μνήμη του νεαρού τότε Γιώργου Ρουσόπουλου, ο οποίος αρκετές δεκαετίες αργότερα εμπνεύστηκε από τον Γάλλο περιηγητή τον έναν εκ των τριών πρωταγωνιστών του στο καινούργιο του μυθιστόρημα «Horex Regina» (εκδόσεις 24 γράμματα). Χάρη σε μία εκπληκτική συγκυρία, ο ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κρήτης με τη λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα σε Ελλάδα και εξωτερικό, συναντήθηκε με τον Γάλλο που βρέθηκε στο χωριό του πριν από μισό και πλέον αιώνα, στο εξοχικό που διατηρεί ο τελευταίος στον Κάλαμο Πηλίου, ελάχιστες εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του νέου βιβλίου του.

Ο κ. Ρουσόπουλος, ο οποίος έπειτα από 25 έτη διαμονής στην Κρήτη πλέον μένει μόνιμα στον Βόλο μαζί με τη σύζυγό του, τη Βελεστινιώτισσα Μένη Τσίγκρα, μίλησε για το δεύτερο λογοτεχνικό βιβλίο που κυκλοφόρησε. Ένα πολιτικό μυθιστόρημα που τοποθετείται χρονικά στην ταραγμένη περίοδο που προηγήθηκε της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ενώ βρέθηκε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων εννέα χρόνια μετά την πρώτη του απόπειρα του Γιώργου Ρουσόπουλου με το «Καιρός για μυθιστόρημα», που γράφτηκε την εποχή που ετοιμαζόταν να συνταξιοδοτηθεί από το Πανεπιστήμιο.
Το «οδοιπορικό» του συγγραφέα στη θεσσαλική επαρχία των ‘60s γίνεται με μία Horex Regina, τη γερμανική μοτοσικλέτα που αποτέλεσε… best seller στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ο ακαδημαϊκός δάσκαλος με τις μεταδιδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επέλεξε το θρυλικό δίτροχο για να ταξιδέψει τους αναγνώστες στα ίδια μονοπάτια με τους ήρωες του βιβλίου του. «Το βιβλίο δεν είναι μία απλή αναπόληση του παρελθόντος, αλλά πρόκειται για πολιτικό μυθιστόρημα και η υπόθεση διαδραματίζεται στο 1965, τη χρονιά των «Ιουλιανών» και της περιβόητης Αποστασίας», επισήμανε ο κ. Ρουσόπουλος στην αρχή της κουβέντας, θέλοντας να δώσει το στίγμα της γραφής του στο «Horex Regina», στο οποίο μετέφερε τα δικά του βιώματα στους χαρακτήρες της τριάδας των ηρώων του: Του Γάλλου Λωράν, του δασκάλου του χωριού Ματσάγγου και του Θάνου, ενός χτίστη με αριστερές καταβολές που πέφτει θύμα διώξεων, λόγω των πεποιθήσεών του, ενώ ο πατέρας του είχε βρεθεί εξόριστος στη Μακρόνησο.

«Τη δεκαετία του ’60 ήμουν μικρό παιδί. Στο χωριό που μεγάλωσα, τη Βαμβακού Φαρσάλων, εμφανίστηκε κάποια στιγμή ένας Γάλλος ανθρωπολόγος. Έκανε τη διατριβή του και επισκέφτηκε τα θεσσαλικά χωριά, στα οποία είναι αλήθεια πως μετά τον Εμφύλιο επικράτησαν δύσκολες καταστάσεις, κυρίως λόγω της ύπαρξης των ΤΕΑ. Τα Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης έκαναν πράγματα, που βλέπαμε πριν από λίγα χρόνια από τη Χρυσή Αυγή. Το όνομά του ήταν Michel Sivignon. Το 1963 που έφτασε στη Βαμβακού οδηγώντας ένα Citroën 2CV, αρχικά κοιμόταν σε ένα αντίσκηνο. Όμως, τελικά μία οικογένεια τού πρόσφερε στέγη. Έγραψε και βιβλίο σχετικά, ενώ θεωρείται ειδικός για θέματα που αφορούν στην Ελλάδα γενικότερα. Συγκράτησα το συμβάν, ενώ ο Sivignon είδε πολλά πράγματα με διαφορετική ματιά. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βαμβακού σύναψε σχέσεις με τους ντόπιους και στο τέλος αντιλήφθηκε πως η ζωή δεν ήταν εύκολη. Υπήρχαν συνεχή επεισόδια μεταξύ δεξιών και αριστερών, η διαμάχη ήταν έντονη», πρόσθεσε ο κ. Ρουσόπουλος και συμπλήρωσε: «Οι τρεις ήρωες έπεσαν θύματα ενέδρας, η οποία κόστισε τη ζωή του Θάνου. Στις υπόλοιπες σελίδες δεν καταπιάνομαι τόσο με την κατάληξη της υπόθεσης εκείνης, όσο με το ότι ο Γάλλος επανέρχεται στον Βόλο μετά από μισό αιώνα, προκειμένου να αναγορευθεί διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και αναπόφευκτα η σκέψη του γυρίζει πίσω στο παρελθόν».
Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι ότι κ. Ρουσόπουλος φέτος γνώρισε τον Michel Sivignon, σε μία φοβερή σύμπτωση που δεν έμεινε ασχολίαστη από τον συγγραφέα: «Κάποτε στην Αθήνα, έπεσε στα χέρια μου μία επιστημονική μελέτη του Γάλλου για τη Θεσσαλία, που κυκλοφόρησε από την πρώην Αγροτική Τράπεζα. Όταν άρχισα τη συγγραφή του μυθιστορήματος εμπνεύστηκα από τον Sivignon. Φέτος έμαθα ότι έχει εξοχικό στο Πήλιο, στον Κάλαμο συγκεκριμένα. Πήγα και τον βρήκα, γνωρίζει άριστα ελληνικά και μιλήσαμε πολλές ώρες. Κανονίσαμε δε, να μιλήσει εκείνος για το βιβλίο, όταν κάνω την πρώτη παρουσίαση».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το