Άρθρα

Γιατί συμφέρει η αγορά κατοικίας από το ενοίκιο

Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ
πολιτικού μηχανικού – κατασκευαστή
PPK CONSTRUCTIONS

Το τελευταίο διάστημα ακούμε όλο και περισσότερο για την αύξηση στα μισθώματα των ενοικίων και τη δυσκολία των οικογενειών να καλύψουν το όλο και μεγαλύτερο κόστος της στέγασής τους.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν συγκεκριμένοι οικονομικοί λόγοι που κάνουν προσιτή την απόκτηση του σπιτιού, «να έχουμε το δικό μας κεραμίδι», όπως λέει ο ελληνικός λαός.
Η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα μέχρι και πριν μια δεκαετία ήταν από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, αλλά λόγω της οικονομικής κρίσης άρχισε να υποχωρεί.
Τα νέα ζευγάρια λόγω οικονομικής αδυναμίας αλλά και αβεβαιότητας για την επόμενη μέρα, στρέφονταν στο ενοίκιο. Και φαινόταν ότι άρχιζε να επικρατεί το δυτικό μοντέλο στέγασης.
Όμως, τα πράγματα ανατράπηκαν την τελευταία διετία με την εκτίναξη των τιμών στα ενοίκια.
Η εξέλιξη της χώρας σε τουριστικό παράδεισο σε συνδυασμό με την εντεινόμενη κινητικότητα των ανθρώπων στα μεγάλα αστικά κέντρα και λόγω της απουσίας ικανοποιητικού αποθέματος διαμερισμάτων, αφού η οικοδομική δραστηριότητα είχε «παγώσει» την τελευταία δεκαετία, οδήγησε στην αύξηση της ζήτησης για μισθώσεις ακινήτων που με τη σειρά της έφερε την αύξηση στις τιμές.
Επιστρέφει, συνεπώς, όλο και πιο ελκυστικά η σκέψη σε πολλούς «γιατί να μην αγοράσω ένα σπίτι από το να χρυσοπληρώνω ενοίκιο; Άλλωστε σχεδόν τα ίδια χρήματα θα διαθέσω τόσο για τη μηνιαία δόση του δανείου όσο και το μίσθωμα, με τη διαφορά ότι θα έχω ένα δικό μου σπίτι».
Στο βασικό ερώτημα, πού θα βρεθούν τα κεφάλαια για την αγορά κατοικίας, εκτός από τις οικονομικές δυνατότητες του καθενός που μπορούν να αξιοποιηθούν, υπάρχει και η στεγαστική πίστη των Τραπεζών.
Οι τράπεζες λόγω της μεγάλης ρευστότητας που διαθέτουν, μπορούν να χρηματοδοτήσουν έως και 80% με στεγαστικό δάνειο αξιόχρεους δανειολήπτες για να αγοράσουν ένα σπίτι. Και αξιόχρεοι δανειολήπτες είναι αυτοί που διαθέτουν το 20% – 30% της αξίας του ακινήτου που θέλουν να αποκτήσουν. Επίσης θα πρέπει ο δανειολήπτης να έχει τα απαιτούμενα οικονομικά στοιχεία, έτσι ώστε να μπορεί να εξυπηρετήσει τη μηνιαία δόση του δάνειου.
Μάλιστα σε αυτό επιδρά θετικά και η πολιτική χαμηλών επιτοκίων των Τραπεζών.
Επιπλέον, τα ακίνητα μπορούν να αποτελέσουν σήμερα ένα αξιόπιστο εναλλακτικό εργαλείο επένδυσης, σε μία περίοδο που η τήρηση καταθέσεων στις τράπεζες προσφέρει πλέον μηδενικές αποδόσεις.
Κι αυτό διότι ένα επενδυτικό ακίνητο προσφέρει καθαρές αποδόσεις μέσω των ενοικίων της τάξης του 3% με 4% κατά μέσο όρο, χωρίς να συνυπολογίζεται η αναμενόμενη άνοδος της αξίας του τα επόμενα χρόνια.
Ας υποθέσουμε ότι μια οικογένεια πληρώνει για ένα σπίτι αξίας 100.000 ευρώ ενοίκιο 450 το μήνα, δηλαδή 5.400 ευρώ το χρόνο.
Αν η οικογένεια αποφασίσει να αγοράσει σπίτι αξίας 100.000 ευρώ, θα πρέπει να διαθέσει 20.000 ευρώ για να λάβει δάνειο 80.000 ευρώ, διάρκειας 30 ετών με επιτόκιο 3%, οπότε θα πληρώνει μηνιαία δόση 340 ευρώ. Η διαφορά είναι 120 ευρώ το μήνα που στο χρόνο φτάνει τα 1.440 ευρώ. Αν από αυτό το ποσό αφαιρέσουμε γύρω στα 400 ευρώ που είναι ο ΕΝΦΙΑ, τότε στην οικογένεια μένουν κέρδη 1.000 ευρώ τον χρόνο σε σχέση με το αν έμεναν σε ενοίκιο, ενώ θα έχουν αποκτήσει και το δικό τους ακίνητο.
Είναι μόνο ένα παράδειγμα για να δείξουμε πόσο συμφέρει πλέον η αγορά ενός ακινήτου για ιδιοκατοίκηση, ενώ υπάρχει και η προοπτική για αξιοποίησή του μέσω της μίσθωσης.
Άλλωστε ο ιδιοκτήτης το σπίτι του μπορεί να το αξιοποιήσει, όπως θέλει. Επιλογές και ευκαιρίες υπάρχουν.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το