Ελλάδα

Έρχονται έλεγχοι για καλαμάκια και πλαστικά μιας χρήσης

«Σαφάρι» ελέγχων για τον εντοπισμό επιχειρήσεων που εξακολουθούν να προσφέρουν πλαστικά καλαμάκια με τα ροφήματα ή να μη χρεώνουν το περιβαλλοντικό τέλος σε ποτήρια και καπάκια μιας χρήσης ξεκινά το προσεχές διάστημα, καθώς το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας παραδέχεται πως περίπου 15 μήνες μετά την ψήφισή του, ο νόμος για τα πλαστικά μιας χρήσης παραμένει στην πράξη ανεφάρμοστος.

Η …μαύρη αγορά στα πλαστικά καλαμάκια που βρισκεται σε άνθηση, μπορεί να μην αποτελεί το κορυφαίο περιβαλλοντικό πρόβλημα, αλλά καταδεικνύει το διαχρονικό πονοκέφαλο της Ελλάδας που συχνά διαθέτει επαρκές νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο όμως αδυνατεί να εφαρμόσει.

Για το λόγο αυτό, ο γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του υπουργείου Περιβάλλοντος, Πέτρος Βαρελίδης μιλώντας στη διαδικτυακή παρουσίαση της έρευνας του ΙΟΒΕ και της Διανέοσις για την κυκλική οικονομία προανήγγειλε μαζικούς ελέγχους στα καταστήματα εστίασης το προσεχές διάστημα: «Προχωρήσαμε σε πρόσθετες θεσμικές παρεμβάσεις για να ενισχύσουμε το ελεγκτικό κομμάτι και αναθέσαμε στη Διυπουργική Μονάδα Ελέγχου Αγοράς της Γενικής Γραμματείας εμπορίου και προστασίας καταναλωτη τον έλεγχο των σημείων λιανικής πώλησης ως προς την εφαρμογή του νόμου για τα πλαστικά μιας χρήσης. Σύντομα θα λυθούν κάποια γραφειοκρατικά ζητήματα που έχουν ανακύψει και μας καθυστερούν και θα ξεκινήσουν οι έλεγχοι ώστε να συνειδητοποιήσει η αγορά ότι αυτός είναι ένας νόμος που εφαρμόζεται και να αλλάξει προσέγγιση», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Βαρελίδης παραδεχτηκε ότι και η ανακύκλωση (η οποία στην έρευνα μετρήθηκε σε λιγότερο από 20%), δε βρίσκεται στο επιθυμητό σημείο, προσθέτοντας πως και ο Ελληνικός Οργανισμός Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ) είναι υποστελεχωμένος. Παράλληλα συμπλήρωσε πως παρά τις προσπάθειες, υπάρχουν καθυστερήσεις στην υλοποίηση των κανονιστικών διαταξεων για να στηθούν τα συστήματα ανακύκλωσης σε πρόσθετα ρεύματα.

Σημείωσε, πάντως, ότι η Ελλάδα δε θα μπορούσε να βρεθεί από το σημείο 0 στην κορυφή: «Απαντώντας στον ισχυρισμό που ακούγεται ότι πολλά από τα μέτρα που λαμβάνονται στον τομέα της διαχείρισης αποβήτων είναι ξεπερασμένα, καλό είναι να γνωρίζουμε πως δεδομένου του προβήματος των χρόνιων καθυστερήσεων δεν μπορούμε να κάνουμε ένα άλμα και να βρεθούμε στο επίπεδο της Γερμανίας, της Ολλανδίας ή της Σουηδίας. Αναγκαστικά για ένα χρονικό διάστημα θα έχουμε συμμεικτα απόβλητα. Το στοίχημα είναι να φτιάξουμε εγκαταστάσεις διαχείρισης αποβλήτων, οι οποίες όσο θα ωριμάζει το σύστημα της χωριστής διαλογής, θα μπορέσουν να ανταποκριθούν», κατέληξε.

Για τον διαχρονικά στρεβλό σχεδιασμό της διαχείρισης αποβλήτων και της ανακύκλωσης, μίλησε και ο πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ), Δημήτρης Παπαστεργίου: «Στα Τρίκαλα υποδεχόμαστε καθημερινά τα σκουπίδια της Χαλκίδας, διότι επί του παρόντος δεν υπάρχει άλλη λύση. Η ανακύκλωση παραμένει πολύ μακριά, αλλά αυτό δε συμβαίνει επειδή φταίνε οι πολίτες και οι δήμοι και να βάλουμε ένα τέλος ταφης να τελειώνουμε. Συμβαίνει διότι δε νομοθετήσαμε εγκαίρως».

Από την πλευρά του ο γενικός διευθυντής του ελληνικού Γραφείου της Greenpeace, Νίκος Χαραλαμπίδης, μίλησε για την ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας τονίζοντας τη φιλοσοφία των λιγότερων προιόντων: «Στο πρόβλημα του fast fashion, η απάντηση είναι το slow fashion. Αν μιλάμε για κυκλική οικονομία τα πράγματα θα πρέπει να είναι απλά λιγότερα. Θα πρέπει να επανασχεδιάσουμε το καταναλωτικό μας μοντέλο. Δεν μπορούμε να λέμε ότι θα συνεχίσουμε όπως είμαστε, αλλά θα κάνουμε και ανακύκλωση», τόνισε προσθέτοντας πως συχνά η αγορά οδηγεί στην απόρριψη των προιόντων: «Γνωρίζετε κάποιο κινητό, κάποια συσκευή γενικότερα που να μπορεί να αναβαθμιστεί με άλλον τρόπο; Η απάντηση είναι όχι, γεγονός που καταδεικνύει ότι η Πολιτεία θα πρέπει να δώσει κίνηρα στη βιομηχανία ώστε να κινηθεί σε αυτήν την κατεύθυνση».

Παράγουμε περισσότερα απόβλητα, ανακυκλώνουμε λιγότερο

Μακριά από τους στόχους της κυκλικής οικονομίας εξακολουθεί να βρίσκεται η Ελλάδα, η οποία έχει μεγάλη κατά κεφαλήν παραγωγή αστικών στερεών αποβλήτων (ΑΣΑ), το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων εξακολουθεί να οδηγείται σε ταφή με τα ποσοστά ανακύκλωσης να παραμένουν ισχνά συγκρινόμενα με αυτά άλλων ευρωπαικών χωρών.

Βάσει των στοιχείων της μελέτης του ΙΟΒΕ και της Διανέοσις, που παρουσιάστηκε το απόγευμα της Τρίτης, η κατά κεφαλήν παραγωγή των ΑΣΑ στην Ελλάδα είναι κατά 4,4% υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 και διαμορφώθηκε το 2019 στα 524 κιλά ανά κάτοικο.

Σε όρους διαχείρισης, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ-27 καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των παραγόμενων ΑΣΑ το 2019 (77,6%) εξακολουθούσε να οδηγείται στην ταφή. Εξίσου χαμηλή είναι και η επίδοση σε όρους ανακύκλωσης και κομποστοποίησης (19,9%), ενώ μόλις το 1,3% οδηγείται σε ενεργειακή ανάκτηση. Αυτή η πρακτική, εκτός από το αρνητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, δυσχεραίνει σημαντικά τη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία, σημειώνουν οι ερευνητές. Επιπροσθέτως, η ταφή υλικών υψηλής εμπορικής αξίας οδηγεί σε απώλεια πόρων και η εξυπηρέτηση της ζήτησης της ελληνικής οικονομίας στηρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό σε εξόρυξη ή σε εισαγωγές πρώτων υλών, γεγονός που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητά της.

Εξίσου χαμηλή είναι η επίδοση της χώρας και στο ποσοστό της ανακύκλωσης και κομποστοποίησης των ΑΣΑ, το οποίο στο σύνολο διαμορφώνεται σε 19,9%, ενώ μόλις το 1,3% των ΑΣΑ οδηγείται στην ενεργειακή ανάκτηση. Είναι χαρακτηριστικό πως η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση μόνο από τη Ρουμανία, τη Μάλτα και την Κύπρο. Αντίθετα, στους πρωταθλητές της ανακύκλωσης συγκαταλέγονται η Γερμανία (48,5%) και η Σουηδία (32,5%), με τη δεύτερη να έχει και το υψηλότερο ποσοστό ενεργειακής ανάκτησης από τα απόβλητα στην ΕΕ-27.

Ειδικά ως προς τα απόβλητα συσκευασίας, διαπιστώνεται πως η παραγωγή τους περιορίστηκε σημαντικά την περίοδο της οικονομικής κρίσης 2010 – 2016. Ωστόσο τα επόμενα χρόνια αυξήθηκε εκ νέου και μάλιστα με ετήσιο ρυθμό που επιταχύνθηκε το 2019 (6,7%). «Αν ο συγκεκριμένος ρυθμός αύξησης του όγκου των αποβλήτων συσκευασίας παρέμενε και το επόμενο έτος στο ίδιο επίπεδο, τότε εκτιμάται ότι η παραγωγή αποβλήτων συσκευασίας το 2020 θα έχει επανέλθει στο επίπεδο που βρισκόταν το 2010», επισημαίνεται στην έρευνα.

Παρόλα αυτά, η κατά κεφαλήν παραγωγή αποβλήτων συσκευασίας το 2019 διαμορφώνεται περίπου στο μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου (81 κιλά ανά κάτοικο, έναντι 177 κιλά στην ΕΕ-27), με το μεγαλύτερο ποσοστό να αφορά τις χάρτινες και πλαστικές συσκευασίες (44% και 25% αντίστοιχα).

Στο σημείο αυτό μάλιστα οι ερευνητές σημειώνουν ένα παράδοξο: οι χώρες που δεν εφαρμόζουν ευρέως λύσεις ανακύκλωσης και ανάκτησης ενέργειας αλλά στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην ταφή, εμφανίζουν χαμηλή κατά κεφαλήν παραγωγή αποβλήτων συσκευασίας. Το συμπέρασμα αυτό πιθανότατα συνδέεται με το επίπεδο της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών στις συγκεκριμένες χώρες καθώς και με θέματα πλημμελούς καταγραφής των παραχθέντων αποβλήτων.

Βάσει των στοιχείων της έρευνας, στην Ελλάδα το 2019, το 60% των παραγόμενων αποβλήτων συσκευασίας οδηγήθηκε στην ανακύκλωση μέσα από το συλλογικό σύστημα εναλλακτικής διαχείρισης των μπλε κάδων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ-27 ήταν 64,8%.

Διακρίνοντας τα είδη των υλικών, η ανακύκλωση των χάρτινων συσκευασιών ανήλθε στο 84,6%, ενώ στις μεταλλικές συσκευασίες (αλουμίνιο και μέταλλα) η ανακύκλωση βρέθηκε στο 78,4%. Η χώρα μας φαίνεται να υστερεί σημαντικά στην ανακύκλωση των πλαστικών, των γυάλινων και ξύλινων συσκευασιών. Η ανακύκλωση των πλαστικών συσκευασιών διαμορφώθηκε στο 37,6%, ενώ χαμηλότερος ήταν ο ρυθμός ανακύκλωσης στις συσκευασίες από γυαλί (29,9%) και από ξύλο (24,5%).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι περίπου το 1/3 των πλαστικών συσκευασιών της Ελλάδας ανακυκλώνεται σε άλλες χώρες της ΕΕ-27, ενώ το 55,6% των χάρτινων συσκευασιών εξάγεται προς ανακύκλωση σε τρίτες χώρες. Κι αυτό, ενώ έχει περιοριστεί σημαντικά ο όγκος των πλαστικών συσκευασιών που ανακυκλώνονται σε τρίτες χώρες εκτός ΕΕ, εξαιτίας ευρωπαϊκών οδηγιών, ενώ όλες οι γυάλινες συσκευασίες ανακυκλώνονται στη Βουλγαρία από εργοστάσιο ελληνικών συμφερόντων.

Η υστέρηση της Ελλάδας στην ανακύκλωση αυτών των υλικών, δεν είναι ένα γεγονός χωρίς συνέπειες, καθώς η εφαρμογή του ευρωπαϊκού μηχανισμού ιδίων πόρων, ο οποίος στοχεύει στη δημιουργία κινήτρων για την ενίσχυση της ανακύκλωσης των πλαστικών συσκευασιών θα οδηγήσει την Ελλάδα στην καταβολή εθνικής συνεισφοράς των €111,2 εκατ. για τις ποσότητες πλαστικής συσκευασίες που δεν ανακυκλώθηκαν το 2019.

Απόβλητα τροφίμων
Η Ελλάδα ήταν η 5η χώρα στην ΕΕ-27 το 2020 σε όρους ποσοστού του πληθυσμού που βρίσκεται σε επισιτιστική ανασφάλεια, δηλαδή δεν είναι σε θέση να διαθέτουν γεύμα με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι (ή χορτοφαγικό ισοδύναμο) κάθε δεύτερη μέρα. Συνολικά σημειώνονται σημαντικές ελλείψεις στην καταγραφή τόσο του πλεονάσματος τροφίμων, δηλαδή των ποσοτήτων που μπορούν να διατεθούν προς κατανάλωση από τον πληθυσμό όσο και των αποβλήτων τροφίμων, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ-27. Τα πλεονάσματα αλλά και τα απόβλητα τροφίμων προέρχονται από διάφορα στάδια της αλυσίδας παραγωγής (πρώτες ύλες, μεταποίηση, λιανεμπόριο, νοικοκυριά).

Ωστόσο, φαίνεται πως τα νοικοκυριά παράγουν το μεγαλύτερο τμήμα των αποβλήτων τροφίμων εξαιτίας έλλειψης γνώσης για τον τρόπο συντήρησης και μαγειρέματος και γενικότερα μη ορθής εκτίμησης των οικογενειακών αναγκών σε τρόφιμα.

Από την άλλη μεριά, παρότι δεν υπάρχουν επίσημα δεδομένα σχετικά με τις ποσότητες αποβλήτων τροφίμων, υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατά κεφαλήν παραγωγή αποβλήτων τροφίμων στην Ελλάδα διαμορφώνεται στα 142 κιλά ανά κάτοικο (στοιχεία 2015), επίδοση που κατατάσσει τη χώρα στην υψηλότερη θέση ανάμεσα στην ΕΕ-27.

Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την έλλειψη της κυκλικότητας στη διαχείριση των αποβλήτων τροφίμων (ταφή αντί για ανάκτηση θρεπτικών συστατικών, κομποστοποίηση, αναερόβια χώνευση, κ.ά.) δημιουργεί τόσο περιβαλλοντικά ζητήματα από την αύξηση της πίεσης στα φυσικά οικοσυστήματα για την παραγωγή και μεταποίηση τροφίμων και από τη μη ορθή διάθεση, όσο και κοινωνικά, τα οποία συνδέονται με την αναποτελεσματικότητα της διαχείρισης των φυσικών πόρων και το σημαντικό τμήμα του πληθυσμού που βρίσκεται σε επισιτιστική ανασφάλεια.

Η συνεισφορά της κυκλικής οικονομίας
Συνολικά, οι κλάδοι που συνδέονται με την κυκλική οικονομία δημιούργησαν 735 εκατ. ευρώ προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία το 2019, ποσό που αντιστοιχεί στο 0,4% του ΑΕΠ της χώρας το ίδιο έτος. Στους κλάδους που συνδέονται άμεσα με την κυκλική οικονομία εργάστηκαν περίπου 68,2 χιλ. άτομα το 2019, που αντιστοιχούσαν στο 1,5% της συνολικής απασχόλησης στην ελληνική οικονομία το ίδιο έτος. Η απασχόληση υποχώρησε σημαντικά την περίοδο 2010 – 2013, όταν έφτασε τις 53 χιλ. θέσεις εργασίας. Τα επόμενα χρόνια, ωστόσο, η απασχόληση στους κλάδους κυκλικής οικονομίας ανέκαμψε και (με εξαίρεση το 2015) κυμάνθηκε από 63 χιλ. έως 69 χιλ. θέσεις εργασίας.

Συγκρινόμενη με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ, πάντως, η συμμετοχή των κλάδων κυκλικής οικονομίας στο ΑΕΠ της Ελλάδας είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η υλοποίηση επενδύσεων για τη δημιουργία υποδομών διαχείρισης αποβλήτων στην Ελλάδα με σκοπό τη μετάβαση προς το υπόδειγμα κυκλικής οικονομίας αναμένεται να ενισχύσει συνολικά το ΑΕΠ της χώρας με περισσότερα από €1,1 δισ. σωρευτικά σε ορίζοντα οκταετίας.

Τα οφέλη για το Δημόσιο από φόρους και εισφορές λόγω της δραστηριότητας που δημιουργείται από αυτές τις επενδύσεις υπολογίζονται σε περίπου €390 εκατ. στο σύνολο της περιόδου.

Εκτός από αυξημένες επενδύσεις, η μετάβαση προς το υπόδειγμα της κυκλικής οικονομίας συνδέεται και με δομικές αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών και στην αλληλεπίδραση μεταξύ των κλάδων της οικονομίας. Ο αντίκτυπος από αυτές τις αλλαγές για την ελληνική οικονομία όμως εξαρτάται κρίσιμα από τον τρόπο με τον οποίο θα καλυφθούν οι ανάγκες της οικονομίας σε δευτερογενείς πόρους.

Ετσι, εάν η εγχώρια ζήτηση για υλικά που προέρχονται από ανακύκλωση ή ανάκτηση καλύπτεται από εγχώριους προμηθευτές, αναμένεται να προκύψει σημαντικό όφελος για την εθνική οικονομία. Ειδικότερα, ο καθαρός αντίκτυπος σε αυτό το σενάριο σε όρους ΑΕΠ υπολογίζεται σε €70 εκατ. το 2030, ενώ σε όρους απασχόλησης ανέρχεται σε 44 χιλ. θέσεις εργασίας, καθώς η δημιουργία θέσεων εργασίας σε εγχώριες υπηρεσίες ανάκτησης υλικών και επισκευής προϊόντων υπερκαλύπτει τις απώλειες που αναμένεται να σημειωθούν σε άλλους κλάδους (όπως κατασκευές και καταλύματα).

Αντίθετα, εάν δεν αναπτυχθούν επαρκώς οι εγχώριες δραστηριότητες ανακύκλωσης και ανάκτησης και η εγχώρια ζήτηση για δευτερογενείς πρώτες ύλες καλυφθεί αποκλειστικά από εισαγωγές, ο αντίκτυπος για την ελληνική οικονομία αναμένεται να είναι αρνητικός. Ειδικότερα, οι απώλειες σε αυτό το σενάριο σε όρους ΑΕΠ υπολογίζονται σε €220 εκατ., ενώ σε όρους απασχόλησης η ελληνική οικονομία αναμένεται να υποστεί μείωση κατά 19 χιλ. θέσεις εργασίας. Επομένως, η ισχυρή ανάπτυξη του εγχώριου τομέα ανακύκλωσης, ανάκτησης υλικών και επισκευής προϊόντων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να έχει η μετάβαση στην κυκλική οικονομία, πέρα από σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη, θετικό αντίκτυπο σε όρους εισοδημάτων και απασχόλησης για την Ελλάδα.

Πηγή: Έθνος

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το