Άρθρα

Επαληθεύονται τα παραμύθια;

Του Β.Δ. Αναγνωστόπουλου* 

Τα λαϊκά παραμύθια, τα παραδοσιακά όσα είχαμε την τύχη (ή κάποιοι έχουν και σήμερα) ν’ ακούσουμε από σοφούς ταπεινούς και ασήμαντους, από γέρους και γριές, από τη γιαγιά και τον παππού, είναι απλές αλήθειες, έξω από επιστημονικές αποδείξεις και αφόρητους συνήθως ορθολογισμούς. Απλά στην αφήγηση και στο ύφος, απλά και στην αλήθειά τους. Μόνο που προϋποθέτουν την «αισθαντική μνήμη», την αίσθηση ότι πέρα από την απτή πραγματικότητα υπάρχει και ένας άλλος αόρατος κόσμος γύρω του, αλλά ζωντανός. Είναι η σοφία του «παλαιού κόσμου», που ταξιδεύει και φυτεύει τα παραμύθια (και κάθε τέχνη βέβαια) χιλιάδες χρόνια τώρα σε όλους τους λαούς, σε όλους τους ανθρώπους, σε όλο τον κόσμο και αυτά αποτελούν τροφή της ψυχής και της καρδιάς, τροφή και χώμα του δέντρου της ζωής που ανασταίνει μέσα του κάθε άνθρωπος. Και να, ήρθε ο αόρατος κορωνοϊός, ως θάνατος δρεπανηφόρος, να κλονίσει τις πεποιθήσεις του πολιτισμού μας και την αλληλεγγύη προς την Τρίτη Ηλικία. Να επαληθεύσει τα παραμύθια!

Αν και είναι πολύ στενόχωρο το θέμα, όταν μέσα στη δεινή δοκιμασία της πανδημίας επισημαίνονται ρατσιστικές διακρίσεις και περιφρόνηση πρωτοφανής προς τους γέρους, εντούτοις θα ήθελα στο σημείο αυτό να παραθέσω ένα απόσπασμα από το πρόσφατο βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα Henri Gougaud (Ανρί Γκουγκό) «Το γέλιο του βατράχου ή πώς τα παραμύθια μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή», μετάφραση Λίλη Λαμπρέλλη, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2020.

Γράφει: «Σκέφτομαι τους γέρους. Αποτελούν σήμερα έναν χωριστό πληθυσμό, αόριστα ενοχλητικό. Σε κάθε περίπτωση, δε θα περνούσε από το μυαλό κανενός να πάει χαρούμενες διακοπές με μια οικογένεια γερόντων. Πρεσβύτεροι, ηλικιωμένοι, συνταξιούχοι, πρόσωπα τρίτης ηλικίας (και γιατί όχι τέταρτης διάστασης;), δεν ξέρουμε πώς να αποφύγουμε να τους ονομάσουμε. Εξάλλου, η λέξη «γέρος» έγινε βρισιά. Σίγουρα το έχετε προσέξει. Αυτό φανερώνει σε ποιο βαθμό δε θέλουμε να βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους ή πιο συγκεκριμένα σε ποιο βαθμό αρνούμαστε να ανακαλύψουμε την εικόνα μας σ΄ αυτόν τον καθρέφτη που μάς δείχνει το μέλλον. Μια κινέζικη παροιμία λέει: «Το να περιφρονείς τους γέρους είναι σαν να καταστρέφεις το σπίτι που θα κοιμηθείς το βράδυ». Νοιαζόμαστε να τους εξασφαλίσουμε «ένα αξιοπρεπές τέλος ζωής». Φαίνεται ότι είναι ένα καθήκον, για να μην πούμε μια αναγκαία αγγαρεία. Δεν είναι κι άσχημα. Αν πιστέψουμε κάτι που βρίσκουμε σε πολλά παραμύθια, θα δούμε ότι αυτό δε συνέβαινε πάντα. Μιλούν συχνά γι’ αυτούς τους παππούδες που είχαν γίνει βάρος και τους οδηγούσαν στον γκρεμό ή σε κάποιο «βουνό των γερόντων» όπου τους άφηναν να γίνουν τροφή στα άγρια ζώα. Αλλά όταν αναφέρονται σ’ αυτές τις σκληρές πρακτικές είναι για να πουν γιατί έπαψαν πια να εφαρμόζονται. Καθόλου για λόγους ανθρωπιστικού καθήκοντος, αλλά για να μην κοπεί το νήμα της μνήμης» (σελ. 191).

Για το νήμα της μνήμης, τη μετάδοση και συνέχεια της γνώσης να θυμίσουμε και τη γνωστή ρήση: «Κάθε φορά που ένας γέρος πεθαίνει είναι σαν να καίγεται μια βιβλιοθήκη». Γι’ αυτή την πολύτιμη και αναντικατάστατη εμπειρία ζωής, που σώζει, μιλάει ένα θεσσαλικό παραμύθι με τίτλο «Από πού βγαίνει ο ήλιος» (Βλ. Λαϊκά παραμύθια της Θεσσαλίας, επιμ. Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, 2 τ., Βόλος 2014): Ήταν μια φορά ένας βασιλιάς κι έβγαλε διαταγή να φύγουν απ’ τη χώρα του όλοι οι γέροι για ν’ αλαφρώσει το βασίλειο. Ένα παιδί, όμως, επειδή αγαπούσε πολύ τον πατέρα του, τον έκρυψε σ’ ένα υπόγειο κι έτσι γλίτωσε. Μετά από λίγα χρόνια ο βασιλιάς κάλεσε όλους τους νέους για να του πουν από πού βγαίνει ο ήλιος, κι όποιος το βρει θα σωθεί, οι άλλοι θα φύγουν από το βασίλειο. Πάει το παιδί και λέει όλα αυτά στον γέρο πατέρα του. Τότε ο πατέρας ορμήνεψε το παιδί: «Όταν οι άλλοι νέοι θα κοιτάζουν την Ανατολή για να δουν τον ήλιο, εσύ να γυρίσεις κατά τη Δύση». Έτσι κι έγινε. Όταν όλοι ήταν στραμμένοι κατά την Ανατολή και περίμεναν τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, γυρίζει το παιδί κατά τη Δύση, στ’ αντικρινά βουνά, και λέει στον βασιλιά: «Νάτος, νάτος ο ήλιος». Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου είχαν φανεί στ’ αντικρινό βουνό. Κι ο βασιλιάς του λέει: «Πώς το ξέρεις;». «Μου το ’πε ο πατέρας μου», είπε το παιδί. «Δεν ξέρεις βασιλιά μου, πως ο ήλιος βγαίνει πρώτα στη Δύση πριν ακόμα φανεί στην Ανατολή, όπως πριν γεννηθεί ο άνθρωπος, αρχίζει να πεθαίνει, να τραβά προς τον θάνατο;». Κι ο βασιλιάς τότε χάρισε τη ζωή στον γέρο πατέρα του παιδιού και σε όλους τους νέους. Κι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα (τ. Α’, σελ. 327).
Θα ήθελα, τέλος, να διηγηθώ μια «ιστορία» που έλεγε συχνά ο αδερφός μου, όταν δινόταν κάποια ανάλογη αφορμή. «Ήταν, έλεγε, τα παλιά τα χρόνια ένα χωριό που είχαν ένα έθιμο. Όταν οι γονείς έφταναν στα γερατειά, τα παιδιά τούς έβαζαν μέσα σε ένα καλάθι και τους κρεμούσαν σε πανύψηλα δέντρα. Και κει τους άφηναν να πεθάνουν. Ένα παιδί μια μέρα προσπαθούσε στην αυλή του σπιτιού να φτιάξει το καλάθι για τον γέρο πατέρα του. Και όση ώρα προσπαθούσε, παρακολουθούσε δίπλα κι ο γέρος πατέρας του, που κάποια στιγμή του λέει: «Κοίταξε, γιε μου, να το κάμεις γερό, γιατί θα το χρειαστείς κι εσύ, όταν φτάσεις στην ηλικία μου»…
Αγαπητέ αναγνώστη, αυτό που ζει όλη η ανθρωπότητα με τον κορωνοϊό δεν περιγράφεται και δεν κατανοείται, είναι απερίγραπτο και απερινόητο, ας δείξουμε όμως με υπευθυνότητα την αναγκαία αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπό μας προφυλάσσοντας έτσι και τον εαυτό μας. Καλό κουράγιο μας!

*Ο Β.Δ. Αναγνωστόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το