Πολιτισμός

Ενενήντα χρόνια Νέα Ιωνία μέσα από το βιβλίο «Η Νέα Ιωνία του 1933»

Έρευνα του Άθω Τριγκώνη στην εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή», επιμέλεια:
Δημήτρη Κωνσταντάρα-Σταθαρά, εικονογράφηση: Γιάννη Κονταξή

Του Δημήτρη Κωνσταντάρα-Σταθαρά

Όγδοο δημοσίευμα

Διαβάζουμε, συνέχεια, το έβδομο και τελευταίο άρθρο του Άθω Τριγκώνη στη «Λαϊκή Φωνή» (Τρίτη 9 Μαΐου 1933), που περιγράφει την ψυχαγωγία των προσφύγων του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Ιωνίας κατά την ημέρα της Κυριακής, ενώ στο προηγούμενο μας έγραψε για το τι γίνεται το Σάββατο βράδυ. Τα Σαββατοκύριακα, ο συνοικισμός έπαιρνε μια άλλη όψη, εορταστική, κυρίως στον κεντρικό δρόμο «το Φαρδύ», που ήταν κάτι το εντυπωσιακό και μοναδικό για τους Βολιώτες. Η περιγραφή του είναι λεπτομερής και ζωντανή. Για εμάς τους απογόνους της δεύτερης γενιάς, που ζήσαμε αυτή την ιδιαίτερη κατάσταση μέχρι τη δεκαετία του 1950, μας έχει αφήσει αυτή τη γλυκιά γεύση των τρόπων της αναψυχής τους μετά τις δυσκολίες και τον αγώνα για το μεροκάματο της εβδομάδας. Διαβάζουμε:

«Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κάθε Κυριακή ο συνοικισμός Νέας Ιωνίας αλλάζει όψη, τα καφενεία του, οι πλατείες του, οι δρόμοι του αποχτούν άλλη ζωή.

Ιδίως την Κυριακήν το απόγευμα, ο κεντρικός δρόμος του συνοικισμού γίνεται αγνώριστος. Τα καφενεία του είνε όλα γεμάτα, πολυθόρυβα και αναστατωμένα. Αλλά και μέσα, στη μέση του δρόμου, δεν μπορεί κανένας να περάση. Τόσοι είνε οι περιπατητές-γιατί, τον δρόμον αυτόν τον μεταχειρίζονται οι πρόσφυγες ως τόπον περιπάτου, όπως ημείς την παραλία.

Νέοι, καλοντυμένοι και ευπαρουσίαστοι, μ’ ένα λουλούδι στ’ αυτί ή στο χέρι, με την κουβέντα ή την έξυπνη απάντηση έτοιμη στα χείλη με το χαμόγελο, πάνε καθ’ ομάδες πέρα δώθε στον δρόμον αυτόν τον κεντρικόν, ανταλλάζοντας φωναχτά κουβέντες μ’ άλλες παρέες ή πειράζοντας και γλυκοκυττώντας τις παρέες των κοριτσιών, που καλοστολισμένα, χαρωπά κι’ ελεύθερα πάνε κι’ αυτά απάνω-κάτω μέσα στο δρόμο.

Κι’ είνε μια πραγματική χαρά να τους βλέπη κανένας με τις φωνές των τα γέλοια των, τα χαχανά των, την εύκολη ευθυμία των και με τα νειάτα των, να γεμίζουν, να πλημμυρίζουν με κίνηση και με ζωή ολόκληρο το δρόμο.

Καθώς βραδυάζει οι περιπατητές του δρόμου καθώς και οι θαμώνες των καφενείων αραιώνουν. Πολλοί, αν έχη κανέναν χορό το βράδυ, πηγαίνουν να ετοιμαστούν. Αν όχι δεν θα ξαναβγούν μετά το φαΐ. Οι άλλοι όμως που θα μείνουν στα καφενεία… έχουν κακούς σκοπούς: Ύστερα από μια δυο ώρες με τη βοήθεια του άφθονου ούζου που θα ρεύση στο μεταξύ και των μουσικών οργάνων που θα μετακληθούν κατεσπευσμένως από τη γωνία του καφενείου, θα διεκτραγωδήσουν τα μεράκια τους, θα ξεφωνίσουν τα σεκλέτια τους, θα ψάλλουν τους πόνους και τα ντέρτια της πολυβασανισμένης της καρδιάς των: -Αμά…α..α..αν.

Κι’ άμα η ώρα περάση κι’ η καρδιά ξαλαφρωθή από τα πολλά τα βάσανά της, αρχίζει ο χορός που ναι όλο λεβεντιά κι’ ασικλήκι.

Πρέπει ωστόσο να σημειωθή πως τα γλέντια αυτά των προσφύγων, δεν καταλήγουν, όπως τα Ελληνικά γλέντια, σε παρεξηγήσεις με μαχαιριές, κουμπουργιές και φόνους- «ένεκα το φιλότιμο». Οι πρόσφυγες είναι σ’ αυτό το σημείο πιο πολιτισμένοι από μας. Μπορούν να γλεντήσουν, να ευφρανθούν, να χαρούν, να ευθυμήσουν, χωρίς ποτέ στο τέλος να πετσοκοπούν».

Ο λαμπρός δημοσιογράφος πριν κλείσει τα άρθρα του θεωρεί σκόπιμο να κάνει, εν είδει επιλόγου, μια γενική ανασκόπηση και παρουσίαση των κυριοτέρων προβλημάτων του προσφυγικού συνοικισμού με αιχμηρή πέννα, που δείχνει τον ανθρωπισμό και το ενδιαφέρον του για τους πρόσφυγες. Διαβάζουμε:

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΙΣ

Εφθάσαμε πια εις το τέλος της ερεύνης μας για τη ζωή και τα ζητήματα που απασχολούν τους κατοίκους του συνοικισμού Νέας Ιωνίας. Προσπαθήσαμε να τα αναλύσωμεν όσον το δυνατόν λεπτομερέστατα και πιο αμερόληπτα.

Πριν όμως ασχοληθώμεν με τα ζητήματα και την ζωήν των λοιπών προσφυγικών συνοικισμών του Βόλου, θα ’πρεπε νομίζομεν και θα άξιζε τον κόπον να γίνη μια γενική ανασκόπηση όλων αυτών που αναπτύξαμε στα προηγούμενα σημειώματά μας, καθώς αν τούτο είναι δυνατόν, και επιτακτικώς να βγάζαμε μερικά συμπεράσματα.

Είναι αναμφισβήτητο, λοιπόν, ότι ο προσφυγικός συνοικισμός Νέας Ιωνίας, έχει πολλές, πάρα πολλές ανάγκες και άμεσες. Οι ελλείψεις του είναι αμέτρητες. Δεν έχει νερό, δεν έχει δρόμους, δεν έχει κοινά πλυσταριά και αποχωρητήρια αφού τα υπάρχοντα κατήντησαν αχρησιμοποίητα, δεν έχει συγκοινωνία, δεν έχει υγειονομική περίθαλψη, δεν έχει, μ’ ένα λόγο, τίποτα. Στον επισκέπτη και τον πιο επιπόλαιο, ο Συνοικισμός αυτός, με τα ολοφάνερα χάλια του του δίδει αμέσως την εντύπωση, ότι έχει από χρόνια εγκαταλειφθή στην τύχη του. Η πρώτη δε αυτή εντύπωσις με την προσεκτικότερη εξέταση των αναγκών της Νέας Ιωνίας δικαιώνεται και στερεούται.

Ίσως, μιλώντας τώρα για τις μεγάλες ελλείψεις του συνοικισμού αυτού, όπως είνε λ.χ. η παντελής έλλειψις δρόμων, παρατηρήσουν μερικοί, ότι είνε δυνατόν ο Δήμος ν’ αναγνωρίζει τις ελλείψεις αυτές, αλλά να μην μπορή, στην οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα, να τις θεραπεύση. Δεν έχω καμμιά αντίρρησι, αν και νομίζω ότι θα μπορούσε ο Δήμος, από χρόνια αν ήθελε, να είχε φροντίση για τις ανάγκες του συνοικισμού αυτού, αφού και οι ελλείψεις υπάρχουν από πολλά χρόνια τώρα και ο Δήμος δεν ευρίσκετο πάντα στην ίδια, με τη σημερινή, οικονομική κατάσταση.

Υπάρχουν όμως κι’ άλλες ανάγκες της Νέας Ιωνίας, οι οποίες είναι τόσο επιτακτικές, ώστε δεν επιτρέπεται στο Δήμο με καμμιά, πρόφαση να μην θεραπεύη. Δεν μπορεί λ.χ. δεν είναι επιτετραμμένον, ούτε πρέπει να μην γίνη κάτι για τα κοινά πλυντήρια και αποχωρητήρια των τσιμεντένιων σπιτιών-τα απαίσια αυτά μνημεία της κακομοιριάς και της κατάντιας μας. Πρέπει, αν δεν είναι δυνατόν να κτισθούν νέα ή να αφεθούν ελεύθεροι οι ιδιοκτήται των σπιτιών αυτών να χρησιμοποιήσουν τα προκήπια, πρέπει, επαναλαμβάνω, να επιδιορθωθούν τα παληά. Είνε ντροπή, είναι αίσχος, έτσι όπως είναι σήμερα. Και κάτι περισσότερο: Αποτελούν φοβερές εστίες μολύνσεως, με ανυπολόγιστες συνέπειες, για όλους τους κατοίκους του Βόλου.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΙΑΤΡΕΙΟΥ

Στο τέταρτο άρθρο για τον συνοικισμό της Νέας Ιωνίας μιλήσαμε για την οικτρή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η υγεία των κατοίκων της. Ο υποσιτισμός, η ανθυγιεινή εγκατάσταση, τα προτερινά βάσανα της καθαυτό προσφυγικής ζωής των, έχουν επιδράσει, μ’ αποτελέσματα ολέθρια, την υγιεία αυτών των προσφύγων. Η φθίσι, καθώς μου ’λεγε ένας γιατρός του συνοικισμού, τους δεκατίζει κυριολεκτικά, τους σακατεύει, τους θερίζει.

Είνε, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη να ληφθή, το γρηγορώτερο, κάθε δυνατόν μέσον για να σωθούν, όσοι μπορούν, από τους δυστυχείς αυτούς και να προφυλαχθούν οι υγιείς.

Δεν μπορώ όμως, αισθάνομαι ανίκανον τον εαυτόν μου να συνηγορήση για μια γενικώτερη υγειονομική πρόνοια υπέρ των κατοίκων της Νέας Ιωνίας: τη στιγμή, που καθώς όλοι ξέρουμε, λείπει από τον συνοικισμό μια απλή και ολιγοδάπανη εγκατάσταση λαϊκού Ιατρείου του Δήμου – η οποία θα πρεπε να είχε γίνη προτού ακόμη εγκατασταθούν εκεί οι πρόσφυγες.

Είναι ν’ απελπίζεται, μα την αλήθεια, κανείς. Άραγε όμως, οι κάτοικοι του συνοικισμού αυτού, δεν θα πεισθούν καμμιά μέρα να ζητήσουν, διά μέσου των οργανώσεων των ή και ως άτομα ακόμη, να απαιτήσουν μάλλον από το Δήμο ή οποιονδήποτε άλλον «αρμόδιο», ένα μεγαλύτερον και θετικώτερον ενδιαφέρον για τον συνοικισμών των, για την υγεία και την ζωήν των; Ας το ελπίσωμε.

Όσον αφορά τον Δήμο, αν θέλη να μας δείξη το ενδιαφέρον του υπέρ του συνοικισμού και των κατοίκων του, ας φιάση, για ν’ αρχίση ένα λαϊκό ιατρείο του Δήμου στον συνοικισμό. Δεν απαιτεί μεγάλα έξοδα και είνε απολύτως αναγκαίον.

Αυτά είχαμε να πούμε για τον συνοικισμό της Νέας Ιωνίας». Τ.».

Εδώ τελείωσε ο θαρραλέος και ευαίσθητος δημοσιογράφος Άθως Τριγκώνης τις επτά συνεχόμενες περιγραφές του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Ιωνίας, από τις 3 μέχρι 9 Μαΐου 1933, στην εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή», πριν ενενήντα χρόνια. Πρέπει να σημειωθεί, ότι αυτά που περιγράφει κράτησαν μέχρι τη δεκαετία του 1950, που η Νέα Ιωνία από το 1947 έγινε Δήμος και άρχισε να κινείται η ρόδα της ζωής με γρήγορους ρυθμούς προόδου.

Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το