Πολιτισμός

Εφτά βιβλία Ελλήνων συγγραφέων από την πρόσφατη εκδοτική παραγωγή

Εφτά βιβλία Ελλήνων συγγραφέων από την πρόσφατη εκδοτική παραγωγή, με ιδιαίτερο ύφος το καθένα, προτείνει σήμερα η στήλη. Μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα που ήδη έχουν διαβαστεί και κάποια έχουν ήδη προχωρήσει στη δεύτερη έκδοση, κατακτούν επάξια με θετικό πρόσημο αναγνώστες και κριτικούς.

Eπιμέλεια: Χαριτίνη Μαλισσόβα

Βασίλης Βασιλικός,
Οι ρεμπέτες (και άλλες ιστορίες),
Κέδρος
Ένα μωσαϊκό της δεκαετίας του 1970, των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης. Παλαίμαχοι ρεμπέτες, η φυλή των Μπάο Μπάο, ένα παλιό μπαούλο με προσωπικά αντικείμενα, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, μια καταπιεσμένη νοικοκυρά που ζητεί σεξουαλική ανακούφιση, η άρνηση ενός Μάρτυρα του Ιεχωβά να στρατευτεί, ένας άντρας που αναπολεί τη χαμένη του αγάπη μέσα από ένα κολάζ φωτογραφιών από τον χώρο της πολιτικής, της τέχνης και του αθλητισμού, ένας οικολόγος φιλοβασιλικός, Μολούκοι τρομοκράτες που δίνουν ζωή σε έναν απόκληρο, ένας καταξιωμένος αριστερός συνδικαλιστής, το απωθημένο ενός ανθρώπου να κερδίσει το πρωτοχρονιάτικο φλουρί στα χρόνια της Κατοχής.
Μικρές ψηφίδες που συνθέτουν την εικόνα μιας ολόκληρης εποχής.

Θεόδωρος Γρηγοριάδης,
Το τραγούδι του πατέρα,
Πατάκης
Στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, σε ένα καπνοχώρι του Παγγαίου, τρεις νέοι αγρότες, προσφυγόπουλα και κανταδόροι στις γειτονιές των κοριτσιών, φτιάχνουν ένα μουσικό τρίο, κιθάρα, ακορντεόν και βιολί, το Τρίο Καντάδα.
Παίζουν στους γάμους και στις γιορτές του χωριού, τραγουδάνε ισπανόφωνα τραγούδια και γράφουν ένα δικό τους τανγκό. Ονειρεύονται μια καριέρα παραπέρα, όμως είναι ερασιτέχνες και δεμένοι µε τον κάμπο.
«Ο κιθαρίστας ήταν ο πατέρας µου», λέει ο ίδιος ο συγγραφέας. «Πρόλαβα να τους γνωρίσω παιδί, τους ακολούθησα στα γλέντια και στις νυφιάτικες αυλές. Χρόνια μετά αποφάσισα να γράψω την ιστορία τους σε ένα μικρό βιβλίο, µε φωτογραφίες που συμπληρώνουν το κείμενο. Ήθελα μια γραφή εξομολογητική και βιωματική, διάσπαρτη µε ιστορίες αληθινές, σαν να βγαίνουν από μυθιστόρημα. Ένα βιβλίο που να ακούγεται σαν τραγούδι. Ένα τραγούδι για τον πατέρα, τους φίλους του και τη γενιά τους, μια γενιά που πάλεψε να ορθοποδήσει, που τόλμησε να ονειρευτεί µε κέφι και ελπίδα».

Ιάκωβος Ανυφαντάκης,
Κάποιοι άλλοι,
Πατάκης
Θυμούνται ακόμη την εποχή που ήταν κάποιοι άλλοι.
Ήταν είκοσι έξι και είκοσι οκτώ στην Αθήνα. Είχαν δυνατές σπουδές, δουλειές που δεν ήταν απλά δουλειές, γοητευτικούς φίλους. Περπατούσαν στους δρόμους σαν ήρωες μιας ταινίας που δεν είχε γυριστεί ακόμη.
Τώρα, έχουν φύγει σε μια γωνία της Ευρώπης, στέλνουν δεκαπέντε με δεκαοχτώ βιογραφικά τη μέρα και, όταν λένε ότι είναι Έλληνες, οι άλλοι τους κοιτάζουν σιωπηλοί, σαν να θέλουν να πουν «λυπάμαι». Κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, αλλά όχι ακριβώς μαζί.
Μέχρι που, μια τυχαία νύχτα, ένας άνδρας πέφτει νεκρός από τον ουρανό στην ταράτσα τους και ένας άλλος στη λεωφόρο. Ίσως, αν βρουν τι συνέβη, να γίνουν ξανά κάποιοι άλλοι ή έστω να μάθουν λίγο καλύτερα τον εαυτό τους.

Γιάννης Μακριδάκης,
Οι βάρδιες των πουλιών,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Πάντοτε με έτρωγε περιέργεια μεγάλη για το μυστήριο αυτό της προγιαγιάς μας και μια αμφιβολία για τη φύτρα μου την είχα σε όλη μου τη ζωή. Τελευταία όμως, μετά και από το μοιραίο ναυάγιο, τον περασμένο Αύγουστο, τότε που τα ’φερε έτσι η ώρα η κακιά και μπατάραμε με κάλμα μπουνάτσα και έγινε ό,τι έγινε, μου μπήκανε ιδέες διάφορες μες στο κεφάλι μου και σιγά-σιγά, σαν άρχισα να συνέρχομαι κάπως από το σοκ, έπιασα, κρυφά από την Ελένη βεβαίως, για να μην καταλάβει ότι κάπως συνήλθα και πιάσει πάλι την γκρίνια της τη γνωστή για τα περιστέρια, να καταγράφω και να μελετώ τα μοιραία συμβάντα, αλλά και την όλη πορεία μας την οικογενειακή μαζί με τα πουλιά, από τρεις γενιές πίσω ίσαμε σήμερα, μπας και βγάλω συμπέρασμα πιο ασφαλές από πού βαστά άραγε ακριβώς η δικιά μου η φύτρα.
Τα ταχυδρομικά περιστέρια, μαντατοφόροι που διασχίζουν σύνορα χωρίς ελέγχους, φέρνουν χαμπέρια μαύρα ή χαρμόσυνα. Διανύουν αποστάσεις και εποχές, ασκημένα στην ελευθερία και στην επιστροφή. Γενιές περιστεριών και γενιές ανθρώπων σε παράλληλες πορείες, που τις καθορίζει η Ιστορία ή η σύμπτωση και τους αλλάζει τη φορά. Αυτές τις αξεδιάλυτες διαδρομές πασχίζει να ξεμπερδέψει ο ναυαγισμένος Ανέστης, για να βάλει το παρελθόν του σε τάξη και να αποφασίσει για το παρόν του. Μνημονεύει, για να επιβιώσει, ενός αιώνα ιστορίες από τη Μικρασία έως τη Μακεδονία και τη Μέση Ανατολή, ιστορίες του θαλασσινού νερού και του νησιωτικού αέρα.

Πολυχρόνης Κουτσάκης,
Το ομορφότερο τέλος στον κόσμο,
Πατάκης
Δέκα χρόνια πριν την έχασε.
Σήμερα θα ανακαλύψει πως είναι ζωντανή.
Ο άντρας της θα του ζητήσει να την ξαναβρεί…
Ο Χρήστος Πάλλης στα είκοσι δύο του δεν είχε κανέναν δίπλα του και τίποτα που να τον γεμίζει. Σ’ ένα ταξίδι στα Χανιά γνώρισε τυχαία τη Μαριάννα Πετράκη, ερωτεύτηκαν τρελά και πέρασαν δύο μαγικά χρόνια, ώσπου η Μαριάννα σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό.
Σήμερα, δέκα χρόνια αργότερα, ο Χρήστος είναι -κόντρα στη θέλησή του- πασίγνωστος ιδιωτικός ντετέκτιβ. Συγκατοικεί με έναν τεμπέλη σκύλο και με μια έφηβη που έσωσε από πολύ δύσκολες συνθήκες και η προσωπική του ζωή είναι ανύπαρκτη – δε θέλησε να την ξαναφτιάξει ποτέ. Του αρκεί να θυμάται τη Μαριάννα.
Μέχρι που την πόρτα του γραφείου του χτυπάει ο εκπρόσωπος ενός εφοπλιστή. Του δείχνει τη φωτογραφία της γυναίκας του αφεντικού του, η οποία έχει εξαφανιστεί.
Η γυναίκα στη φωτογραφία είναι η Μαριάννα.

Μιχάλης Μαλανδράκης,
Patriot,
Πόλις
Ο εικοσιτριάχρονος Αγκίμ, μετανάστης από την Αλβανία στην Ελλάδα για περισσότερο από δέκα χρόνια, παίζει συχνά το κλαρίνο του στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας.
Το όνειρό του είναι να γίνει επαγγελματίας κλαρινίστας. Όταν, λοιπόν, ένας άγνωστος συμπατριώτης του τον προσεγγίζει εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του και του προτείνει να δουλέψει σε γνωστό νυχτερινό κέντρο στην Αθήνα, ο Αγκίμ αποδέχεται την πρόταση, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ο Μιχάλης Μαλανδράκης σε αυτό το πρώτο του πεζογράφημα αποτυπώνει, με ρεαλισμό και διεισδυτικότητα, μια όψη της σύγχρονης ζωής που έχουμε την τάση να την παραβλέπουμε: Του μετανάστη που, ζώντας για πολλά χρόνια ανάμεσα σε δύο πατρίδες, δεν ανήκει πια σε καμία. Του ανθρώπου που αισθάνεται μετέωρος και ξένος όπου κι αν βρεθεί, αλλά επιμένει να διεκδικεί μια καλύτερη θέση στη ζωή και κυνηγάει το όνειρό του μέχρι τέλους. Κι ας γνωρίζει ότι η πραγματικότητα συντρίβει, συνήθως, όποιον δεν κατορθώνει να βρει μια θέση μέσα σε αυτήν.

Μιχάλης Μακρόπουλος,
Μαύρο νερό,
Κίχλη
Ένας πατέρας κι ο ανάπηρος γιος του, με όπλο την αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλο, παλεύουν να επιβιώσουν σ’ ένα χωριό που ερημώνει, στα βουνά της Ηπείρου. Γύρω τους έχει συντελεστεί μια οικολογική καταστροφή το νερό πλέον δεν πίνεται, τα ζώα και τα φυτά είναι δηλητηριασμένα.
Ο αγώνας τους δίνεται με λόγο λιτό και ποιητικό στο Μαύρο νερό.
«Περίμενε υπομονετικά ήξερε ότι αργά ή γρήγορα κάποιο ζώο θα κατέβαινε να ξεδιψάσει στο νερό, που ξεγελούσε με τον γάργαρο ήχο του. Πενήντα μέτρα παραπίσω ήταν η παλιά δεξαμενή, με μισοσβησμένα πάνω τα γράμματα της RIPOIL, ενώ τα πλατανόφυλλα βάθαιναν με τον ίσκιο τους το καφεκόκκινο χρώμα της σκουριάς. Τρύπες είχαν ανοίξει στο μέταλλο, ένα παχύ στρώμα από σάπια φύλλα είχε γίνει χούμος μέσα, και η παλιά δεξαμενή ήταν γεμάτη ζωή: Έντομα, τρωκτικά, πουλιά που μπαινόβγαιναν. Το πλατανόδασος δίπλα στο ποτάμι είχε δεχτεί με συγκατάβαση τον μεταλλικό ξένο, τον είχε κυκλώσει σκιάζοντάς τον, και κλαριά ακουμπούσαν πάνω του και τον διαπερνούσαν».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το