Πολιτισμός

Διονύσης Λεϊμονής: Η κλασική λογοτεχνία είναι η λογοτεχνία που άντεξε στον χρόνο

Με αφορμή τη σειρά της Αρτέον Εκδοτικής με τίτλο Τα κλασικά μας διηγήματα, συνομιλήσαμε με τον συγγραφέα και φιλόλογο Διονύση Λειμονή για τον Παπαδιαμάντη, τον Εφταλιώτη, για τη συμβολή του σχολείου και της οικογένειας στην καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας, αλλά και για το επόμενο βιβλίο της σειράς.

Συνέντευξη
ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

Μιλήστε μας για τη σειρά της Αρτέον Εκδοτικής με τίτλο Τα κλασικά μας διηγήματα.
Πρόκειται για μια νέα σειρά από τις Εκδόσεις Αρτέον με εικονογράφο τη βραβευμένη Εύα Καραντινού, η οποία έχει εικονογραφήσει πάνω από 200 παιδικά βιβλία. Ήταν μια ιδέα του εκδότη μου Άρη Τσικοντούρη, μια ωραία πρόκληση για μένα να ξαναδιαβάσω όλα τα διηγήματα κάθε κλασικού συγγραφέα με τον οποίο θέλω να ασχοληθώ και να επιλέξω αυτό που θα μιλήσει περισσότερο στην καρδιά μου με γνώμονα όμως και τα θέλω των παιδιών της σύγχρονης εποχής. Η Αρτέον Εκδοτική σεβόμενη τον πολιτισμό και το παρελθόν, επιχειρεί έτσι να φέρει σε επαφή τα παιδιά Νηπιαγωγείου – ναι Νηπιαγωγείου χάρη στις υπέροχες εικόνες της Εύας – και Δημοτικού-Γυμνασίου με την πρότερη λογοτεχνία που πρόκειται να διαβάζεται και από τις μελλοντικές γενιές, ξεπερνώντας λόγω ηλικίας τον σκόπελο της καθαρεύουσας. Φυσικά επιθυμία και χαρά μας θα είναι στα επόμενα χρόνια αυτοί οι αναγνώστες μας να αναζητήσουν και να διαβάσουν τα κείμενα από το πρωτότυπο.

Πόσο σημαντική θεωρείτε την επαφή των παιδιών με τους Έλληνες κλασικούς συγγραφείς, όπως τον Παπαδιαμάντη και Εφταλιώτη που συμπεριλαμβάνει η σειρά;
Η κλασική λογοτεχνία είναι η λογοτεχνία που άντεξε στον χρόνο. Τα λογοτεχνικά αυτά κείμενα μπορούν να τροφοδοτήσουν τον νου και τη σκέψη των παιδιών προσφέροντας στους μικρούς αναγνώστες πέρα από αισθητική απόλαυση ως καλή λογοτεχνία, πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς. Έτσι η λογοτεχνία αναδεικνύεται ως ζωντανή εμπειρία, ικανή να γοητεύει τους αναγνώστες, οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με αθάνατα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Θεωρώ ότι είναι λάθος να διαβάζουμε παιδιά και ενήλικες σύγχρονα βιβλία και να μην έχουμε διαβάσει κλασική λογοτεχνία.

Τι σας γοητεύει περισσότερο στη γραφή του Παπαδιαμάντη;
Η θεματική πρωτοπορία του Παπαδιαμάντη, που τόλμησε να μιλήσει για θέματα ταμπού για την εποχή του όπως η αναπηρία ή ακόμα και ο έρωτας. Έπειτα οι μοναδικές περιγραφές του και η καθαρή ηθογραφία του, που αντί να κουράζει με το πέρασμα του χρόνου και να θεωρείται αναχρονιστική εξακολουθεί να ταξιδεύει τον νου του αναγνώστη και να εκκινεί τη δημιουργικότητα και τη φαντασία προβάλλοντας έναν κόσμο που αντί να σεβαστούμε και να διατηρήσουμε γκρεμίσαμε και παραποιήσαμε στο όνομα ενός ανυπόστατου προοδευτισμού. Τέλος, η προβολή της απτής καθημερινότητας με ήρωες τον απλό άνθρωπο, τον πραγματικό ήρωα της ζωής. Θυμάμαι μικρός, στο Δημοτικό, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα διάβαζα τα αντίστοιχα διηγήματά του χωρίς να μπορώ να τα καταλάβω λόγω της γλώσσας στις λεπτομέρειές τους. Παρόλα αυτά αισθανόμουν τη μαγική δύναμη των λόγων του αισιοδοξώντας πως δεν μπορεί κάποτε θα τα καταφέρω. Το «Γουτού Γουπατού» και το «Υπό τη βασιλική δρυ» είναι δύο από τα πιο αγαπημένα μου διηγήματα που ελπίζω να χαρούν τα παιδιά της πρωτοσχολικής και σχολικής ηλικίας, αλλά και οι ενήλικες που θα το διαβάσουν πιθανόν μαζί τους, γιατί η λογοτεχνία και μάλιστα τέτοια κείμενα πρέπει να διαβάζονται από όλους ανεξάρτητα από ηλικία.

Και γιατί επιλέξατε και τον Αργύρη Εφταλιώτη;
Διάβασα σχεδόν όλα τα διηγήματα του Αργύρη Εφταλιώτη μέχρι να καταλήξω στη «Στραβοκώσταινά» του, ένα διήγημα που γράφτηκε το 1890. Κι εκεί έμεινα θαυμάζοντας και σ’ αυτόν τον πεζογράφο την τόλμη να μιλήσει για την αποδοχή της αναπηρίας, το γκρέμισμα των στερεότυπων και την κατίσχυση της αγάπης. Ένας μαθητής σχολείου σε παρουσίαση με ρώτησε αφήνοντάς με άναυδο «κύριε, τι είπαν οι δημοσιογράφοι και άλλοι λογοτέχνες εκείνης της εποχής, όταν διάβασαν το συγκεκριμένο διήγημα του Εφταλιώτη;» και πραγματικά θα έχει ενδιαφέρον μία έρευνα της κριτικής που δέχθηκε από τους συγχρόνους του ο Εφταλιώτης ή και της λογοκρισίας ίσως που υπέστη μία εποχή που ο «Καιάδας» ήταν ακόμα ενεργός και η αναπηρία αποτελούσε ντροπή για μία οικογένεια και αιτία εγκλεισμού αυτών των ατόμων σε κάποιο «Κωσταλέξι».

Επισκέπτεστε πολλά σχολεία μετά από πρόσκληση εκπαιδευτικών και γονέων. Ποια είναι η αίσθησή σας για την αποδοχή των βιβλίων από τα παιδιά, που στο σπίτι συνήθως σκρολάρουν σε τάμπλετ και υπολογιστές και σπάνια διαβάζουν λογοτεχνία;
Τα παιδιά αποδέχονται αυτό που εμείς με νου και γνώση ενήλικα θα τους παρέχουμε. Έχουμε συνηθίσει να κατηγορούμε τα παιδιά ότι τάχα όλη τη μέρα σκρολάρουν και δεν αγαπούν το διάβασμα. Μας βολεύει ότι είναι δικό τους το λάθος ή τέλος πάντων της «α-πνευματικής» εποχής μας όταν κατά πολύ μεγάλο μέρος ευθυνόμαστε εμείς. Οι γονείς που φοβίζουν ή πιέζουν ή αδιαφορούν για τις αναγνώσεις των παιδιών τους, οι εκπαιδευτικοί που δεν καλλιεργούν τη φιλαναγνωσία στα σχολεία, όλοι εμείς οι ενήλικες που δεν διαβάζουμε στην καθημερινότητά μας. Πώς όμως τα παιδιά κάνουν θαυμαστά πράγματα και διαβάζουν με την καρδιά τους όταν υπάρχει ενίσχυση με διακριτική επίβλεψη και τους δίνουμε την ευκαιρία να ασχοληθούν με την ανάγνωση; Τα ίδια παιδιά αυτά με τα κινητά στα χέρια και τους υπολογιστές στο σπίτι, τα κλείνουν και συμμετέχουν σε φεστιβάλ βιβλίων, παίρνουν μέρος σε θεατρικές παραστάσεις, εικονογραφούν και ξαναγράφουν τις ιστορίες από την αρχή αφήνοντάς μας με το στόμα ανοιχτό.

Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος των εκπαιδευτικών στην καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας;
Καθοριστικός θα έλεγα και πολύ-πολύ σημαντικός, ώστε τα παιδιά από την πιο μικρή ηλικία να δουν τη λογοτεχνία αλλιώς. Όχι ως μάθημα προς εξέταση και βαθμολόγηση, ούτε ως «χάπι» για να ιαθεί η αδυναμία γραφής και το φτωχό λεξιλόγιο με μόνη προσδοκία να γράψουν μια καλή σχολική έκθεση, αλλά ως μία απόλαυση, ως έναν τρόπο ενατένισης μιας άλλης πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας που μοιάζει ή δεν μοιάζει με αυτή που ζούμε. Να αισθανθούν ότι οι ήρωες μπορεί να είναι και αναγνωρίσιμοι γύρω τους, μία λογοτεχνία που τους ανοίγεται μπροστά τους όπως παλιότερα συνηθίζαμε να λέμε, αλλά είναι μια ουσιαστική αλήθεια ως ένα παράθυρο στον κόσμο.

Και πώς μπορούν οι γονείς να βοηθήσουν στο να μη χάνεται αυτή η διάθεση όταν τα παιδιά επιστρέφουν στο σπίτι;
Να διαβάζουν κι εκείνοι, να φέρνουν σε επαφή κατά το δυνατόν τα παιδιά με την καλή λογοτεχνία αφιερώνοντας χρόνο ώστε να μπορούν να προτείνουν και να τα στρέφουν προς αυτή την κατεύθυνση. Πραγματικά αξίζει τον κόπο και τον χρόνο τους, αποτελεί μία παράπλευρη, αλλά πολύ ουσιαστική πηγή γνώσης, ευαισθητοποίησης και ψυχοπνευματικής καλλιέργειας των παιδιών τους. Τέλος να διευκολύνουν με όποιον τρόπο μπορούν το έργο των εκπαιδευτικών προς αυτή την κατεύθυνση. Αν στο σπίτι δεν υπάρξει συνέχεια, το έργο που μπορεί να έχει ξεκινήσει εκτός σπιτιού ακυρώνεται.

Ποιο βιβλίο θα ακολουθήσει τη σειρά; Θέλετε να μας πείτε;
Φυσικά θα σας πω, γιατί αποτελεί για μένα ένα μεγάλο στοίχημα, καθώς αποτελεί ένα βιβλίο που σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια. Δεν πρόκειται τώρα να αλλάξω τη γλώσσα, αλλά να «φρεσκάρω» τη γλώσσα ώστε να είναι γοητευτική για ένα παιδί τού σήμερα και – το πιο δύσκολο – συρρικνώνοντας σημαντικά το κείμενο να κρατήσω τη δυναμική του, τη «φωτιά» που έχει ανάψει σε πολλές παιδικές ψυχές. Πρόκειται για «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ένα διήγημα που επιτρέψτε μου την έκφραση είμαι σίγουρος ότι «θα απογειώσει» η Εύα Καραντινού με τις εικόνες της. Δύσκολο έργο, αλλά και μία μεγάλη πρόκληση για μένα, με πολύ σεβασμό πάντα, όπως και με τα άλλα διηγήματα της σειράς στο αρχικό κείμενο και στους κλασικούς μας συγγραφείς.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το