Άρθρα

Η γενιά του ’30 και η «τρας» κουλτούρα

Του Κωνσταντίνου Ακριβόπουλου

Editorial
Ξαναδιαβάζω αυτό το διάστημα τους λογοτέχνες της γενιάς του ’30 και αποκαλύπτομαι. Για πρώτη φορά αντιλαμβάνομαι στην ολότητά του το μέγεθος των συγκεκριμένων λογοτεχνών. Μέσα από τις σελίδες των βιβλίων της «Εστίας» κατά βάση αισθάνομαι τι θα πει πολιτισμός, πνευματικότητα, εσωτερικότητα. Και συνειδητοποιώ τη ζημιά που η οθόνη δημιούργησε στην κοινωνία μας, εγκλωβίζοντάς μας στις εντυπωσιακές της ίντσες. Αυτές τις μέρες λοιπόν ξαναζώ τις περιπέτειες και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις της Μαρίνας και του Μηνά στη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μίτια Καραγάτση, προσκυνώ τις εμβληματικές φυσιογνωμίες του μητροπολίτου Χρυσοστόμου Σμύρνης και του Γρηγορίου Κυδωνιέων κι ερευνώ την αινιγματική και προδοτική φιγούρα του Αριστείδη Στεργιάδη μέσα από το «Μικρασία Χαίρε» του Βενέζη. Παράλληλα, μελαγχολώ με τη «Μενεξεδένια Πολιτεία» του Τερζάκη, ανακαλύπτω την πολυσχιδή κι αινιγματική προσωπικότητα της Γλαύκης από την «Αίθουσα του θρόνου» του Τάσου Αθανασιάδη και τοιχογραφώ νοητά την Ελλάδα του Μεσοπολέμου που συνταράσσεται από τις ποικίλες ιδεολογίες, τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα, μέσα από τις σελίδες της «Αργούς» του αγαπημένου μου Γιώργου Θεοτοκά.

Υποσημείωση πρώτη: Πόσο νεκρή είναι η σύγχρονη λογοτεχνία, αδιάφορη, αδιέξοδη, νυσταλέα, ικανή μόνο για να σου κλέβει τον χρόνο. Φτηνά αισθήματα, χλιαρές περιγραφές, νεκρές ιδέες υποταγμένες στο woke κηρύγματα των καιρών, σελίδες βιβλίων γεμάτες από την αυταρέσκεια των συγγραφέων τους που γυρίζουν όλη την Ελλάδα για να προβάλλουν τη φτηνή πραμάτεια τους. Ευτυχώς, οι λίγες εξαιρέσεις διασώζουν τα Γράμματα, αλλά λογοτέχνες της εμβέλειας και του ιλιγγιώδους μεγέθους των ανθρώπων της γενιάς του ’30 νομίζω ότι θα είναι μεγάλη ευλογία αν ξαναγεννηθούν.

Εκτός των άλλων, οι λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου είναι κι «επικίνδυνοι». Αν τα νιάτα μας γαλουχηθούν με τις ιδέες τους, θα πάψουν να είναι οι παθητικοί δέκτες, ουδέτεροι παρατηρητές των γεγονότων που ποτέ δεν μαθαίνουν, θα απορρίψουν τον λαϊκισμό και τη λαϊκίστικη σκέψη, δεν θα είναι οι άτολμοι ατομιστές που η διασκέδαση είναι η μόνη προοπτική του βίου τους. Η γενιά του ’30 στα κείμενά της γεννά την ενσυναίσθηση, αυτή τη σπουδαία αρετή που ξεχνάμε καθημερινά όλο και περισσότερο, προβάλλει τη δημιουργικότητα ως αξίωμα βίου, μιλά για τα αισθήματα των ανθρώπων που τόσο δυσεύρετα είναι στις μέρες μας.
Παράλληλα, στο γραφείο μου βρίσκονται και κάποια άλλα βιβλία μιας πιο ουσιαστικής πνευματικότητας κι εσωτερικότητας. Τον τελευταίο καιρό ανακάλυψα το Σωφρόνιο του Έσσεξ, μία εμβληματική προσωπικότητα που είχε θέαση του ακτίστου φωτός, την οποία και περιγράφει στα βιβλία του. Με απασχολεί μια άλλη μεγάλη μορφή της Αμερικής, αυτή του Σεραφείμ Ρόουζ, ο οποίος, όπως περιγράφεται στην τρίτομη βιογραφία του, αγωνίστηκε να βγει από το ζόφος της ζωής του τον περασμένο αιώνα κι αφοσιώθηκε πλήρως στην Αλήθεια που ανακάλυψε ύστερα από τιτάνια μονομαχία με τον εαυτό του και το Θεό. Και τέλος ο μονογραφία του Τύχωνα Σεβκούνωφ «Σχεδόν Άγιοι» που παρουσιάζει ένα ψηφιδωτό της σύγχρονης ρωσικής κοινωνίας με τις πάμπολλες κοινωνικές, οικονομικές, πνευματικές, πολιτικές μεταλλάξεις της.
Όλος αυτός ο πλούτος της σοφίας που περιέχεται στις σελίδες των βιβλίων αυτών με κάνει να αναρωτιέμαι για ποιο λόγο γράφω αυτές τις γραμμές. Τι έχω να προσφέρω στους συνανθρώπους μου όταν το εύρος της δικής μου πνευματικότητας δεν αγγίζει καν το κράσπεδο του ιματίου όλων των παραπάνω ρεκτών της γραφής και της πνευματικότητας. Ενδοσκοπώντας μάλλον λόγους κάλυψης μιας προσωπικής ματαιοδοξίας ανακαλύπτω.

Κι εδώ οργίζομαι! Στανικά, κάποιοι θέλουμε να μιλάνε για μας. Γράφουμε κείμενα για να γράφουμε, χωρίς νόημα, ουσία και περιεχόμενο. Ασχολούμαστε με μία αδιάφορη θεματολογία, δεν ασκηθήκαμε στη γραφή, δε γνωρίζουμε σε βάθος τον λόγο κι όμως! Επιμένουμε να βασανίζουμε αναγνώστες, ώστε να αποδεχτούν τα δικά μας φληναφήματα. Αυτές οι σκέψεις έχουν και τον αντίλογό τους: «Και τι να κάνουμε, να τα εγκαταλείψουμε όλα; Δεν πρέπει όσοι έχουν τη φλόγα μέσα τους να γράφουν κείμενα σε εφημερίδες, στο διαδίκτυο ή όπου αλλού; Να γράφουν βιβλία, βρε αδελφέ, να εκφράζουν τη γνώμη τους»;
Σύμφωνοι, αλλά χωρίς περίσκεψη; Απαντήστε μου: Στον καταιγισμό των τόσων κειμένων και βιβλίων πώς θα ξεχωρίσει ο σύγχρονος Πλάτωνας ή ένας σύγχρονος Αριστοτέλης; Αν δεν υπάρχει το γνωστό «μέσο» πως κάποιος αξιόλογος γραφιάς χωρίς «δόντι» θα μπορέσει να εκδώσει τα συγγραφικά του πονήματα; Πού είναι οι σελίδες βιβλίου στις καθημερινές εφημερίδες; Ποιοι από τους σύγχρονους συγγραφείς γράφουν καθημερινά ή σποραδικά κείμενα στον Τύπο; Πόσοι τολμούν να εκτεθούν ιδεολογικά υπό τον φόβο του «πολιτικώς ορθού»;
Κι έτσι ασχολούμαστε με την επικαιρότητα των κάθε λογής «ριάλιτι», με τη ρηχή εκλογολογία και τη σκανδαλοθηρική πραγματικότητα, με την αηδία του ποδοσφαίρου και των οπαδών του, με τις μαγειρικές εστίες που μας κάνουν να αηδιάζουμε το φαγητό, με εκπομπές τραγουδιού για ατάλαντους καλλιτέχνες, μια εντελώς «τρας» κουλτούρα μας έχει κυριέψει.
Υποσημείωση δεύτερη: Πιστεύω ότι θα πρέπει να ελέγξουμε εκ νέου τις προτεραιότητές μας. Στο πείσμα των καιρών και με βάση την πνευματική τροφή που μας έδωσαν οι σπουδαίοι μας γραφιάδες, οι ήρωες της ιστορίας και η ελληνορθόδοξη παράδοση είναι επιτακτική ανάγκη σήμερα να οικοδομήσουμε μια νέα κοινωνία. Είναι χρέος μας απέναντι στα παιδιά μας, που έλεγε και ο Γκάντι με τη γνωστή του ρήση «τον κόσμο αυτό δεν τον κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, αλλά τον δανειστήκαμε από τα παιδιά μας».

Ποίηση
Πέρα από την «ευγενική» ποίηση, υπάρχει και μια άλλη σκληρή, δυνητικά τολμηρή, αφοριστική. Μπορεί όλοι να έχουμε τις επιφυλάξεις μας, αλλά το προκλητικό είναι αυτό που ελκύει. Ακόμη και η ακρότητα στον λόγο μπορεί να κρύβει κάποιο νόημα ουσίας. Με τα παρακάτω ποιήματα δοκίμασα τα όριά μου, την ανοχή μου, ακόμη και τα συναισθήματα. Έχει, όμως, ένα ενδιαφέρον το οποίο μπορεί ο καθένας μας να ανακαλύψει.

«Αν αυτό λέγεται πολιτισμός» της Μαρίας Παλιούρα
Καλώς ήρθατε στον 21ο αιώνα των υψηλών επιτευγμάτων. / Θαυμάστε τον σημερινό κόσμο. / Κάποιοι νομίζουνε πως τον κατακτήσανε. / Σε μεγάλες πολιτείες από μπετόν εδώ και καιρό στοιβάχτηκαν ψυχές και όνειρα. / Μέσα σε λεωφορεία και δρόμους στο γκρίζο των πόλεων / μασκοφόροι κυκλοφορούν και σπαταλούν τη ζωή τους σκλαβωμένοι. / Άνθρωποι λέγονται. / Μα σαν άνθρωποι δε μοιάζουν γιατί κάποιοι πολεμάνε την ανθρωπότητα. / Ποιος θα την προστατέψει και θα υπερασπιστεί το δίκιο των αθώων; / Ποιος θα φυτέψει περισσότερο πράσινο και δε θα το κάψουν; / Ποιος θα φυλάξει τα δένδρα και τα λουλούδια; / Ποιος θα ακούσει το ρυάκι που κυλά στο δάσος; / Ποιος θα περπατήσει στα μονοπάτια της φύσης; / Ποιος θα ακούσει το κελάηδημα των πουλιών και θα πει στα παιδιά όμορφα τραγούδια; / Ποιος θα δει τα χρώματα της ανατολής και της δύσης του ήλιου στον ουρανό / που κρύβονται πίσω από τα ψηλά κτίρια που κάποιοι φτιάξανε; / Πώς θα συνεχίσει η ανθρωπότητα / την ανθρωπότητα… / Στις θάλασσες αυτής της γης πολεμικά πλοία βρίσκονται. / Αν αυτό λέγεται πολιτισμός, τότε απέτυχε.

Η Αθήνα (δε) γιορτάζει, η πόλη (δε) διαβάζει
Παράγουμε περισσότερη «ποίηση» απ’ όση μπορούμε να καταναλώσουμε / γι’ αυτό την εξάγουμε / στο γαλλικό ινστιτούτο / στην αμερικάνικη πρεσβεία / στην οικία του Γερμανού πρόξενου / στις παρυφές των πόλεων / στο ίδρυμα νιάρχου με έδρα τις μπαχάμες / στο μέγαρο μουσικής… / ο ατάλαντος στο ψηφιακό ημίφως προβάλλει ως ο επόμενος Τίτος / ο Πατρίκιος απ’ τον θεσαλλικό κάμπο ως νόθο παιδί του Καρούζου / η συνυφάδα απ’ τον θερμαϊκό κόλπο ως επόμενη χαρίεσσα δημουλά / ο καβλωφικός υπέρβαρος εραστής της συνταξιούχου μούσας / ο καταραμένος π’ ανασαίνει στα βουλεβάρτα των βορείων της πρωτεύουσας / ο ευγενικός χορηγός που ερωτοτροπεί στη σκέψη μιας βράβευσης / ο ευλύγιστος ανεμοδείκτης στο φύσημα κάθε επόμενης βράβευσης / η υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης / ο υποψήφιος για το κρατικό βραβείο ποίησης / οι γέροι που παριστάνουν τους νέους / οι νέοι που γέρασαν πρόωρα / όλες κι όλοι προσποιούνται πως δε γνωρίζουν…
Από τη συλλογή «Το παιδί π᾽ απέμεινε όρθιο» του Νίκου Πριόβολου (εκδ. Πανοπτικόν 2019).

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το