Πολιτισμός

Δημήτρης Παπαδημητρίου: Όταν μεταφράζω, αποδίδω την ψυχή του συγγραφέα

 

Η μετάφραση του ναπολιτάνικου κουαρτέτου μυθιστορημάτων της Έλενα Φεράντε, μπορεί να εξελίχθηκε σε εκδοτική επιτυχία στη χώρα μας, όμως υπάρχουν εξίσου σημαντικά κείμενα Ιταλών συγγραφέων με διαχρονική αξία που θυμίζουν… θησαυρούς. Εδώ και πέντε χρόνια, από την ημέρα δηλαδή που η ιταλική λογοτεχνία μπήκε στην καθημερινότητα του Δημήτρη Παπαδημητρίου και αποφάσισε να ασχοληθεί με τις μεταφράσεις, έχει συστήσει στο κοινό εμβληματικούς δημιουργούς, όπως τον Αλμπέρτο Μοράβια και τον Κάρλο Κασόλα, αλλά και τον Ρομπέρτο Βεκιόνι, διάσημο τραγουδοποιό τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ο οποίος πλέον έχει αφοσιωθεί στη συγγραφή.

Συνέντευξη
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΕΜΕΡΓΕΛΗΣ

Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου γεννήθηκε το 1972 στον Βόλο. Το 1989 πέρασε Νομική και βρέθηκε για σπουδές στη Θεσσαλονίκη. Πήρε το πτυχίο του έξι χρόνια αργότερα, αλλά ουδέποτε άσκησε το επάγγελμα. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις, μέχρι που προ πενταετίας αποφάσισε να επιστρέψει στα φοιτητικά έδρανα. Το 2016 έδωσε πανελλαδικές εξετάσεις και εξασφάλισε την εισαγωγή του στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ενώ, δίχως απρόοπτο, μέχρι το φθινόπωρο του έτους που διανύουμε, θα έχει πάρει το πτυχίο του.


Όμως, το πλέον εντυπωσιακό στην ακαδημαϊκή διαδρομή του είναι πως προτού αποφοιτήσει από το ΙΑΚΑ, ολοκλήρωσε με άριστα το μεταπτυχιακό του στο ίδιο τμήμα, κάνοντας χρήση του πρώτου τίτλου σπουδών στη Νομική. Μάλιστα, προ ημερών έγινε η ορκωμοσία, ενώ η διπλωματική του είχε θέμα «Θρησκεία και ιερά κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού ΙΙΙ (1400-1100 π.Χ.) σε Κρήτη, Ηπειρωτική Ελλάδα και Κυκλάδες. Ομοιογένεια ή ομοιομορφία;».

«Εάν όλα πάνε καλά, με ενδιαφέρει να συνεχίσω με διδακτορικό», παραδέχθηκε στο ξεκίνημα της συνέντευξης, ενώ έπειτα εκμυστηρεύτηκε την αδυναμία του για την προϊστορία: «Πρέπει να είσαι λίγο… ντετέκτιβ, όταν ασχολείσαι με προϊστορικά. Δεν υπάρχουν γραπτές πηγές. Αναγκάζεσαι από τα συγκείμενα να βγάλεις άκρη».

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με τη μετάφραση ιταλικής λογοτεχνίας;
Τα ιταλικά είναι όψιμη κατάκτηση για μένα. Προ δεκαετίας. Όμως, ήμουν άριστος γνώστης της γαλλικής γλώσσας, οπότε τα ιταλικά προέκυψαν πολύ εύκολα. Αγαπούσα πάντα τα γαλλικά, μιλώ και αγγλικά επίσης άριστα, αλλά με τα ιταλικά προέκυψε κάτι πρωτόγνωρο. Στην πορεία, επειδή λατρεύω τη λογοτεχνία, άρχισαν να μου μπαίνουν ιδέες, πώς θα ήταν να αποδώσω εγώ ένα βιβλίο που αγαπώ.
Πώς ξεκίνησα; Από ένα παιχνίδι της τύχης. Γνώρισα την εκδότριά μου, την κυρία Μάγγη Μίνογλου από τις εκδόσεις «Κριτική», στη «Σπείρα», το μπαρ που έχω μαζί με τον συνεταίρο μου. Λίγο αργότερα προέκυψε ένα ταξίδι στην Αθήνα και θέλησα να της κάνω έκπληξη, αφού μέσα σ’ έναν μήνα μετέφρασα μια νουβέλα του Ρομπέρτο Βεκιόνι με τίτλο «Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα».
Μπήκα στο γραφείο της εκδότριας και με το δοκίμιο που πήγα τυπωμένο, της είπα: «Γεια σου, δεν ξέρω εάν με θυμάσαι. Έχω μεταφράσει αυτό, θέλω να μου πεις τη γνώμη σου». Καμία αξίωση, ούτε να εκδοθεί, ούτε να κάνω καριέρα τέλος πάντων. Αυτό έγινε το 2017. Με πήρε τηλέφωνο μετά από λίγο καιρό και μου είπε: «Ναι, μας αρέσει πάρα πολύ. Θα το βγάλουμε». Κυκλοφόρησε τελικά το 2019 και ήταν μία ανέλπιστη επιτυχία, γιατί έφτασε 5η-6η χιλιάδα το συγκεκριμένο.

Πώς ανακαλύψατε τον Βεκιόνι;
Ήταν ένα παιχνίδι των αλγορίθμων του διαδικτύου. Στις δυνητικές προτάσεις αγοράς βιβλίων, επειδή αγοράζω απευθείας από Ιταλία, παρακολουθώ γενικώς τη λογοτεχνία. Έτσι μου πρότεινε αυτή τη νουβέλα. Την έψαξα και βρήκα πως το συγκεκριμένο βιβλίο κυκλοφόρησε το 2004. Οι κριτικές που είχε λάβει στην Ιταλία διίσταντο. Αυτό ήταν κίνητρο από μόνο του, να το παραγγείλω μεταξύ άλλων και να δω μόνος μου τι συμβαίνει.

Έναν χρόνο αργότερα, μεταφράσατε και δεύτερο βιβλίο του Βεκιόνι, σωστά;
Ναι, «Τον έμπορο του φωτός», που κυκλοφόρησε το 2020. Στην Ιταλία είχε αρκετές καλές κριτικές. Ο Βεκιόνι το έγραψε επηρεασμένος από μία χρόνια ασθένεια του γιου του. Σε μία συνέντευξη στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με την Κυριακή Μπεϊρόγλου, το εξομολογήθηκε ότι ήταν προϊόν μιας προσωπικής του ιστορίας…

Στη συνέχεια τι ακολούθησε;
Αφού έκανα το «αγροτικό» μου με τον Βεκιόνι, ήθελα να αναλαμβάνω δουλειές, που θα έκρινα εγώ ότι με ενδιαφέρουν. Ούτως ή άλλως δεν το κάνω για βιοπορισμό. Έτσι διάλεξα τον Μοράβια όντας πολυμεταφρασμένος και με μία έντονη τάση τα τελευταία χρόνια να μεταφράζεται ξανά. Ανακάλυψα ένα… διαμαντάκι του ’65, που δεν είναι και ιδιαίτερα διαφημισμένο έργο, αλλά προσωπικά με συγκλόνισε. Συνοψίζει μέσα σ’ ένα έργο όλη τη νιότη του Μοράβια, ό,τι έχει να μας πει από το 1929 και μετά. Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει τίτλο «L’ attenzione». Μεταφράστηκε πρώτη φορά στη χώρα μας το 1998 από τον συχωρεμένο Θανάση Μετσιμενίδη, με τίτλο «Ένας προσεκτικός άνθρωπος». Από περιέργεια βρήκα ένα από τα τελευταία αντίτυπα που υπήρχαν στην αγορά. Το βιβλίο ήταν 296 σελίδες. Αυτό που έκανα εγώ βγήκε 432 σελίδες και κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2021 από τις Εκδόσεις Κριτική με τον τίτλο «Η προσήλωση». Μπήκα στον μαγικό κόσμο του Μοράβια και τώρα περιμένω απάντηση για να μεταφράσω τον «Κονφορμιστή». Πολύ γνωστό έργο του, που γράφτηκε το 1951, ενώ γυρίστηκε και ταινία.

Πώς μπορεί να προσελκύσει τον σύγχρονο αναγνώστη, ένα έργο γραμμένο τις δεκαετίες ’50-’60, καθώς μιλάμε για έναν κόσμο που οι νεότεροι δεν μπορούν καν να φανταστούν;
Άνθρωποι κοντά στην ηλικία μας, έχουμε κάποιες επαφές με τον κόσμο αυτό. Είτε μέσω των διηγήσεων των γονιών είτε μέσω του υλικού πολιτισμού που μας κληροδότησαν. Δεν είμαστε εντελώς ξεκομμένοι. Είναι πολύ ρομαντική η θέαση ενός κόσμου που είναι κάποιες δεκαετίες πίσω. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να αποκοπούμε από το παρελθόν… Τα πάντα έχουν λάβει την κρίση που τους πρέπει.

Ποια είναι η άποψή σας για την ιταλική λογοτεχνία;
Οι περισσότεροι, το πρώτο πράγμα που σκέφτονται όλοι, είναι η Τετραλογία της Νάπολης της Φεράντε. Σίγουρα υπάρχουν ορισμένα βιβλία που έχουν πολυδιαφημιστεί. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός πως η ιταλική λογοτεχνία κρύβει θησαυρούς. Είναι πάρα πολλά τα έργα, τα οποία είναι ακόμη άγνωστα στην Ελλάδα, ιδίως από τον Μεσοπόλεμο και τα οποία είναι επηρεασμένα από την περίοδο του φασισμού. Οι δεκαετίες του 1920 και του 1930 υπήρξαν περίοδοι ζυμώσεων στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι της Ιταλίας. Ξεπήδησαν μεγαθήρια, μεταξύ άλλων ο Μοράβια ή ο Κασόλα. Τα πάρα πολύ σύγχρονα, ναι μεν τα παρακολουθώ, π.χ. γιατί κοιτάζω βραβεία, δεν είναι όμως όλα αξιόλογα. Παίζει μεγάλο ρόλο το μάρκετινγκ, όπως γίνεται και στην Ελλάδα. Μπαίνεις σ’ ένα site και διαβάζεις: «Τα εκατό καλύτερα που κυκλοφόρησαν φέτος» ή «Τα τριάντα καλύτερα αστυνομικά». Υπάρχει ένας μαξιμαλισμός αναφορικά με το βιβλίο. Και αυτό απαιτεί να διαθέτεις ένα κριτήριο, να είσαι λίγο συγκρατημένος στο ποιο βιβλίο θα επιλέξεις.

Πιάνετε στα χέρια σας την ιταλική έκδοση. Πώς κάνετε ελκυστικό το κείμενο για τον Έλληνα αναγνώστη;
Αποδίδοντας την ψυχή του συγγραφέα, όπως ακριβώς είναι. Είναι πολύ δύσκολη η ισορροπία, ανάμεσα στο ύφος και στην ακριβή απόδοση. Θυμίζει τεντωμένο σχοινί. Εκεί παίζει ρόλο και η εμπειρία, κάτι που δεν είχα στην αρχή, να το ομολογήσω. Στη μετάφραση ακολουθείς και λίγο το ένστικτό σου. Δοκιμάζεις, το διαβάζεις, κρατάς μια απόσταση, το ξαναδιαβάζεις. Τον τελικό λόγο τον έχουν οι επιμελητές, αλλά αν αφεθείς ελεύθερος, τότε, ναι. Βγαίνει ελκυστικό το κείμενο.

Πέρα από την άριστη γνώση μίας ξένης γλώσσας, πρέπει να χειρίζεσαι εξίσου καλά και τη μητρική;
Το να μη γνωρίζεις μία – δυο λέξεις, ή εκφράσεις στη γλώσσα που μεταφράζεις, υπάρχουν τόσα εργαλεία για τον μεταφραστή, ψηφιακά, ηλεκτρονικά λεξικά, που σε βοηθούν ανά πάσα στιγμή και ώρα να λύσεις οποιαδήποτε απορία. Το θέμα είναι πώς αποδίδεις τις… αποχρώσεις της γλώσσας. Είναι αυτό που λένε οι Ιταλοί «le sfumature». Μία λέξη μπορεί να σε βασανίζει ώρες, μερόνυχτα. Μου έχει τύχει να ξυπνήσω μες στη νύχτα και να πω: «Αυτό ήθελα να γράψω τελικά». Το γράφεις πρόχειρα σ’ ένα χαρτί και το πρώτο πράγμα που κάνεις, είναι να καταπιαστείς με αυτό. Υπάρχει ο μύθος ότι η ελληνική γλώσσα είναι η πιο πλούσια. Και οι άλλες γλώσσες έχουν τα δικά τους και σ’ εμάς είναι αμετάφραστα ή υπάρχουν εκφράσεις που έχουν έναν ψυχισμό και μία συναισθηματική φόρτιση ξένη προς τον Έλληνα. Αυτό λοιπόν, πώς το αποδίδεις; Θέλει λίγο μαεστρία, πονηριά, εμπειρία. Τώρα που είμαι στο τέταρτο βιβλίο, το κάνω με πολλή ηρεμία, γιατί δεν έχω άγνοια κινδύνου.

Άρα, το κλειδί που ανοίγει τον μαγικό κόσμο της μετάφρασης, είναι η εμπειρία;
Πρώτα απ’ όλα, είναι η αγάπη για τη λογοτεχνία. Ας το πάρουμε ως προαπαιτούμενο. Ποτέ κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι που δεν αγαπά. Από εκεί και πέρα, είναι ένας συνδυασμός παραγόντων, όπως και καλή γνώση τόσο της αρχικής γλώσσας, όσο και εκείνης που μεταφράζεις.

Άλλες δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξεις μπαίνοντας στον κόσμο της μετάφρασης;
Μια ωριμότητα, κοινωνική και πολιτική. Μπορεί να ακούγονται εκ του περισσού αυτά, αλλά νομίζω ότι έρχονται και κατασταλάζουν μες στο βιβλίο. Ειδικά όταν δεν μεταφράζεις κάτι ελαφρύ κι έχει από πίσω νοήματα, ακόμη και το επιφώνημα. Τα επιφωνήματα είναι μία αντιστοιχία, δεν είναι ακριβώς τα ίδια. Έχει και αυτό τη βαρύτητά του. Πολλή λεπτομέρεια…

Και για να καταστεί πιο βιωματική η διαδικασία;
Έχω δοκιμάσει τα ποτά και έχω καπνίσει τα τσιγάρα των πρωταγωνιστών, μόνο και μόνο για να μπω στο πνεύμα. Όλο αυτό είναι μία παράλληλη ζωή. Πρέπει να «ζεις» το έργο που μεταφράζεις. Αν δεν το βιώσεις, δεν μπορείς να το αγαπήσεις. Και όλα αυτά, μέχρι να πατήσω το «send» στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και στείλω το τελικό κείμενο στον εκδότη. Εκείνη τη στιγμή αποχαιρετώ τα «παιδιά» μου. Δεν γυρίζω να κοιτάξω πίσω. Τα αφήνω να «πετάξουν»…

Η δουλειά ενός μεταφραστή τυγχάνει της ανάλογης αναγνώρισης στη χώρα μας;
Είναι υποτιμημένο γενικότερα το έργο του μεταφραστή. Όπως και του επιμελητή στην Ελλάδα. Υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι στη χώρα μας, που δεν αξιώνουν να γράψουν έστω με ψιλά γράμματα το όνομα του μεταφραστή στο εξώφυλλο. Είναι τραγικό αυτό το πράγμα.

Φίλοι και γνωστοί μόλις πληροφορήθηκαν αυτή τη δραστηριότητά σας, τι είπαν; Ένιωσαν έκπληξη;
Ναι, αλλά για όσους με γνωρίζουν καλά, μάλλον δεν ήταν.

Αυτή την περίοδο με τι καταπιάνεστε;
Προέκυψε μία νέα συνεργασία με τις εκδόσεις «Μωβ Σκίουρος», με τον Σπύρο Παπαϊωάννου και τη σύζυγό του Χριστίνα Χαραλαμποπούλου. Μεταφράζω ένα έργο του Κάρλο Κασόλα, έναν μεταπολεμικό συγγραφέα στην Ιταλία, επηρεασμένο από το παρτιζάνικο κίνημα και τον πόλεμο. Η διλογία λέγεται «Το Σπίτι της οδού Βαλαντιέ». Πρόκειται για δύο μεγάλα διηγήματα, που γράφτηκαν το 1953 και το 1956 αντίστοιχα. Το πρώτο έχει τίτλο «Εξόριστοι» και το δεύτερο «Το Σπίτι της οδού Βαλαντιέ». Στην ουσία είναι το πριν και μετά μιας οικογένειας σοσιαλιστών στην Ιταλία από τα τέλη της δεκαετίας ’20, μέχρι και το 1945, λίγο μετά την απελευθέρωση. Από τον Κασόλα υπάρχει μια σκέψη από τις εκδόσεις «Κριτική», να βγει «Το κορίτσι του Μπούμπε», το πιο διάσημο βιβλίο του που γυρίστηκε ταινία με την Κλαούντια Καρντινάλε.

Εντοπίσατε ομοιότητες μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, στις εποχές που περιγράφονται;
Απίθανες. Απλά, έτυχε, να εκτονώνονται διαφορετικά στις δύο χώρες. Το δίπολο Αριστερά – Ακροδεξιά, ήταν σχεδόν πανομοιότυπο μέχρι και δεκαετία του 1980…

Κλείνοντας, θα ήθελα να μου πείτε εάν έχετε μπει στον πειρασμό να γράψετε το δικό σας βιβλίο…
Αυτό είναι μια ερώτηση που δέχομαι πολύ συχνά. Αν πραγματικά δεν έχεις κάτι να πεις, μην μπαίνεις στον πειρασμό να γράψεις. Θεωρώ ότι έχω ακόμη αρκετή δουλειά μπροστά μου, μέχρι να μου χτυπήσει αυτό το καμπανάκι.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το