Άρθρα

Δεν κατεβάζω το κεφάλι… δεν χρειάζεται

Του Διονύση Λεϊμονή

Ήταν τον πρώτο χρόνο που διορίστηκα σε σχολείο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, όταν με αφόρμηση κεφάλαιο της Γλώσσας Γυμνασίου, πήραμε να αναζητάμε με τους μαθητές μου στο διαδίκτυο προσωπικότητες, Έλληνες και ξένους με Αναπηρία, που κατόρθωσαν πολλά στη ζωή αποτελώντας πρότυπα προς μίμηση.
Δεν ήταν «προσωπικότητα» ο chrisxx.com, Χρήστος από τη Δραπετσώνα. Αλλά στο site του σταθήκαμε διαβάζοντας πως έχει δημιουργηθεί ολόκληρο με ένα track ball για ποντίκι από έναν 29χρονο με τετραπληγία. Η θεματική ποικιλία μεγάλη κι η δυσπιστία μας ακόμα μεγαλύτερη. Δεν χάσαμε ευκαιρία να τον «γνωρίσουμε» καλύτερα. Συνεννοηθήκαμε σχεδόν με τα μάτια.


Κι αρχίσαμε τις επαφές. Με μήνυμα αρχικά, έπειτα τηλεφωνικά, πολύ σύντομα, με επιστολή στη συνέχεια και πολύ πολύ γρήγορα, ένα Σάββατο βράδυ, θυμάμαι, βρέθηκα έξω από το σπίτι του με καρδιοχτύπι μέσα στην άγνοιά μου. «Να μην κατεβάσω το κεφάλι προς τα κάτω», έλεγα από μέσα μου, «Να μην δείξω ανόητο οίκτο, τι θα έχουμε άραγε να πούμε μετά τα τυπικά», σχεδόν μουρμούριζα χτυπώντας το κουδούνι και μέχρι να ανέβω τη σκάλα για τον πρώτο όροφο χαμογελώντας αμήχανα πίσω από την καλοσυνάτη, πολύ «τρεχάτη» μαμά του.
Ο Χρήστος με περίμενε με ένα φαρδύ πλατύ αφοπλιστικό χαμόγελο στο δωμάτιό του. Πήγα να χάσω τα λόγια μου στην αρχή. Αρκέστηκα στα τυπικά με προσποιητή άνεση «Τι κάνεις; Επιτέλους σε γνωρίζω από κοντά, σου φέρνω ένα γράμμα και μια φωτογραφία από τους μαθητές μου», τέτοια… Από νωρίς με περίμενε, έμαθα. Είχε καιρό να δεχτεί κάποιον φίλο στο σπίτι. Έκανε μπάνιο, χτενίστηκε, καλοντύθηκε λες και θα έβγαινε έξω, σαν να είχε γιορτή μετά από καιρό. Με περίμενε στο αμαξίδιο, σίγουρα με χτυποκάρδι κι εκείνος που το έκρυβε μια χαρά όμως. Τα λεπτά αμηχανίας κατόρθωσε να τα περιορίσει στο ελάχιστο εκείνος. Μιλώντας για όλα σαν να γνωριζόμασταν χρόνια… Πέρασε κάπου ένα δίωρο συνειδητοποιώντας πως ούτε μια στιγμή δεν έριξα το βλέμμα μου προς τα κάτω. Η ευφυία του, το χιούμορ του, η εναλλαγή θεμάτων, τα γέλια, τα πιο «σοβαρά» των συζητήσεών μας δεν μου επέτρεψαν ούτε μια στιγμή περιέργειας, οίκτου, «κολλήματος» απέναντι σε ένα παιδί που χείμαρρος σωστός έλεγε κι έλεγε κι έλεγε… Ένα παιδί που μου διηγήθηκε την περιπέτειά του σαν να μιλούσε για κάποιον άλλον, έναν γνωστό του.

Σαν να ήταν το χθες μια σελίδα κιτρινισμένη, φανερά όμως ο Χρήστος είχε γυρίσει σελίδα στο βιβλίο του κι έγραφε με πάθος και δύναμη το τώρα του. Έμαθα έτσι για ένα δεκαεννιάχρονο παιδί, μπασκεμπολίστα, ένα παιδί που έφτασε μια σειρά απροσεξίας του να τον πετάξει κάτω ένα φορτηγό κι από τότε να καθηλωθεί στο κρεβάτι με τετραπληγία. Έμαθα όμως πως αυτό το παιδί μετά από το δυνατό σοκ των πρώτων χρόνων επέλεξε να ζήσει ακόμα κι έτσι, να γράφει στον υπολογιστή, να συμμετέχει στα καθημερινά, να κάνει γνωριμίες, να ονειρεύεται. «Θα κάνω σχέση», μου είπε, «θα τα καταφέρω, θέλω να γίνω πατέρας»… Τον κοίταζα με θαυμασμό, τον άκουγα άναυδος, αλλά μετά το πρώτο δυνατό σοκ των πρώτων λεπτών επέλεξα να σταθώ στο ύψος της κατάστασης και το έκανα συνειδητά και με χαρά, πραγματικά.
Είχα τόσα να πω στους μαθητές μου γυρνώντας στον Βόλο για τον Χρήστο. Με περίμεναν κι εκείνα με ανυπομονησία να τους πω για την πρώτη μας συνάντηση. Πρώτα ήθελα να τους πω κι αυτό έκανα για τη δική μου αμηχανία και ταραχή και για του Χρήστου την «ετοιμότητα» ξαφνιάζοντάς τους όλους ευχάριστα. «Εγώ θα κατέβαζα το κεφάλι από ντροπή, κύριε», ψέλλισε ένας μαθητής.

Τώρα έπρεπε να τους πω τα δικά μου με πάσα ειλικρίνεια να καταλάβουν τα παιδιά. Να καταλάβουν πως όταν κάποιος είναι συνειδητοποιημένος με την κατάστασή του, αφοπλίζει τους πάντες. Πως η αναπηρία δεν αντιμετωπίζεται με φόβο και με δισταγμό παρά με τσαγανό. Πως η αναπηρία δεν «γιορτάζεται» εθιμοτυπικά μια φορά τον χρόνο και μετά το ξεχνάμε. Πως αν θα έγραφα ένα άρθρο για την αναπηρία θα το δημοσίευα με αφορμή την 3η Δεκεμβρίου αλλά μια άλλη μέρα, μια άλλη εποχή… «Και δεν κοιτάξατε τα πόδια του, πώς ήταν;», ρώτησε ένα κορίτσι γουρλώνοντας τα μάτια από παιδιάστικη περιέργεια.
«Δεν το κατέβασα ούτε μια στιγμή κορίτσι μου, να σου πω την αλήθεια το …ξέχασα», τής εκμυστηρεύτηκα χαμογελώντας πια ήρεμος πια, «δεν χρειαζόταν»…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το