Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Τα μαγαζιά στο Φαρδύ ήταν η ίδια η ιστορία των ανθρώπων. Όταν αυτοί έφευγαν από τη ζωή έμεναν τα κτίσματα και οι επιγραφές που δήλωναν το παρελθόν μιας άλλης πόλης. Απέναντι από το καφενείο του Γαρίτση, στη γωνία ήταν ένα άλλο καφενείο της οικογένειας Θανάση Γεωργουδάκη (αναφέρεται ως Γεωργούδας και Γεωργούδης). Ήταν ένα κτίσμα με μεγάλη ιστορία.
Ο Θανάσης γεννημένος στον Κασαμπά (Χατζηλέρι) της Μαγνησίας ήταν κτηματίας στον τόπο του. Από τον γάμο του με τη δασκάλα Όλγα Κεχαγιά απόκτησε δυο αγόρια, τον Σταύρο και τον Σπύρο.
Με τα θλιβερά γεγονότα του διωγμού η οικογένεια εκπατρίστηκε ακολουθώντας τη μοίρα χιλιάδων προσφύγων. Πάνω στην αναταραχή χάθηκε η αδελφή του, την άρπαξε ένας Τούρκος και αφέθηκε στην τύχη της μαζί με τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας.
Η φυγή δύσκολη μέσα σε κείνο τον εκπατρισμό γιατί η παραμονή του Θανάση στον τουρκικό στρατό τού άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της και κομμένα τα πόδια από τα γόνατα. Τον κουβάλησε όμως ο ανιψιός του Νικόλαος Κουλαξίδης με τη δύναμη του Θεού στο Κουσάντασι και το μεγάλο καράβι τους έφερε τυχαία στον Βόλο.
Σαν ήρθε η ώρα να πάρουν σπίτι τούς έλαχε το σπίτι της Παρασκευούλας Γαβριηλίδου, η οποία είχε εγκατασταθεί πριν έναν μήνα εκεί με τις εγγονές της. Το εγκατέλειψε όμως πρόθυμα για να πάρει το πίσω μέρος γιατί ήταν πολύ κέντρο και αυτή είχε κορίτσια να μεγαλώσει.

Μαθημένος ο Θανάσης να αγωνίζεται με την ωριμότητα του Μικρασιάτη με τα έξυπνα μάτια και το αστραφτερό μυαλό κατόρθωσε και πήρε γρήγορα άδεια καπνοπωλείου. Έτσι έστησε πρόχειρα στη γωνία έξω από το σπίτι ένα περίπτερο για να βιοποριστεί η οικογένεια.
Έβαλε ξύλινα ράφια και πάνω τους τοποθέτησε με σειρά όλες τις μάρκες των τσιγάρων σε μεγάλα κουτιά που τα πουλούσε χύμα.
Έβαλε όμως σιγά-σιγά και άλλα μικροπράγματα που μπορούσαν να αναλωθούν από τους γείτονες και τους μικροεπαγγελματίες. Το περίπτερο ήταν στο κέντρο του συνοικισμού και τραβούσε την πελατεία η εξυπηρέτηση ακόμη και για μικροπραγματάκι.
Τα παιδιά του Σταύρος και Σπύρος τελείωσαν το Δημοτικό και επειδή τα χρόνια ήταν δύσκολα μπήκαν στη βιοπάλη και εργάστηκαν στα καπνά. Όμως η δουλειά εκεί δεν τους ικανοποιούσε, ήθελαν να μάθουν μια τέχνη, έτσι ο Σταύρος έγινε τορναδόρος και ο Σπύρος μαραγκός (σύμφωνα με άλλη μαρτυρία υποδηματοποιός).
Σπυρί-σπυρί μάζεψαν τον μόχθο τον δικό τους και του πατέρα τους και το 1930 άλλαξαν τη διαρρύθμιση στο σπίτι και έκτισαν μια διώροφη οικοδομή με μεγάλη βεράντα και σιδερένια κάγκελα. Ειπώθηκε, πως όταν τα μαστόρια ξεκαλούπωναν τα μαδέρια, μαζεύτηκαν όλοι οι πρόσφυγες από το Φαρδύ στον δρόμο και περίμεναν να δουν αν θα στεκόταν το μεγάλο μπαλκόνι.

Οικογένεια Θαν. Γεωργουδάκη

Στον επάνω όροφο στεγάστηκε η οικογένεια και κάτω στο ισόγειο τα δυο αδέλφια, ώριμα πια, άνοιξαν ένα παντοπωλείο με την επωνυμία «Παντοπωλείον ο Σταύρος και ο Σπύρος».
Λίγο χάρηκε την προκοπή των παιδιών του ο Θανάσης και το 1932 πέθανε σε ηλικία 50 χρονών από πνευμονική φυματίωση προσδίδοντας μεγάλη πίκρα στην οικογένεια.
Έμεινε η κυρα-Όλγα να κάθεται στο μπαλκόνι του σπιτιού και να βλέπει το πηγαινέλα στον μεγάλο δρόμο και τα γλυκοκοιτάγματα των παλικαριών στα νεαρά κορίτσια του συνοικισμού.
Αρχόντισσα στον τόπο της με όλα τα βάσανα που είχε περάσει, κρατούσε τη γλυκιά μορφή, με τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου της και παρόλο που το σπιτικό της ήταν στο κέντρο, δεν κατέβαινε ποτέ από το μπαλκόνι της στον δρόμο.
Νοικοκυρά, καλή μαγείρισσα, άξια μάνα, κράτησε το σπιτικό της δεμένο και περιόρισε τον κόσμο της σε κείνα τα σιδερένια κάγκελα του μεγάλου μπαλκονιού που δεν της έκλειναν τους ορίζοντες και την άφηναν να ονειρεύεται.
Εργατικοί και καλοσυνάτοι οι αδελφοί Γεωργουδάκη, απείραγοι, κλεισμένοι στον κόσμο τους, δεν έκλειναν όμως τα μάτια στη δυστυχία των άλλων γύρω τους και ευεργετούσαν σιωπηρά, όπου μπορούσαν.

Δεν είχαν σκαμπανεβάσματα στην καθημερινότητά τους. Η μέρα τους περνούσε στο παντοπωλείο που ήταν γεμάτο από κάθε λογής προϊόντα, από τσουβάλια με όσπρια, κονσέρβες, ζάχαρη, μακαρόνια, όλα σε σειρά και με διάταξη έτσι που τα πιο εύχρηστα να είναι χαμηλά, ενώ τα άλλα ψηλότερα. Στις μεγάλες ξύλινες πόρτες του ήταν κρεμασμένα διάφορα ροφήματα δεμένα σε ματσάκια, τσιμπιδάκια για άπλωμα και κάτω ξύλινα τσόκαρα που φορούσαν οι νοικοκυρές. Ήταν από τα μεγαλομπακάλικα που τροφοδοτούσαν την αγορά.
Σαν έκλειναν αργά το μαγαζί και τοποθετούσαν πάνω στις ανοιγόμενες ξύλινες πόρτες τα «κανάτια τους», ανέβαιναν να ξαποστάσουν στο ζεστό σπιτικό τους και να ονειρευτούν τις επιθυμίες τους.
Στα χρόνια της Κατοχής το παντοπωλείο έκλεισε και άνοιξε αμέσως μετά την απελευθέρωση. Στο μεταξύ ο Σταύρος παντρεύτηκε τη Γαρυφαλιά, κόρη του κτηματία Απόστολου Καντόλα από το Διμήνι και από τον γάμο του απόκτησε τρία αγόρια, τους Θανάση, Γιώργο και Νίκο.
Παντρεύτηκε και ο Σπύρος και μετά τον γάμο του μετακόμισε στον Βόλο. Τα αδέλφια κράτησαν το παντοπωλείο και δούλεψαν μαζί μέχρι τους σεισμούς του 1955 περίπου. Μετά ο Σπύρος μεταδημότευσε στον Βόλο και έκανε δική του δουλειά, ενώ ο Σταύρος έμεινε στη Νέα Ιωνία και άνοιξε στον χώρο του παντοπωλείου καφενείο με την επωνυμία «Ο Σταύρος Γεωργουδάκης».
Περιποιημένος με την άσπρη καθαρή ποδιά και το χαμογελαστό πρόσωπο, οπλισμένος με πηγαίο χιούμορ καλωσόριζε τους πελάτες και με ευγένεια τους ρωτούσε – όταν δεν ήξερε – τι καφέ ήθελαν.

Η Γαρυφαλιά Γεωργουδάκη

Είχε καταφέρει να προσελκύσει την πελατεία του πρώην Μαυρομάτη, αλλά και μέρος του καφενείου του Νίκου Τσιλιγγίρογλου και η πελατεία του έγινε ποιοτική και ποσοτική…
Ήταν ανοικτό όλη μέρα από τα ξημερώματα ώς αργά το βράδυ, στέκι της εργατιάς που έκανε το αλισβερίσι της, έκλεινε τις δουλειές της, δημιουργούσε συντεχνίες.
Ήταν και στέκι των Εγγλεζονησίων, που όταν δεν πάλευαν με τη θάλασσα και τα στοιχειά της, όταν δεν ξεφόρτωναν τσουβάλια, έδιναν ραντεβού στο καφενείο πότε με ανασηκωμένα τα παντελόνια και τα πουκάμισα ανοιχτά και πότε ντυμένοι με τα γιορτινά τους ξέφευγαν από τη θάλασσα, απολάμβαναν τον καλό καφέ και κάπνιζαν τα σέρτικα τσιγάρα τους.
Ο Σταύρος ήταν φαινομενικά αμέτοχος στην προσωπική ζωή των πελατών και στην ταραγμένη πολιτική ζωή της εποχής εκείνης με τους «δεξιούς» και τους «αριστερούς». Καμάρωνε για τα αγόρια του και ονειρευότανε τη ζωή τους ως επιστήμονες.
Κάποια εποχή αγόρασε το μικρό σπιτάκι από δίπλα, του καλοαναθρεμμένου Θειριανού Σαπουντζή. Έμπορος καπνών ήταν στα Θείρα και είχε μεγάλη περιουσία και στην Ελλάδα συνέχισε το εμπόριο. Ήταν ομορφάντρας, γεροδεμένος που δεν περνούσε απαρατήρητος, ζούσε με την αδελφή του και παρέμεινε άγαμος.
Μετά τον θάνατό του, η αδελφή το πούλησε και ο χώρος του μαγαζιού επεκτάθηκε.
Ο Σταύρος κράτησε το μαγαζί για 30 περίπου χρόνια με τη μορφή «εντευκτηρίου» μέχρι τον χειμώνα του 1973 που πέθανε σε ηλικία 64 χρονών. Μαζί του σταμάτησε και η ζωή στο καφενείο. Σε λίγο άλλαξε χέρια, το νοίκιασε ο Μαστρογιάννης και συνέχισε τη ζωή του όπως παλιά με κείνες τις μεγάλες πόρτες που δίπλωναν και άνοιγαν τα καλοκαίρια, τους ήχους των ζαριών, τις φωνές των θαμώνων και τα… συννεφιασμένα όνειρα των καπνιστών.

Δίπλα ήταν το προσφυγικό του Θειριανού επίσης Γιάνγκου ή Γιαννακού Σκαλίδη (1863-1935). Θεοσεβούμενος άνθρωπος ήταν, αφού στα Θείρα ήταν νεωκόρος στην εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου της Κάτω Παναγιάς και όταν κτίστηκε στη Νέα Ιωνία η πρώτη Ευαγγελίστρια έγινε ο πρώτος νεωκόρος της και την υπηρέτησε από το 1926 ώς το 1935 που πέθανε. Όταν άναβε τα καντηλάκια με το λάδι μπροστά στις εικόνες ήταν πολύ προσεκτικός να μη λερώσει τον χώρο, αλλά και από σεβασμό να μη γυρίσει τα νώτα του στις εικόνες. Ακόμη ήξερε όλα τα τυπικά της εκκλησίας και σε κάθε μεγάλη γιορτή και στην Ανάσταση κουνούσε τον κεντρικό πολυέλαιο σταυροειδώς κατά το αγιορείτικο έθιμο.
Το σπίτι τους ήταν πολύ περιποιημένο, προσεγμένο, καθαρό και φιλοξενούσε τον μητροπολίτη Γερμανό όταν ερχόταν στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας στις μεγάλες γιορτές και χρειαζόταν λίγη ξεκούραση.
Ευγενικός και καλόκαρδος δεν αρνούνταν να βαφτίζει τα παιδιά όταν του το ζητούσαν και είχε βαφτίσει αρκετά τον αριθμό. Το τελευταίο βαφτιστήρι ήταν ο Γιάννης Κονταξής, ύστερα πέθανε σε ηλικία 72 χρονών και δεν πρόλαβε να βαφτίσει άλλα.
Τέσσερα ήταν τα αδέλφια της οικογένειας: Ο Ιωάννης (Γιάνγκος), ο Κυριάκος, η Ελένη και η Φραγγώ (Φραγγούλα).
Η Φραγγώ παντρεύτηκε τον Τζώρτζη Βέη και η Ελένη τον Κωνσταντίνο Κονταξή. Από τον γάμο τους απόκτησαν τον Στυλιανό, ένα αγόρι ακόμη και την Άννα, η οποία πέθανε στα Θείρα σε ηλικία 18 χρονών.

Κονταξής

Ο Κωνσταντίνος καταγόταν από το Κουσάντασι και ήταν ξυλουργός ονομαστός για την αξιοσύνη του στην κατασκευή και στις εσωτερικές ξύλινες σκάλες. Ο Στυλιανός με τον αδελφό του διατηρούσαν σιδηρουργείο στην πατρίδα, αλλά στον Βόλο εργάστηκε σε διάφορες μαστορικές δουλειές και στις καπναποθήκες.
Ο Κυριάκος ήταν εκτιμητής καπνών στα Θείρα από τους γνωστούς και οι καπνέμποροι του Βόλου μαθαίνοντας τις γνώσεις και την εμπειρία του τον προσέλαβαν και τον έστελναν στα καπνοχώρια της Μακεδονίας και της Βόρειας Ελλάδος να κάνει εκτίμηση των καπνών που αγόραζαν. Έμεινε ανύπαντρος, όπως και ο Γιάνγκος και έμεναν μαζί στο προσφυγικό της οδού Σινώπης.
Και δίπλα τους ήταν το βιβλιοπωλείο-αρωματοπωλείο του Άνθιμου Τσιπνή, του ανθρώπου που σφράγισε, σηματοδότησε με την παρουσία του το άρωμα και τις ενέσεις στη Νέα Ιωνία.
Πηγές: Προσωπικές εμπειρίες, Μανώλη Παρασκευά, Γιάννη Κονταξή, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924», 2013, εφ. «Θεσσαλία», Β. Γιασιράνη-Κυρίτση «Καφενείον ο Σταύρος Γεωργουδάκης», 31 Μαρτίου 2002.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το