Θ Plus

Χρύσω Ευρυτανίας – Το χρυσό μετάλλιο της ορεινής Ελλάδας

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί
στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτος βάτος
Οδυσσέας Ελύτης, ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

Είναι ασφαλώς η πιο άγρια πιο αυθεντική μα και η πιο πολυσχιδής σε μορφολογία και παρθενικότητα περιοχή της χώρας.
«Είναι κάποια βουνά», γράφει ο Μυριβήλης, «που ερμηνεύονται μέσα μας περισσότερο με τη μουσική, παρά με τη ζωγραφική ή τη λογοτεχνία». Πράγματι όταν αντικρίζεις τα βουνά της Ευρυτανίας έχεις την πολύ δυνατή εντύπωση ότι βλέπεις πυργωμένη μπροστά σου την Ένατη Συμφωνία…
Είναι σα ν’ ακούς με την όραση. Διασχίζοντας αυτά τα βουνά σε πλημμυρίζουν οι ανατριχιαστικές Συμφωνίες του Μπετόβεν… Ηρωική και Ποιμενική μαζί…
Δε χρειάστηκε να σκαρφαλώσουμε σε καμιά κορφή. Όλες τις περάσαμε από κάτω. Μια προς μια. Κι ήταν με τη σειρά που τις διασχίσαμε: Βελούχι, Περδικόβουνο, Άνεμος, Καυκί, Μάραθος, Κόψη, Προσηλιακό, Μορφοράχη, Καρνόπη, Σβώνη, Πουλί και Ίταμος. Αδύνατο να εκφραστούν δίχως τη μουσική του Μπετόβεν…
*
Η Χρύσω, η Βίνιανη, ο Αϊ-Δημήτρης, τα γεφύρια, ο Ταυρωπός, οι παραπόταμοι, τα φαράγγια, οι κρημνοί, τα φυσικά μνημεία, όπως και οι ελάχιστοι Άνθρωποι (με κεφαλαίο Άλφα) που κοσμούν τη φυσική παστάδα των ερημότοπων αυτών με την επιμονή τους να τηρούν ανοιχτές και βιώσιμες Θερμοπύλες σε τούτα δω τα αρσενικά βουνά, είναι μερικά από τα ενδεικτικά τιμαλφή της οξωπεταμένης τούτης χώρας.
Όταν παίρναμε την απόφαση να αναλωθούμε σε ένα εξαντλητικό οδοιπορικό μακριά και πέρα από τη ζωή των συμβασιούχων της τρέλας, δεν ξέραμε πού και πώς θα καταλήγαμε ύστερα από τη γνωριμία με το πιο άγριο κι ανόθευτο κομμάτι της Ελλάδας.
Η Βίνιανη, η Χρύσω, η Δάφνη, η Μαυρομμάτα, ο Άγιος Δημήτριος και η Γάβρινα ήταν ψηφίδες ενός κομματιού που εξύφανε η τρανή μας πορεία ανάμεσα στις σφηνωτές παγίδες του αδούλωτου Ευρυτανικού ψηφιδωτού.
Γιατί παγίδες κρύβουν οι επικίνδυνες διαδράσεις, τα κατασχίσματα κι οι κατολισθήσεις των κρεμαστών λοφίων της βουνίσιας ενδοχώρας. Πρόκειται για μια διάβαση του αδιάβατου και μια περιδίνηση στο ατέρμονο ορεινόγραμμα ενός τοπίου που στο κάθε μας βήμα νιώθαμε να βγαίνουμε από το ένα παράθυρο της Ευρυτανικής κοσμοχαλασιάς στο άλλο καταπληγωμένοι με τη μια παγίδα να διαδέχεται την άλλη.
Γιατί από τέτοια χόρτασε το μάτι, το πόδι και η ψυχή μας, σε όλο, μα σε όλο το χοροστάσι των βημάτων που επιχειρήσαμε.
*

Φυσικοί καταρράκτες στον Ταυρωπό

Είναι αλήθεια πως ο Έλληνας έχει μιαν ιδιαίτερη σχέση με την αίσθηση του περιβάλλοντος, το ότι αισθάνεται και προσλαμβάνει δηλαδή με βάση ένα ειδικό κριτήριο αισθαντικής αντίληψης τον ανώτερο μα και τον περιούσιο κόσμο της ελληνικής πραγματικότητας.
Περιούσιο ή και ανώτερο τον κάνει η πρόσφυσή του με το χώμα, το νερό και τον αέρα που αναπνέει, γιατί αυτά τα στοιχεία του ενδυναμώνουν την αντίληψη περί ιερότητας και καθαρής γεωμετρίας του χώρου που πατάει, ζει και πεθαίνει.
Αυτή δα η αισθαντικότητα που τον χαρακτηρίζει απορρέει από τις αυτόχθονες ιδιότητες της Ελλάδας. «Οι Έλληνες είναι διαφορετικοί», γράφει ο Ελύτης, «διότι ζουν στην Ελλάδα».
Πόσοι όμως Έλληνες ζουν σήμερα στην Ελλάδα; Πόσοι, θέλω να πω, τολμούν να ζήσουν με το δισκοπότηρο της μοναξιάς και της αυτοεγκατάλειψης στην εμπόλεμη ζώνη της βουνίσιας αυτής ερημιάς;
*
Δεν είμαστε πρωτοπόροι μηδέ ιχνηλάτες του ακραίου και του δύσβατου σκηνικού της ορεινής χώρας. Είμαστε όμως αποφασισμένοι να δρέψουμε αγωνίες και καρδιοχτύπια, καταδύσεις και ανώσεις στον κόσμο του πετραίου συστήματος.
Με πρόχειρο μολύβι πήραμε να σχεδιάζουμε τον προγονιαίο θύλακα της απώτατης καταγωγής μας. Κι αμέσως μετά πήραμε να περιπλανιόμαστε στην κληρονομική μας ιστορία. Την ιστορία του ελληνικού τοπίου…
Γυρίζουμε λοιπόν στα προγονικά κτήματα, στα περιβόλια της παιδικής μας τέρψης, στα νησιά και τις κοιλάδες των παππούδων Θαλή, Ησίοδου και Ορφέα που δοκιμάστηκαν στα κύματα της γνώσης της γης και της αρμονίας.
Γυρίζουμε λοιπόν στα πατρικά χώματα, στα νερά και τα βράχια της ιστορικής μνήμης που δεν είναι άλλα από τα βουνά, αυτά τα θεμέλια που συγκρατούν τον κόσμο μέσα στο ασφυχτικό σύστημα του φυσικού περιβάλλοντος.
*
Ξεκινήσαμε έξι το πρωί μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. Μας φώτιζε, λίγο η αυγή της άγνωστης πατρίδας που θ’ ατενίζαμε, λίγο η χαραμάδα μιας αγωνίας για το μυστηριώδες και λίγο το φως μιας οραματικής ανατολής και να έδεσε το σιρόπι και βγήκαμε στο μεϊντάνι του Ευρυτανικού κρατήρα.
Η πατρίδα – αυτό το περίεργο γλυκό – σιρόπιασε και μας μπούκωσε με λόγια τραχιά, δρομαία κι αντρίκια.
Ορίσαμε ως άξονα περιήγησης το βαθύπεδο του Ταυρωπού. Βραχήκαν οι πατούσες μας. Μουσκευτήκαμε καθώς το νερό του μπήκε μέσα μας.
Η έμπαση στον κόσμο του πραγματικά παρθένου και αυθεντικού έγινε από τη Βίνιανη. Την Παλιά Βίνιανη εννοώ που κρατάει ακόμη γερά, παρά τις κατολισθήσεις και τους σεισμούς, τα σπίτια της δεμένα στης γης το παλαμάρι.
Τα δάση του Ταυρωπού ένα εξαίσιο υφαντό από έλατα, σφεντάμια και δρυς, καθώς το όργωνε ο αέρας και τόπλεκε με την ψιλοβελονιά του το κελάρυσμα του ποταμιού φιλοτεχνούσε για χάρη μας την εισαγωγή σε ρε μείζονα μιας μουσικοζωγραφικής σύνθεσης που μονάχα οι μουσουργοί θα μπορούσαν να οραματιστούν και να συλλάβουν…
*

Το ασκηταριό του Οσίου Σεραφείμ στη Χρύσω

Η Βίνιανη ήταν το ορεκτικό σε αυτή την ατέλειωτη διεργασία αποκάλυψης των ψηλών βουνών. Τα ιδιόμορφα κτίσματα που αντιγράφουν οι αρχιτέκτονες της Εσπερίας, τα πετρόχτιστα μνημεία, τα μπαλκόνια στον λιόχαρο άξονα του Μέγδοβα, το Σχολειό που έγινε το πρώτο στέκι συνάντησης όλων των Ελλήνων και όπου συγκροτήθηκε η πρώτη κυβέρνηση βουνού, ο «Άνεμος» και το «Καυκί» από πάνω της, που έπαιζαν με το ουράνιο βιολί τους στην ορχήστρα της βουνίσιας θάλασσας.
Για νάρθει καπάκι η κάθοδος στον Ταυρωπό και στον οικισμό Κοτίνισα (οικισμός του ενός σπιτιού), όπου η παλιά γέφυρα της Δάφνης και τα δίδυμα χωστά γεφύρια του Γαβρενίτικου ρέματος, μια όαση απολεσμένου παραδείσου.
Κι από κοντά ο ανήφορος στον αθέατο από θεούς και δορυφόρους οικισμός της Χρύσως, ένα δώρο της θείας φύσης, σφηνωμένο στον άγιο κόρφο των ψηλών κορυφών, των βαθιών φαραγγιών των αέναων πηγών και της βοτανικής χλωρίδας.
Θέ μου, τι ουρανόψηλες κορφές ήταν ετούτες που αντίκριζαν τα μάτια μας. Τι θάμπος – λάμπος ήταν αυτό; Τι δέντρα που κρεμάζονται σαν ρωμαλέα φίδια από τις ολόγερτες πλαγιές; Μια μυθική ατμόσφαιρα που μόνο στην Ελλάδα μπορείς να τη δεις και γι’ αυτό κανένας Έλληνας δεν τη βλέπει.
Αδύνατο να εκφραστεί εδώ μέσα σε αυτή τη χούνη των θαυμάτων η βιονική παλέτα των θείων και ανθρώπινων κατασκευών που αφαίρεσαν από τη λέξη «άγριο» τον στόμφο του χυδαίου και του ευτελούς.
Η Χρύσω είναι ένα αριστούργημα της ανθρώπινης οικιστικής σύλληψης που τιμά την έμπνευση και την τόλμη του ανυπότακτου Έλληνα να τιθασέψει το πιο άγριο στοιχείο του εαυτού του και μετά να το ημερώσει με τις ψηφίδες αυτές και τα πηγαία του αγαθά, πετυχαίνοντας μιαν ιδανική εξανθρώπιση του τοπίου και της δυσπλασίας του βουνού.
Πόσοι άνθρωποι πέρασαν από μπροστά μας για να μας κεράσουν το νέκταρ της καλοσύνης, της αγαθότητας και της αμεροληψίας τους στον κάθε καλοδεχούμενο ξένο που θα πατήσει το λημέρι τους.
Κανένας μα κανένας δεν μας ερώτησε πούθε ερχόμαστε, ποιοι είμαστε, πώς τολμήσαμε, πώς μας λένε ή μήπως κουζουλέψαμε και πατήσαμε τις χωσιές των λύκων και των γκρεμών τα χαράκια.
Πριν από το μοναδικό αυτό χωριό της Ευρυτανίας συρθήκαμε με τα σφυρά και τα γόνατα πάνω σε δυο τσουλήθρες – πραγματικές τσουλήθρες – για ν’ απολαύσουμε την ομορφιά των δυο περίφημων γεφυριών της Χρύσως. Το πάνω και το κάτω γεφύρι. Κι ύστερα το σαν ασκηταριό ανάερο ξωκλήσι του Όσιου Σεραφείμ, ο τριπλός ορεινός θύλακας των λόφων που στεφανώνει τη Χρύσω σφραγίζοντας τη μεγαλοσύνη της με τα απόκρημνα πέδιλα του βουνού.
Κι έπειτα ο σαραντάρης Κώστας Μούτσελος που άφησε το Αγρίνιο για να ζήσει σε αυτή τη χωσιά των Αγράφων συντηρώντας το ταβερνάκι στην πλατεία, βρέξει χιονίσει, ο ογδοντάχρονος Δημήτρης Νικόπουλος που ζει με την αδερφή του στον μονόσπιτο οικισμό της Κοτίνισας κι είναι εντελώς ευτυχής, ο Νικόλας, ο σύμβουλος του Οικισμού που τρέχει πότε δεξιά και πότε αριστερά – μα πάντα καταπάνω στις κορφές της Νιάλας – για να συγκρουστεί με την «εξέλιξη» που έρχεται ραγδαία – μακριά οι κεραίες κύριοι και οι ανεμογεννήτριες από τα ουράνια των Αγράφων – ο κτηνοτρόφος του Αϊ-Δημήτρη που ανεβοκατεβαίνει τις σάρες των γυψόλιθων και των κρυσταλλικών ορθοπλαγιών ανεμίζοντας το φλάμπουρο μιας ακατανόητης «ισορροπίας του οικοσυστήματος» δίχως να καταλαβαίνει – ο δόλιος και ο αδαής – τι να σημαίνει η φράση αυτή…
*
Δεν γράφεται μια πραγματεία για τα βουνά των Πίσω Αγράφων και των ακόμη παραπίσω, τ’ αποκλεισμένα από τους θύλακες του πολιτισμού, τα εξαερωμένα και εξαϋλωμένα βουνά της Χρύσως, της Δάφνης, της Μαυρομάτας, του Αϊ-Δημήτρη και της Γάβρινας, σε μια μονογραφία της μιας σελίδας, γιατί τα βουνά αυτά είναι ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ, από μόνη της και δεν μπορούν – ευτυχώς που δεν μπορούν ακόμη – να την ανακαλύψουν οι κυριακάτικοι περιηγητές του «ωραίου» τάχα και του «αληθινού»…

12-10-2019

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το