Πολιτισμός

Χρήστος Φώτου “Η διάσωση της ιστορικής μνήμης ταυτίζεται με τον πολιτισμό της τοπικής κοινωνίας”

 

 

«Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου», τίτλος του βιβλίου σας με υπότιτλο «Οι Βλάχοι, το Μιτζηντέη και οι οπλαρχηγοί Πιναίοι». Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
Αρχικά γίνεται αναφορά στον πολιτισμό των Βλάχων της περιοχής της Βόρειας Ηπείρου, που αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο της βαλκανικής και συνακόλουθα της ελληνικής ιστορίας. Οι Βλάχοι αυτοί αυτοαποκαλούνται «Ρεμένοι». Η βλάχικη γλώσσα τους συνδέθηκε με την ταυτότητά τους και αποτέλεσε το διακριτικό γνώρισμα σε σχέση με τους άλλους ορεσίβιους νομαδοκτηνοτρόφους (Σαρακατσάνους κ.λπ.). Δεν θα μπορούσε, επίσης, να μην γίνει αναφορά στον τόπο προέλευσής τους, τη Φράσερη Πρεμετής. Επίσης, επισημαίνουμε την προσήλωση των Βλάχων στην Ορθοδοξία, που κατεξοχήν τιμούν την Αγία Παρασκευή, γι’ αυτό και τιμάται με ιερούς ναούς σε όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια. Ενώ αποκαλούν όλους τους αγίους με το «Αϊ», για την Αγία Παρασκευή και τη Θεοτόκο Μαρία χρησιμοποιούν το «Στα», την Αγία Παρασκευή αποκαλούν «Σταβίνερι» και την Παναγία «Σταμαρία» Το «Στα» λατιν. Sta προέρχεται από το λατινικό Sanctus – a (άγιος, αγία).
Ξεχωριστή θέση κατέχει η αναφορά μας στο πατρογονικό μας χωριό, το Μιτζηντέη (σημερινό Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου), όπου το πρώτο πέτρινο σπίτι που κτίστηκε ήταν του Γεράση Πίνα (πρώτου τσιόκου του χώρε μπηγκέ Γεράση Πίνα), πατέρα των οπλαρχηγών Νάσου και Πύλιου Πίνα, το οποίο σπίτι διατηρείται έως σήμερα. Πρέπει να τονίσω ότι η συνεχής αναφορά στο Μιτζηντέη και όχι στο Κεφαλόβρυσο έχει να κάνει με το γεγονός ότι η έρευνα επικεντρώνεται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας έως και πριν τη μετονομασία σε Κεφαλόβρυσο (1928). Αναφερόμαστε επίσης στον αγώνα των Ηπειρωτών εναντίον των Τούρκων και στη θυσία πολλών από τους προγόνους μου οπλαρχηγών Πιναίων, κατά την επανάσταση του 1878 στην Ήπειρο, στο Λυκούρσι, στους Αγίους Σαράντα της σημερινής Αλβανίας. Αυτά βέβαια δεν θα μπορούσαν να εξιστορηθούν χωρίς αναφορά στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής.
Αναφορά επίσης γίνεται στην ξεχωριστή τους ενδυμασία, αφού ως αυστηρά κλειστές κτηνοτροφικές κοινωνίες, διατήρησαν μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, με απόλυτο σεβασμό και αυστηρότητα την παλιά ενδυμασία τους, δηλαδή μάλλινες βαριές σιγκούνες – τσιπούνια και υφαντά κεντημένα πουκάμισα, συνοδευόμενα με παλαιότερους τύπους κεφαλόδεσμου (τσιουπάρι). Το πολυφωνικό τραγούδι, αποτελεί επίσης ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του αρβανιτοβλάχικου πολιτισμού, αφού αυτού του είδους η πολυφωνία, όπως αναφέρουν οι μουσικολόγοι, αντιπροσωπεύει το τρίφωνο πολυφωνικό τραγούδι, τύπου μίμησης, των Βλάχων της Βόρειας Ηπείρου.

Ποια ήταν η αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου;
Καταρχήν πρέπει να επισημάνω ότι η ενασχόλησή μου με την ιστορία γενικά και την τοπική ιστορία ειδικότερα έρχεται από πολύ παλιά, από το 1990 όταν συστήσαμε το Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας (ΔΗΚΙ) του Δήμου Βόλου, επί Δημαρχίας Δημ. Πιτσιώρη, το οποίο διαπρέπει μέχρι σήμερα με τη δημιουργία του Μουσείου Πόλης του Βόλου και τις σημαντικές εκδόσεις του, στις οποίες υπάρχουν και μελέτες μου. Όσον αφορά στο βιβλίο, από μικρός άκουγα από τους γονείς μου, ειδικά από τη μητέρα μου και τα αδέλφια της, να μιλούν για το Μιτζηντέη (σήμερα Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου), αν και κανένας τους δεν είχε μεγαλώσει σ’ αυτό. Οι ιστορίες, που μου διηγείτο η μητέρα μου Ευαγγελία Πίνα, δισέγγονη του Νάσου Πίνα, για το ένδοξο παρελθόν των προγόνων μας, των Πιναίων, κέντριζε πάντα το ενδιαφέρον μου, γι’ αυτό και ένα μέρος του πονήματος αυτού προέρχεται από προφορικές μαρτυρίες της μητέρας μου και των αδελφών της, οι οποίες επιβεβαιώνονται από ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης. Αυτό το πόνημα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα χρέος, μία προσφορά στην ιστορική μνήμη, για να αναδειχθεί η ιστορία των Πιναίων, που έδωσαν όχι μόνο την περιουσία τους, αλλά και τη ζωή τους στον αγώνα της ανεξαρτησίας της χώρας μας, κατά την επανάσταση για την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1878.

Ποιοι ήταν οι Πιναίοι, των οποίων το επίθετο και φέρετε;
Οι Πιναίοι ήταν ένα μεγάλο μιλέτι (σόι θα λέγαμε σήμερα), που ήταν οι πλούσιοι τσελιγγάδες της περιοχής στο Μιτζηντέη και στη Βόρεια Ήπειρο. Ήταν τόσο μεγάλη η αρχοντιά και ο μύθος των Πιναίων τσελιγκάδων, που λέγαν οι γυναίκες στο Μιτζηντέη: «Ας με λέγαν Κωτσουπίνα και ας πέθαινα απ’ την πείνα». Τη δεκαετία 1870 – 1880 αρχιτσέλιγκας των Πιναίων στο Μιτζηντέη ήταν ο Νάσος Πίνας. Όπως μου έλεγε η μητέρα μου ήταν τόσο τολμηρός και αποφασιστικός, που όπως λέγανε στο χωριό: «Νάσου Πίνα καντ σμπουρά Μιτζηντέη τρεμπουρά!». «Όταν μιλούσε ο Νάσος Πίνας έτρεμε το Μιτζηντέη!». Ο Νάσος Πίνας, με όλο το μιλέτι του, μαζί και άλλοι Βλάχοι (Ντουκαίοι, Νασαίοι, Ναναίοι, Τσεπαίοι κ.ά.) από το Μιτζηντέη, πρωτοστάτησαν στην επανάσταση του 1878 στην Ήπειρο. Τον Φεβρουάριο του 1878, όπως αναφέρει και ο Μιλτ. Σεϊζάνης, στο βιβλίο του, ο Νάσος Πίνας, επικεφαλής καπετάνιος των εξεγερμένων Βλάχων, ανέλαβε να αντισταθεί στον τουρκικό στρατό που κατέβαινε από τις περιοχές Πρεμετής και Αργυροκάστρου προς τους Αγίους Σαράντα, όπου ήταν το Λικούρσι, κέντρο της εξέγερσης. Πήρε τα παλικάρια του γύρω στα διακόσια άτομα και ταμπουρώθηκε κοντά στη Δρόβιανη. Ο τουρκικός στρατός για να κατέβει στο Λικούρσι έπρεπε να περάσει από την Κιάφα της Μουζίνας και την Κοιλάδα της Μπίστρισας. Εκεί, στην πλαγιά πάνω από το πέρασμα στην Κοιλάδα της Μπίστρισας, το ασκέρι των Πιναίων έδωσε τη μεγάλη μάχη. Η αποστολή του ήταν να καθυστερήσει τους Τούρκους κάποιες ώρες, το πολύ μια μέρα. Αυτό φάνταζε απίθανο, επειδή ο τουρκικός στρατός που κατέβαινε ήταν πάνω από 1.000 άτομα. Στα τραγούδια που έχουν διασωθεί αναφέρεται πως ήταν δύο πασάδες. Η καθυστέρηση αυτού του στρατού ήταν απαραίτητη, ώστε να προλάβουν να οργανώσουν καλά την αντίσταση στο τελικό σημείο σύγκρουσης, στο Λικούρσι και στο ομώνυμο φρούριο – κάστρο. Ο Νάσος Πίνας, ο αδελφός του Πύλιος Πίνας, τα ανίψια τους, ο Πέτρος, παιδί του αδερφού τους Κίτσου, ο Μηνάς παιδί του αδελφού τους Φώτου, ο Θόδωρος παιδί του αδερφού τους Δήμου Πίνα, και ο Βασίλης παιδί του Γιωργάκη Νάσου, βαφτιστικός του Νάσου Πίνα και οι άλλοι Βλάχοι από το Μιτζηντέη, σταμάτησαν όλον αυτόν τον στρατό για τρεις μέρες. Στη Ράχη της Δρόβιανης έγινε η μεγάλη μάχη, όπου πολλοί σκοτώθηκαν και όσοι γλίτωσαν οπισθοχωρώντας, κλείστηκαν στο οχυρό του Λικουρσίου μαζί με τον μεγάλο όγκο των εξεγερμένων και έδωσαν την τελική μάχη. Δυστυχώς από τους Πιναίους σώθηκε μόνο ο Νάσος Πίνας, ενώ ο Πύλιος Πίνας, ο Πέτρος Πίνας, ο Μηνάς Πίνας, ο Θόδωρος Πίνας και ο Βασίλης Νάσος σκοτώθηκαν. Η μάχη της Δρόβιανης τυλίχτηκε από τον θρύλο και τραγουδήθηκε από όλες τις φυλές της ευρύτερης περιοχής, Γκραίκους, Βλάχους και Αρβανίτες. Στα ελληνικά διασώθηκαν οι στίχοι: Γεια σου Πύλιο Πίνα Καπετάνι, που μας άφησες τη στάνη μας επήγες στα βουνά, να μας φέρεις λευτεριά. Ποιος τα κάνει όλα τούτα, Πύλιο Πίνα – Πάνο Ντούκα. Μες στη Δρόβιανη τη ράχη, Πύλιο Πινα κάνει μάχη. Όλη μέρα τους κτυπούνε, μα οι δυο τους δεν ακούνε. Πολεμούν με λεβεντιά, μας τους χτυπήσαν μπαμπεσιά. Τους λεβέντες δεν ξεχνούμε. Στη ζωή τους μολογούμε.

Πού βασίσατε τη μελέτη σας και πόσος χρόνος χρειάστηκε για τη συλλογή του υλικού;
Πραγματικά χρειάστηκε πολύς κόπος και χρόνος, αν αναλογισθούμε μάλιστα ότι παράλληλα υπάρχει και η κύρια ενασχόλησή μου, η δικηγορία. Η μελέτη αυτή βασίστηκε στη βιβλιογραφική έρευνα, στην αρχειακή έρευνα και τις προσωπικές μαρτυρίες συγγενών μου. Οι εντυπώσεις των ξένων περιηγητών, την περίοδο 1800 – 1910, του W.M Leake, του G. Weigand, του L. Heuzey, του Alan Wace και του Maurice Thomson, που έχουν καταγραφεί σε βιβλία των χωρών τους αποτέλεσαν σημαντική πηγή και προσέφεραν πολύτιμες πληροφορίες για την καταγραφή των ηθών και εθίμων των Βλάχων, των ασχολιών και επαγγελμάτων τους, ενώ πολλές πληροφορίες συνέλεξα από τους χαρτογράφους της εποχής J. Arrowsmith και H. Kiepert, στους χάρτες των οποίων καταγράφονται οι εγκαταστάσεις των Βλάχων.

Γιατί η Μοσχόπολη αναφέρεται ιδιαίτερα από τους Βλάχους;
Η Μοσχόπολη αναφέρεται ιδιαίτερα από τους Βλάχους, επειδή μιλούσαν αποκλειστικά τη βλάχικη γλώσσα και διέπρεψαν εκεί πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Την αποκάλεσαν «Θεοφρούρητη», θεωρείτο η «Ιερουσαλήμ των Βλάχων», κατ’ άλλους «Αθήνα της Τουρκοκρατίας» ή «Παρίσι της Ανατολής» και αναγνωρίστηκε ως ένα κοινωνικοοικονομικό πρότυπο ανάπτυξης. Στην ακμή της δημιουργήθηκαν συντεχνίες (ρουφέτια), αναπτύχθηκαν οικογενειακές βιοτεχνίες, οι οποίες εξήγαγαν τα προϊόντα τους στη Βενετία και στην Αυστροουγγαρία (Βιέννη, Βουδαπέστη), με αποτέλεσμα κάθε οικογένεια να διαθέτει το δικό της οικοτεχνικό εργαστήριο υφασμάτων και νημάτων, που παρήγαγε και εξήγαγε τα προϊόντα του, όπως φανέλες, βελέντζες, κάπες, χαλιά και άλλα μάλλινα προϊόντα, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε η σιδηρουργία, η χαλκουργία και η χρυσοχοΐα. Η οικονομική ευμάρεια της Μοσχόπολης προκάλεσε ζωηρή πνευματική κίνηση και δημιουργήθηκε η περίφημη «Νέα Ακαδημεία», που αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα πνευματικά ιδρύματα του υπόδουλου Γένους. Η πλούσια βιβλιοθήκη και το τυπογραφείο, που διέθετε, σε συνδυασμό με το συγγραφικό και διδακτικό έργο πολλών επιφανών λογίων, όπως ο Θεόδωρος Καβαλλιώτης, ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης και άλλοι, μετέτρεψαν την πόλη σε κέντρο του ελληνικού διαφωτισμού, που είχε ως σκοπό τη διάσωση της ορθοδοξίας και της ελληνικής ταυτότητας. Πολλοί ήταν αυτοί που ευεργέτησαν την πατρίδα μας. Από τους Μοσχοπολίτες που διέπρεψαν στη Βιέννη, η σημαντικότερη ήταν η οικογένεια Σίνα. Από τις αρχές κιόλας του 19ου αιώνα, ο οίκος των Σίνα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους τρεις μεγαλύτερους τραπεζικούς οίκους της Αυστρίας και έλαβε από τον Αυτοκράτορα την άδεια να χρηματοδοτήσει τον πρώτο σιδηρόδρομο της Μοναρχίας και την ατμοπλοΐα του Δούναβη. Ο Σίμων Σίνας ήταν εκείνος που δημιούργησε τον πλούσιο εμπορικό οίκο και το έργο του επεξέτειναν με μοναδικό τρόπο ο γιος του Γεώργιος και ο εγγονός του Σίμων. Ο Γεώργιος, μάλιστα, διατέλεσε πρώτος γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην Αυστρία από το 1834. Μετά τον θάνατό του, τη θέση του πήρε ο Σίμων Σίνας ο νεότερος (1810 – 1876), ο οποίος πολιτογραφήθηκε Έλληνας, ανέλαβε τη θέση του πρέσβη και συνέχισε το ευεργετικό έργο του πατέρα του τόσο στην Ουγγαρία, όσο και στην Ελλάδα, χρηματοδοτώντας την ανέγερση της Ακαδημίας Αθηνών, του Οφθαλμιατρείου, του Αστεροσκοπείου κ.ά. Δυστυχώς η καταστροφή του 1769 επέφερε το τέλος της, ολόκληρα χωριά καταστράφηκαν και οι κάτοικοί τους διασκορπίστηκαν σε Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και Αλβανία.

Πόσο σημαντικά είναι τα βιβλία ανάλογης θεματολογίας στη διάσωση της ιστορικής μνήμης κάθε τόπου;
Η διάσωση της ιστορικής μνήμης ταυτίζεται με τον πολιτισμό της τοπικής κοινωνίας. Όταν χάνεται η ιστορική μνήμη χάνεται και ο πολιτισμός της και έχουμε τέτοια παραδείγματα στην περιοχή μας, όπως το κάστρο του Βόλου και την εξαίσια παραλία του Βόλου, που κατεδαφίσαμε, το τρενάκι, που το εξορίσαμε για να κάνει τη διαδρομή Λεχώνια – Μηλιές κ.ά.).

Ανακαλύπτοντας και τιμώντας τις ρίζες μας ποιον σκοπό επιτελούμε;
Η τιμή που οφείλουμε στους προγόνους μας, που θυσιάστηκαν για την πατρίδα, οδηγεί στην υποχρέωσή μας να υπερασπιζόμαστε τα ιδανικά για τα οποία αγωνίστηκαν και ο σκοπός που οφείλουμε επιτελούμε είναι η ενημέρωση των νεότερων, να κατανοήσουν δηλαδή ότι τίποτε δεν χαρίζεται χωρίς αγώνα.
Γνωρίζοντας, λοιπόν, ότι οι πρόγονοί μας έχουν χάσει όχι μόνο την περιουσία τους αλλά και τη ζωή τους για την απελευθέρωση της πατρίδας μας έχουμε ηθικό χρέος να διαφυλάξουμε τις αρχές, τις αξίες και τον πολιτισμό μας από κάθε τυχάρπαστο, που βρέθηκε στην εξουσία με αποκλειστικό σκοπό το προσωπικό του όφελος και κέρδος. Πρέπει δηλαδή να είμαστε θεματοφύλακες της κληρονομιάς που μας άφησαν οι ήρωες πρόγονοί μας από όλους αυτούς που βλέπουν το ελληνικό δημόσιο (π.χ. Δήμος Βόλου, κ.α.) ως λάφυρο για ίδιον όφελος. Και εδώ να επισημάνω ότι είναι λυπηρό που μαζί με αυτούς συντάσσονται και ορισμένοι που ενώ είχαν ένα παραδοσιακά καλό όνομα στην τοπική κοινωνία το αμαύρωσαν, όπως και την υστεροφημία τους.

Σε ποιους απευθύνεται το βιβλίο σας;
Το βιβλίο απευθύνεται στην επιστημονική κοινότητα της λαογραφίας, στους Βλάχους που θέλουν να μάθουν περισσότερα για την ιστορία τους, σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν τι είναι οι Βλάχοι, μια και ορισμένοι αναφέρονται σ’ αυτούς χωρίς να γνωρίζουν καν τι είναι και πολύ περισσότερο την προσφορά τους στην πατρίδα μας. Επίσης απευθύνεται στο αναγνωστικό κοινό της Μαγνησίας και ιδιαίτερα του Σέσκλου και του Αλμυρού.

*Το βιβλίο διατίθεται στο βιβλιοπωλείο «Ήλιος», Παύλου Μελά 25Β.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το