Άρθρα

«Χαμήλωσε, από ψηλά δε διακρίνεται η αλήθεια»

Του Παντελή Προμπονά*

Το ένα από τα δύο ΙΧ αυτοκίνητα που είχε, για σύντομο διάστημα, ο μακαρίτης ο πατέρας μου ήταν ένα Ρόβερ. Σε αυτό το αμάξι όταν τραβούσε καμιά βραδιά εξόδου λίγο περισσότερο και νυστάζαμε με τον αδερφό μου ή βαριόμασταν τη συντροφιά των μεγάλων πηγαίναμε, ρίχναμε τα μπροστινά καθίσματα, βάζαμε μουσική από τις διαθέσιμες κασέτες και ακούγαμε. Το ρεπερτόριο είχε Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Μαχαιρίτσα, Τσακνή, αρκετό Νταλάρα, ειδικά τα λάτιν του, και μια ζωντανή ηχογράφηση από μια συνεργασία των Φατμέ, της Χαρούλας Αλεξίου και της Αφροδίτης Μάνου στο Λυκαβηττό το 1989. Για την παράσταση είχε γραφτεί κι ένα τραγούδι με τίτλο «Η αγάπη ίσως ξέρει».
Αυτό το τραγούδι, αν και αρκετά ρυθμικό, μιλούσε για τα αδιέξοδα της εποχής… Αναρωτιόταν ποιος την άνοιξη θα φέρει, ποιος ξανά θα μας ενώσει, ποιος τα όνειρα θα σώσει… Σε μια οριστική στιγμή αποχωρισμού με τις βεβαιότητες ενός κόσμου που κατέρρεε, προσωπικά βρίσκω τους στίχους σχεδόν προφητικούς. Το τείχος του Βερολίνου είχε ήδη τις πρώτες του ρωγμές, το ζύγι του Ψυχρού Πολέμου είχε γύρει ήδη αμετροεπώς προς τον θρίαμβο του καπιταλισμού, τα ’90’s ξημέρωναν μια νέα εποχή εφήμερης αφθονίας. Με έναν τρόπο τα ερωτήματα του τραγουδιού είχαν προχείρως απαντηθεί.

Από εκείνες τις βραδιές στο Ρόβερ συνάντησα ξανά την Αφροδίτη Μάνου συνθέτρια της μουσικής επένδυσης στη ταινία των Μ. Ρέππα και Θ. Παπαθανασίου «Το Κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο». Αυτή η ξεκαρδιστική ταινία με την ανάστροφη χρονικότητα της πάνω στο συνεχές ιστορικό αφήγημα του νεοελληνισμού, με την κατανόηση της φόρμας του μεταπολεμικού σινεμά, την υφέρπουσα κριτική της νοσταλγίας που αυτό κατασκευάζει δέθηκε εκπληκτικά με τις πρωτότυπες και διασκευασμένες μουσικές της Αφροδίτης κάτι που σαφώς δείχνει ουσιαστική κατανόηση των διαδικασιών που μελοποίησε.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου ασχολήθηκα ουσιαστικά με το λεγόμενο έντεχνο τραγούδι και απέκτησα πια μια πιο ξεκάθαρη εικόνα της Αφροδίτης Μάνου. Μετείχε σε αρκετά συλλογικά εγχειρήματα, τραγούδησε μεγάλους συνθέτες και στιχουργούς, συνεργάστηκε σχεδόν με όλους τους γνωστούς καλλιτέχνες των τριών τελευταίων δεκαετιών. Ξεχωρίζω τον σαρκαστικό ύμνο της Ελληνίδας νοικοκυράς (τη «Μέρα της Μαίρης του Κηλαηδόνη) που μίλησε πολύ ουσιαστικά για μια σύγχρονη μορφή του γυναικείου ζητήματος και το τραγούδι «Χαμήλωσε» από τον δίσκο Απόπειρα τη χρονιά της Αλλαγής από όπου και δανείστηκα τον σημερινό τίτλο.
Δε κάνω κάποιου είδους διατριβή πάνω στο έργο της Αφροδίτης Μάνου, ούτε καν ξέρω στα σίγουρα αν όσα σταχυολόγησα αποτελούν όντως τις σημαντικές στιγμές της καριέρας της, όμως η επαφή που είχα με τη δουλειά της νομίζω διαμόρφωσε ένα μέρος της σκέψης μου. Είναι κάποιοι μήνες που αυτός ο δεσμός έχει διαρραγεί. Δε ξέρω ποιο είδος συνεχειών και ασυνεχειών έχει η ίδια στο μυαλό σχετικά με τη ζωή της, όμως η εμπλοκή της στις κινητοποιήσεις του Μακεδονικού στα μάτια μου τραυματίζει αμετάκλητα την εικόνα της. Προφανώς και το καλλιτεχνικό έργο ενός ανθρώπου έχει τη δική του πολιτισμική ζωή, δε θα τη πληρώσουν οι στίχοι και οι νότες για τις επιλογές του ερμηνευτή τους, ωστόσο ο δημόσιος λόγος της με έχει σοκάρει.

Βεβαίως και υπάρχει ισχυρή και συνεκτική αριστερή κριτική στη Συμφωνία των Πρεσπών, βεβαίως και υπήρξαν ιστορικά τάσεις της Αριστεράς στην Ελλάδα που συνεκτιμούσαν ως σοβαρό στοιχείο της πολιτικής τους ταυτότητας τον πατριωτισμό, βεβαίως και πραγματοποιήθηκαν κινητοποιήσεις σχετικά με το ζήτημα από αριστερά κόμματα και συλλογικότητες. Όμως η στάση της Αφροδίτης δεν εμφορείται από προοδευτικές θέσεις. Η κριτική της χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία της ακροδεξιάς μετα-πολιτικής, ο λόγος της βαθύτατα διχαστικός, γράφει δημόσια για εθνομηδενιστές και ταξίδια στο Γράμμο, χρησιμοποιεί ένα απεχθές σεξιστικό λεξιλόγιο, χρησιμοποιεί τη λέξη σοσιαλφασισμός και παριστάνει πως δε βλέπει με ποιους χαριεντίζεται στα συλλαλητήρια «εθνικής ενότητας». Και στο όνομα αυτών των θέσεων ξεσκάρταρε και τις σελίδες της στα κοινωνικά δίκτυα από τους «ενοχλητικούς φίλους» της, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, κριτικούς που απορούν…

Ο κάθε άνθρωπος δικαιούται να διατυπώνει ελεύθερα τις απόψεις του, αλίμονο, δικαιούται τις επιλογές του, δικαιούται να διαβάζει κάθε στιγμή την εποχή του, δικαιούται να διεκδικεί ό,τι πιστεύει. Το ίδιο και οι καλλιτέχνες, δε ζουν έξω από τον κόσμο. Κατανοώ και τον Θεοδωράκη και τον Σαββόπουλο και τη Μάνου. Στις επιλογές τους όμως δεν κουβαλούν, δεν μπορούν να κουβαλούν, και το συμβολικό τους κεφάλαιο, δε τοκίζουν τις σημαντικές στιγμές τους ούτε ρευστοποιούν τους τόνους πνεύματος που μεταχειρίστηκαν στη δουλειά τους. Δε τους ανήκουν. Οφείλουν να σταθούν μόνοι με μόνο όπλο την αναγνωρισιμότητά τους και -αν μπορούν- να ξαναμιλήσουν για το σήμερα με τη δική τους γλώσσα, την τέχνη τους. Και η μοίρα της τέχνης τους μέσα στην κοινωνία, η αποδοχή της, θα είναι η μεγαλύτερη συμβολή στον αγώνα τους.
Δεν το κάνουν όμως, διότι δυστυχώς δε μελοποιείται το μίσος, η απαξίωση και η πατριδοκαπηλία. Δε τραγουδιέται η έπαρση, ούτε υπάρχουν ποιητές να δώσουν ομοιοκαταληξίες στις ύβρεις. Γι’ αυτό και καύσιμο στις δημόσιες παρεμβάσεις δίνουν τα παλιά υλικά, οι παλιές δόξες, συνθέτοντας εν τέλει μια ερμαφρόδιτη συνθήκη κατανάλωσης νοημάτων. Θα δούμε που θα βγάλει… Μέχρι τότε την καλύτερη συμβουλή προς όλους και όλες τη τραγούδησε η ίδια η Αφροδίτη Μάνου: Χαμήλωσε, από ψηλά δε διακρίνεται η αλήθεια.

*[email protected]

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το