Οικονομία

Το Brexit απειλεί τους Ελληνες αγρότες

αρχείο λήψης

Ψαλίδι στις αγροτικές επιδοτήσεις και πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας θα προκαλέσει η απόφαση των Βρετανών υπέρ του «Brexit» στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου, σύμφωνα με εμπειρογνώμονες των Βρυξελλών που αναλύουν στην «Οικονομία» του «Εθνους της Κυριακής» τα δεδομένα για τις εν Ελλάδι επιπτώσεις.

Παρότι η κατάσταση επί του παρόντος είναι απόλυτα ρευστή, καθώς θα πρέπει να ξεκαθαρίσει το μελλοντικό καθεστώς σύνδεσης του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ, ώστε να είναι σαφείς οι κανόνες για τις εμπορικές συναλλαγές, οι δημοσιονομικές επιπτώσεις για τη γεωργία θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Το ζήτημα αυτό είναι κυρίως θέμα πολιτικών επιλογών και διαπραγματεύσεων αλλά και αναπόφευκτων προσαρμογών στον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Αν και δεν αναμένονται ριζικές μεταβολές για την Ελλάδα, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρώπη των 28, μιας χώρας που εισπράττει λιγότερα σε σχέση με αυτά που συνεισφέρει, θα οδηγήσει σε μια ανακατανομή συνεισφορών και δαπανών του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η χώρα μας ως καθαρός λήπτης θα έχει αρνητικές συνέπειες που θα αφορούν το άμεσο εισόδημα του γεωργού και την ανταγωνιστικότητα, καθώς είναι προφανές ότι θα μειωθούν οι πιστώσεις για επενδύσεις και προγράμματα. Αρνητικές επιπτώσεις αναμένονται και στις διμερείς γεωργικές εμπορικές σχέσεις. Αν και η Βρετανία δεν είναι από τους βασικότερους εξαγωγικούς προορισμούς της χώρας, τα ελληνικά προϊόντα θα καταστούν λιγότερο ανταγωνιστικά, λόγω της υποτίμησης της στερλίνας έναντι του ευρώ αλλά και της πιθανής επιβολής δασμών.
Ο δημοσιονομικός προγραμματισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης (έσοδα και δαπάνες) καθορίζονται για μια προγραμματική περίοδο επτά συνήθως ετών, στο πλαίσιο των αποφάσεων για το «Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο» (ΠΔΠ).

Οι αποφάσεις αυτές συνοδεύονται συνήθως από μεταρρυθμίσεις των πολιτικών της Κοινότητας. Για παράδειγμα, η τρέχουσα προγραμματική περίοδος αφορά το ΠΔΠ 2014-2020, την ΚΑΠ έως το 2020, τα διαρθρωτικά ταμεία κ.λπ. Για την περίοδο αυτή εντάθηκαν οι πολιτικές για την ανάπτυξη και την απασχόληση, ανακατανέμοντας τους πόρους που διατίθενται συνήθως με συμπίεση και μειώσεις κάποιων τομέων υπέρ άλλων.
1% του ΑΕΠ
Ο προϋπολογισμός της ΕΕ κυμαίνεται γύρω στο 1% του αντίστοιχου ΑΕΠ. Ο ετήσιος προϋπολογισμός (η εκτίμηση των εσόδων και τα ανώτατα όρια δαπανών σε εκατομμύρια ευρώ και σε ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της ΕΕ) καθορίζεται με βάση το ΠΔΠ. Τα έσοδα του προϋπολογισμού προκύπτουν από τους «ιδίους πόρους» και τα αδιάθετα του προηγούμενου έτους.
Στην Ελλάδα αντιστοιχούν εισπράξεις περί τα 4,5 δισ. ευρώ από διαρθρωτικά ταμεία και συνοχή και περί τα 2,7 δισ. ευρώ από τα γεωργικά ταμεία, σύνολο 7,2 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα συνεισφέρει στον προϋπολογισμό της ΕΕ με 1,8 δισ. ευρώ (ίδιοι πόροι, δασμοί κ.λπ.), οπότε το θετικό ισοζύγιο είναι 5,4 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 2,89% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της χώρας.
Για το Ηνωμένο Βασίλειο τη χρονιά που πέρασε οι συνολικές εισπράξεις ήταν 6,985 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 3,952 δισ. ευρώ αφορούσαν τη γεωργία. Η συνεισφορά στον προϋπολογισμό της ΕΕ ήταν 19,4 δισ. ευρώ (ίδιοι πόροι, δασμοί κ.λπ.), ενώ από αυτά επιστρέφονται 5,2 δισ. ευρώ. Πρόκειται για τις γνωστές διορθώσεις, οι οποίες κερδήθηκαν επί πρωθυπουργίας Θάτσερ.
Τα ισοζύγια συνεισφορών/εισπράξεων ως ποσοστά του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος για τα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι αρνητικό από 0,2 έως 0,3% για Ιταλία και Λουξεμβούργο, από 0,31 έως 0,4% για Αυστρία, Φινλανδία, Βέλγιο και Γαλλία, από 0,41 έως 0,5% για Κάτω Χώρες, Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία και Γερμανία και από 0,51 έως 0,6% για την Σουηδία.
Θετικό ισοζύγιο έχουν οι χώρες Ιρλανδία, Ισπανία και Κύπρος (από 0,1 έως 1,0%).
Μάλτα, Σλοβενία και Σλοβακία (από 1,01 έως 2,0%), Τσεχία, Πορτογαλία και Ρουμανία (από 2,01 έως 3,0%), Βουλγαρία, Λετονία και Πολωνία (από 3,01 έως 4,0%), Εσθονία, Λιθουανία και Ουγγαρία (από 3,01 έως 5,0%).
Ο ισχύων προϋπολογισμός της ΕΕ έχει αποφασισθεί μέχρι το 2020, ενώ οι συζητήσεις για την επόμενη περίοδο θα αρχίσουν σύντομα. Η αποχώρηση της Βρετανίας, μιας χώρας που εισπράττει λίγα συνεισφέροντας αναλογικά περισσότερα, θα οδηγήσει σε μια ανακατανομή των ποσών του προϋπολογισμού της ΕΕ.
Για το διάστημα που θα μεσολαβήσει, από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου μέχρι το 2020, οι δημοσιονομικές επιπτώσεις για τη γεωργία θα αποτελέσουν αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης, γιατί πρέπει να αναθεωρηθεί ο προϋπολογισμός της ΕΕ, για το διάστημα που απομένει μέχρι τη νέα περίοδο, μετά το 2020.
Στη συζήτηση αυτή μετέχουν η Κομισιόν που προτείνει, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωκοινοβούλιο που συναποφασίζουν. Λογικά, δεν αναμένονται ριζικές μεταβολές για την Ελλάδα, αναμένονται όμως κάποιες προσαρμογές, αφού οι εισροές στον γεωργικό προϋπολογισμό μειώνονται αναλογικά περισσότερο από ό,τι οι γεωργικές δαπάνες για την Βρετανία. Σε γενικές γραμμές, οι επιπτώσεις για την ελληνική γεωργία (βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες) κινούνται σε δύο επίπεδα, στο οικονομικό και στο πολιτικό.
Διαπραγματεύσεις
Αναφορικά με το πολιτικό σκέλος, η Βρετανία δεν υποστήριζε ποτέ τις γεωργικές δαπάνες και την ΚΑΠ, μη έχοντας μεγάλο ενδιαφέρον στον τομέα αυτό. Ηταν πάντα υπέρ της διευκόλυνσης των εισαγωγών από τρίτες χώρες, υπέρ φιλελεύθερων πολιτικών και υπέρ πολιτικών όπως εκείνες για τη χρήση και κυκλοφορία γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Στις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν για την περίοδο μετά το 2020 (μια νέα ΚΑΠ) η κοινή γεωργική πολιτική δεν θα χάσει έναν υποστηρικτή, τόσο στο δημοσιονομικό όσο και στο «ποιοτικό» επίπεδο. Η Γερμανία, που θα κληθεί να επωμιστεί το μεγαλύτερο βάρος του προϋπολογισμού, θα καθορίσει εν πολλοίς το μέλλον της ΚΑΠ, έχοντας απέναντι χώρες όπως η Γαλλία, η Πολωνία, η Ιταλία, ενδεχομένως η Ισπανία αλλά και μικρότερες χώρες όπως η Ελλάδα και τα νέα κράτη-μέλη.
Στο οικονομικό επίπεδο, οι επιπτώσεις θα προέλθουν από:
• Τους πόρους που διατίθενται από την ΕΕ για τον 1ο και 2ο πυλώνα της ΚΑΠ.
• Τις διμερείς γεωργικές εμπορικές σχέσεις με τη Βρετανία.
Το ζήτημα της μείωσης των κοινοτικών κονδυλίων είναι θέμα πολιτικών επιλογών και διαπραγματεύσεων κυρίως, αλλά και αναπόφευκτων προσαρμογών στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Η Ελλάδα, ως καθαρός λήπτης, αναμένεται να έχει κάποιες αρνητικές επιπτώσεις που θα αφορούν το άμεσο εισόδημα του γεωργού (στρεμματικές ενισχύσεις) αλλά και την ανταγωνιστικότητα του κλάδου, αφού θα μειωθούν οι διαθέσιμες πιστώσεις για επενδύσεις και προγράμματα (ποιότητα, περιβάλλον κ.λπ.). Η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας επιτείνει τις αναμενόμενες επιπτώσεις, αφού τα εθνικά κονδύλια για τη γεωργία περιορίζονται.
Οσον αφορά τις εξαγωγές η Βρετανία δεν είναι από τους βασικότερους προορισμούς των γεωργικών μας προϊόντων (κυρίως σταφύλια, σταφίδες, γιαούρτι και ντοματοπολτός). Ομως η πιο άμεση αρνητική συνέπεια για τα ελληνικά γεωργικά προϊόντα είναι ότι θα χάσουν από την ανταγωνιστικότητά τους, καθώς θα γίνουν ακριβότερα για τους Βρετανούς λόγω της υποτίμησης που σημειώνει η στερλίνα έναντι του ευρώ. Μία άλλη θεωρητική ανησυχία για το διμερές εμπόριο απορρέει από το ενδεχόμενο επιβολής δασμών στα προϊόντα, τα εισαγόμενα στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάτι που θα εξαρτηθεί από τη σχέση που θα διατηρήσει η Βρετανία με την ΕΕ.
Το θετικό για τα ελληνικά προϊόντα είναι ότι η ανταγωνιστικότητά τους δεν εξαρτάται τόσο από τις τιμές καθώς έχουν ποιοτικές ιδιαιτερότητες που μπορούν να αξιοποιηθούν, ώστε να μη χαθούν μερίδια στη βρετανική αγορά.

Πηγή www.ethnos.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το