Άρθρα

Μπουμπουλίνας 22

Η νότια άποψη του «σημαδιακού» κτιρίου της Μπουμπουλίνας 22
Η νότια άποψη του «σημαδιακού» κτιρίου της Μπουμπουλίνας 22

Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Βαδίζω κατά μήκος του βόρειου παράλληλου της Πατησίων. Έρχομαι από μια ομιχλώδη εποχή και κατευθύνομαι σε μιαν άλλη. Ακολουθώ ένα δίκτυο δρόμων της τύχης που θα με φέρει στο νότιο πεζοδρόμιο της Πατησίων, λίγο πριν τη διασταύρωση με την Ηπείρου.

Θέλω να συναντήσω ένα δικηγόρο. Το γραφείο του βρίσκεται κρυμμένο στο τέταρτο πάτωμα μιας παλιάς νεοκλασικής οικοδομής. Δεν έχει κουδούνι μήτε όνομα και ιδιότητα ο δικηγόρος.

Ακολουθώ λοιπόν στην τύχη ένα δίκτυο δρόμων της περιοχής Εξαρχείων, κινούμενος εναλλακτικά κι από τα δυο πεζοδρόμια, μήπως και τύχω κάποιας ή καμιάς ιδιαίτερης κάτοψης, γεγονότων ή φαινομένων.

*

Άνθρωποι καθημερινοί, με ή δίχως όνομα και ιδιότητα, με προσπερνούν, με βήματα, σβέλτα ή νωχελικά, βήματα που με προσπερνούν και με «διαπερνούν». Βήματα που με «ελέγχουν». Γιατί να είμαι ράθυμος σαν αργόσχολος και καχύποπτος με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου;

Αφήνω τον φαρδύ δρόμο που κατεβαίνει ώς το Πολυτεχνείο και παίρνω τον κάθετο που ζυγώνει το Αρχαιολογικό Μουσείο από την πίσω πλευρά. Αυτή είναι η οδός Μπουμπουλίνας. Δεν προλαβαίνω να κάμω πολλά βήματα – νωχελικά, όπως είπα και ράθυμα – γιατί ξαφνικά βρίσκομαι αντιμέτωπος με μια σωρεία παράξενων «εναγκαλισμών», μεταξύ ανθρώπων που έρχονται από όλες τις διευθύνσεις του δρόμου.

Κουρεμένοι ώς τον πάτο νεαροί σέρνουν άλλους νεαρούς, ακούρευτους, για να τους μπάσουν κλωτσώντας και βρίζοντας, μέσα στο προαύλιο του μελαψού κτιρίου που εμφανίζεται αιφνιδιαστικά μπροστά μου και μοιάζει σαν μύγα μες το γάλα των άλλων ανοιχτόχρωμων κτιρίων.

Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στην πινακίδα του μελαψού κτιρίου: «Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού»…

*

Υψώνω το βλέμμα στην ωχρή κάτοψη του κτιρίου. Πολλά και όμοια παράθυρα, ίδιο χρώμα (κανελί), ίδιο σχήμα και ύφος, απάνθρωπο και καταθλιπτικό. Τοίχοι, από την ώχρα ώς γκρίζο κι από το αίμα ίσαμε την οδύνη και τον σπαραγμό.

Άνθρωποι πολύχρωμοι και κάθε ηλικίας μπαίνουν και βγαίνουν από το κτήριο του Υπουργείου «Πολιτισμού». Είναι δημόσιοι υπάλληλοι, πολίτες, δημοσιογράφοι, αλλά και περαστικοί. «Περαστικοί» από μιαν άλλη εποχή κι έναν άλλο κόσμο που βρυχάται, βωμολοχεί και δέρνει. Δίχως αποχρώντα λόγο…

Οι τοίχοι, το τσιμέντο και τα παράθυρα, δίνουν το στίγμα της «άλλης» εποχής. Είναι «υπάλληλοι» κι αυτοί μιας κρατικής υπηρεσίας που έχει στοιχηθεί, για να επαναφέρει στην τάξη, όλους εκείνους που έμειναν «ακούρευτοι» ή κεκαρμένοι από ιδέες αντεθνικές κι «ασύμφορες». Ασύμφορες στο καθεστώς…

*

thumbnail_Σ22 Φ3

Μπαίνω μέσα στην αλάνα του κτιρίου που είναι ελεύθερη και προσιτή στον καθένα και στην άκρη του νότιου τοίχου διακρίνω πρασιές κι ένα πεζούλι. Κάθομαι στη στέψη του δίπλα από μια νεραντζιά και παρατηρώ όλους τους εισερχόμενους και εξερχόμενους πολίτες.

Ξαφνικά ακούω έναν γδούπο! Πάνω στο τσιμέντο. Γυρίζω το βλέμμα μα δε βλέπω τίποτα. Σε ελάχιστο χρόνο ξανακούω τον ίδιο γδούπο που μοιάζει με σακί που σκάει στο τσιμέντο. Σηκώνομαι και τραβώ ώς το τέρμα της αυλής. Τίποτα! Προχωρώ κι άλλο, στρίβω ώς την πίσω μεριά της αυλής και τότε βλέπω ένα ανθρώπινο κορμί, να διαγράφει μια κάθετη τροχιά, με πιθανή αφετηρία την ταράτσα του κτιρίου ή κάποιο από τα παράθυρα και να σκάει, ύστερα από μιαν αέναη πτώση στον ακάλυπτο χώρο της πίσω αυλής.

Ο γδούπος, μ’ ένα εκκωφαντικό κι ανατριχιαστικό όραμα συνυφασμένος, ήρθε κι έδεσε με τους άλλους δυο γδούπους που είχα ακούσει ελάχιστα πιο πριν.

Βρήκα ελεύθερο χώρο στο Γάμα της αυλής κι έφτασα ώς την άκρια των γδούπων.

Τρία ανθρώπινα ράκη, διαλυμένα και σκασμένα σαν καρπούζια κείτονταν πάνω στο κρύο τσιμέντο του πίσω ακάλυπτου χώρου. Δίχως ίχνος πνοής, αλλά με μπόλικο από κόκκινο υγρό να βάφει την επιφάνεια του ανώμαλου τσιμέντου και να φτιάχνει τρεις φανταστικές πλημμύρες από πίνακα ζωγράφου που μόλις έχυσε τις μπογιές του από τον χρωστήρα πάνω στο τελάρο…

*

Γύρισα τρομαγμένος να φύγω. Ευτυχώς ένας υπάλληλος του Τμήματος Θερινών Εκδηλώσεων του Φεστιβάλ, που με είδε να τρεκλίζω, μου προσέφερε ένα ποτήρι νερό για να σφουγγίσω την πληγή που έτρεχε από τα ματωμένα χείλη μου. Που τα είχα δαγκάσει από τον τρόμο…

«Πού ματώσατε», με ρώτησε σφουγγίζοντας με χαρτί τουαλέτας το σαγόνι μου.

«Από τον αριθμό!…» του είπα κι έκαμα να φύγω, αφήνοντάς τον ξερό και άναυδο έξω από το γραφείο του, το γραφείο του Τμήματος Προσκλήσεων Υψηλών Προσώπων του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού.

*

Ωστόσο δεν τον είχα δει τον «αριθμό». Θέλω να πω του κτιρίου τον αριθμό, γιατί είχα στο μυαλό μου τον αριθμό των πτωμάτων που είχανε απορροφήσει, εκείνη τη στιγμή, με την πορεία τους, όλη μου τη σκέψη κι έφτιαχναν ένα χυλό από αίματα, τριγμούς και εφιαλτικές σκηνές.

Πέρασα στο άλλο πεζοδρόμιο της Μπουμπουλίνας, αυτό που προσεγγίζει τις «μυστήριες» αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου. Εκεί όπου τόσα νεκρά και βαμμένα προσωπεία είναι σφηνωμένα στις προθήκες των γυάλινων εκθετηρίων. Χαμηλά, κάτω από το πεζοδρόμιο, στη ράμπα του διαδρόμου, από τη μεριά του Μουσείου, ήταν εκτεθειμένα, κάπως άτσαλα και πρόχειρα, σωροί αγαλμάτων, ακρωτηριασμένων, καθώς και σαρκοφάγοι ανθρώπινων μελών. Δεν τα έδωσα σημασία, είτε γιατί είχαν ηλικία κάποιων δεκάδων αιώνων είτε γιατί ως μέλη ανθρώπινων σωμάτων ανήκαν στην καλλιτεχνική τεχνοτροπία γλυπτών που έγραψαν ιστορία.

Τα ανθρώπινα όμως μέλη που άφησα πίσω μου, στο μελαψό κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας, ήταν ακόμη νωπά, γεμάτα σπασμένα οστά, χυμένα μυαλά και αίματα, τελαρωμένα από άγνωστο καλλιτέχνη που ακόμη δεν τα είχε πάρει χαμπάρι, για να τα αποτυπώσει στο εργαστήρι του.

*

Έστριψα στην οδό Βασιλέως Ηρακλείου. Τώρα το πεζοδρόμιο σκιαζόταν από τα φυλλώματα μιας όμορφης ποικιλίας δέντρων. Δυο στάσεις λεωφορείων με τα κοβούκλιά τους στέγαζαν ανθρώπους που είχαν αποκάμει απ’ τη δουλειά κι αδημονούσαν να γυρίσουν στο σπιτικό τους. Σχεδόν πλάι τους μια άλλη αδημονούσα και μεγάλη μάζα ανθρώπων, με καπέλα, κόκκινα μάγουλα κι έναν χάρτη ο καθένας στο χέρι του, ακολουθούσαν τις συμβουλές και τα βήματα μιας ξεναγού που τους προετοίμαζε για τα γλυπτά και τα αγάλματα του Μουσείου, στο οποίο θα έμπαιναν σε λίγο στοιχημένοι ως ομάδα, για να απολαύσουν την Τέχνη των μαστόρων που λάξευσαν τα αρχαία ανθρώπινα μέλη με τόση σοφία και τέτοια τεχνική αναπαράστασης.

Έσερναν τα βήματά τους κάτω από τον φλογισμένο αττικό ουρανό.

Έσυρα κι εγώ τα βήματά μου ώς την Πατησίων, στο σημείο όπου συναντάει τη Μάρνη κι απ’ όπου θα περνούσα απέναντι.

Κι όμως δεν άκουγα τους θορύβους των αυτοκινήτων ούτε τα κλάξον από τους βιαστικούς Αθηναίους που διέτρεχαν τον κεντρικό ιστό της πόλης. Αλλά μια τεράστια φωνή ξεχείλιζε στους δρόμους. Ήταν η φωνή του Νίκου Ξυλούρη που ερχόταν, σπασμωδική μεν, αλλά τριζάτη και μεταλλική, από το ανοιχτό θέατρο που στέγαζε ένα θίασο ποικιλιών, παίζοντας εκτενή αποσπάσματα από τη βλογιοκομμένη ιστορία του Έθνους. Σα να πήρε το αυτί μου και τη φωνή της Τζένης Καρέζη και μιας ορχήστρας που στρήνιαζε από όλα τα καλοκουρδισμένα της όργανα.

«Μπα, έκανα λάθος, δεν ήταν το «Μεγάλο μας Τσίρκο», όπως μου φάνηκε, αλλά το άλλο τσίρκο, της Φυλής, εκείνο που ανακατώνει τα πάθη και τα κουσούρια των ανθρώπων που την απαρτίζουν», συλλογίστηκα.

*

Πέρασα στο νότιο πεζοδρόμιο της Πατησίων. Με υποδέχτηκε ένα ωραίο αρχοντικό, στη γωνία. Μια έξοχη και καταπράσινη αυλή, αποκαλύφθηκε διαμπερώς, μέσα στην αχάνεια του βρομερού αθηναϊκού κέντρου. Τι ωραία πρόσοψη και, κυρίως, τι ωραία και περίτεχνη σιδερένια πόρτα, από τη μεριά της Πατησίων! Δεν την είχα ποτέ μου προσέξει κι ούτε την είχα εκτιμήσει ποτέ. Ίσως η ωραιότερη, από σίδερο χυτό, πόρτα του κέντρου της Αθήνας…

Λίγα μέτρα πιο πέρα ήταν το γραφείο που αναζητούσα. Χτύπησα ένα μπουτόν κι άνοιξε η μεταλλική γλώσσα της βαριάς πόρτας μ’ έναν ασθενικό υπόκωφο τριγμό.

Πέρασα στο εσωτερικό, ανέβηκα μερικά μαρμάρινα σκαλοπάτια κι έφτασα ώς τον κλωβό του παμπάλαιου αναβατόριου, με την πλεχτή σιδεριά, την ξύλινη θύρα και τα περίτεχνα λεπτοδουλεμένα μπιχλιμπίδια του.

Έφτασα στον τέταρτο, είδα δυο πόρτες, χωρίς κανένα διακριτικό, χτύπησα τη μία στην τύχη, μου άνοιξε μια κοπέλα, δεν ήταν αυτή που γύρευα, κατευθύνθηκα στην άλλη.

Εκεί με υποδέχτηκε ο δικηγόρος που αναζητούσα και με έμπασε μέσα. Κάθησα σε μια βιεννέζικη καρέκλα, ενώ περιεργάστηκα πολλά σκαλιστά κομμάτια, αριστουργήματα μικροτεχνίας, από αγορητές άλλων εποχών που φορούσαν τηβέννους, ανακρατούσαν κάποιον Κώδικα κι έδειχναν αόριστα προς ένα υψηλότερο «Βήμα», με δάχτυλο προτεταμένο. Γοργίες και Κικέρωνες αντιπαρατάσσονταν σε ένα πλήθος ανώνυμων ρητόρων, βρετανικής ή γαλλικής κοπής.

*

Σημερινή άποψη του υπουργείου Πολιτισμού
Σημερινή άποψη του υπουργείου Πολιτισμού

Ανταλλάξαμε απόψεις και σχεδιασμούς, σχολιάσαμε τις εκδοχές της αποχής, αλλά και της πολιτικής αστάθειας, μιλήσαμε και για ένα ταξίδι στη Νιάλα (καθότι ο δικηγόρος ήταν μέλος του ΕΟΣ Αχαρνών) και με κόπο σηκώθηκα να φύγω, αφού πρώτα του παρέδωσα αντίγραφα και μια εξουσιοδότηση από τη δικογραφία που τον ενδιέφερε.

Χαιρετηθήκαμε και πήρα με τα πόδια να κατεβαίνω τα σκαλιά και τα πατώματα.

Βγήκα στην Πατησίων και πήρα τους ίδιους ακριβώς δρόμους και τα ίδια πεζοδρόμια, όπως τα είχα πάρει ερχόμενος, αλλά από την αντίστροφη πια φορά τους.

Όταν έφτασα δίπλα από το Μουσείο είδα τους ίδιους αλλοδαπούς τουρίστες, που είχαν τελειώσει την ξενάγηση και προχωρούσαν συντεταγμένοι προς το λεωφορείο τους.

Ύστερα ανηφόρισα προς την Μπουμπουλίνας, από το ίδιο πεζοδρόμιο, άφησα τα αγάλματα και τα γλυπτά στην ίδια πάντοτε θέση, με τη διαφορά πως τώρα ο ήλιος τα ράντιζε με γλυκότερο φως κάνοντάς τα να μοιάζουν ευέλικτα και πιο σοφά. Σιγά – σιγά έφτασα στο μελαψό κτίριο με τα μουντά παράθυρα έχοντας την απορία μήπως και δεν είχαν σηκώσει ακόμη τα πτώματα από τον ακάλυπτο της πίσω αυλής.

Όχι! Τα πτώματα ήταν εκεί, κομματιασμένα, αλλά μου έδωσαν την εντύπωση πως τα κομμάτιασαν χέρια θεών κι όχι ανθρώπων. Και όντως το ένα πτώμα ανήκε στον Ορφέα κι ήτανε διαμελισμένο από τα χέρια των Μουσών. Και το άλλο ανήκε στον Πενθέα κι είχε διαμελισθεί από τις Βάκχες… (υπουργείο Πολιτισμού, βλέπεις…).

Κατόπιν επιχείρησα να παρεισφρήσω στους μελιχρούς διαδρόμους του κτιρίου, αναζητώντας το μίτο των πτωμάτων. Αλλά πριν εισχωρήσω σε κείνο το θλιβερό κτίριο ανασήκωσα τα μάτια για να ξαναδώ τι έγραφε η πινακίδα.

Και ώ της απορίας και της έκπληξης, όταν είδα τα παράθυρα βαμμένα στο ολοπόρφυρο χρώμα και μια σημαία κατακόκκινη και πλαισιωμένη από ένα σφυροδρέπανο, να ανεμίζει στον ένα τοίχο του κτιρίου, αφήνοντας τον άλλο ελεύθερο για να χωράνε σε μεγάλο εύρος τα γράμματα του ΚΚΕ!…

Γύρισα έντρομος να φύγω. Δεν είναι δυνατόν ν’ αλλάζουν τόσο γρήγορα οι καιροί! Ούτε τα γραφεία του Πολιτισμού να γίνονται, τόσο απότομα, φυλακιστήρια ιδεών και σάλες εκπαραθυρώσεων και στο τέλος συναξάρια και ανεμιστήρες του Κομμουνιστικού Κόμματος…

Το μυαλό μου αναγκαστικά πήγε στον Μίκη Θεοδωράκη, όχι λόγω της κομματικής του ιδιότητας, αλλά γιατί έγραψε τους στίχους και τη μουσική επένδυση για κείνον τον Αντρέα που ήταν ένα από τα θύματα των εκπαραθυρώσεων…

*

Έστριψα για να φύγω, οριστικά, από το «δράμα» εποχής και να περπατήσω σε χρόνους λιγότερο τραγικούς. Τρέχοντας όμως προς τη φυλακή των αθηναϊκών δρόμων πέταξα το αφηρημένο μου βλέμμα προς αυτό που είχα ξεχάσει:

Ναι! Είχα ξεχάσει να δω τον αριθμό του κτιρίου που στεγάζει όλη αυτή τη διαχρονική σκοτοδίνη, πίσω από το Μουσείο. Κοιτάζω πάνω στο τοιχαλάκι και με οδύνη βλέπω τα δυο νούμερα που παραπέμπουν στη Μικρασιατική Καταστροφή: Είκοσι δύο (Μπουμπουλίνας 22)…

(*) Το πιο σημαδιακό κτίριο στην Αθήνα. Υπήρξε άντρο βασανιστηρίων, στη διάρκεια της χούντας, ύστερα τα κεντρικά γραφεία του ΚΚΕ και τέλος υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το