Θ Plus

Από τις Ταναγραίες κόρες στο Άρμα του Αμφιάραου

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Κατηφορίζοντας από το Κατσιμίδι και τον Άγιο Μερκούριο της Πάρνηθας, απόβροχο Δεκέμβρη, είδα χαμηλά τον κάμπο της Μαλακάσας αποκαθαρμένο και διάφανο ώς πέρα τη νότια Εύβοια κι αποφάσισα να ακολουθήσω την παλιά Εθνική Οδό από Αυλώνα και Οινόφυτα για Θήβα…
Στη στροφή της Σφενδάλης έστριψα αριστερά διασχίζοντας την ωραία κοιλάδα που στριμώχνεται ανάμεσα στην Αγελαδίτσα και τον Μύτικα μέχρι να προσεγγίσω τον Αυλώνα.
Από τον Αυλώνα συνέχισα για Οινόφυτα κι εκεί έκαμα τη σκέψη πρωτίστως να ανιχνεύσω την πορεία του Βοιωτικού Ασωπού, αλλά αμέσως τη διέγραψα για να περάσω από Τανάγρα ώστε να δω τον χώρο όπου έδρασαν οι Ταναγραίες μορφονιές.
Έτσι δίχως καμία πινακίδα να με βοηθάει, έστριψα για Άγιο Θωμά και Κλαδί υποθέτοντας ότι θα βγω πιο εύκολα στο χωριό της σημερινής Τανάγρας απ’ ό,τι μέσα από το Σχηματάρι.
Δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα ούτε ευκολότερη η διαδρομή. Ωστόσο ακολούθησα δευτερεύοντες δρόμους, οι οποίοι με έβγαζαν σε αδιέξοδα με συνέπεια να γυρίζω πίσω και να παίρνω άλλους, πάντα με προορισμό τη Θήβα.
Αν ρωτούσα κάποιον από αυτούς που κυκλοφορούσαν, ήταν απίθανο να με κατατοπίσει, καθώς οι περισσότεροι που συναντούσα ήταν Ινδοί ή Πακιστανοί, που έκαναν κρα με κείνα τα σαρίκια και τις κελεμπίες που φορούσαν.

Κατεβαίνοντας από το Κατσιμίδι για τον Βοιωτικό Ασωπό

Ψάχνοντας την άκρη για το χωριό της Τανάγρας πέρασα σε μια οδική διαδρομή που δεν πρέπει να τη χρησιμοποιούσε κανένας, αφού η ερημιά και τ’ αδέσποτα έκαναν θραύση σε όλη την περιοχή που περιβάλλεται από τα Οινόφυτα ώς την Ασωπία.
Περνώντας η ώρα αγωνιούσα αν θα βγω σε κανονικό δρόμο, μέσα από εκείνα τα χωράφια της ερημικής «Θηβαΐδας».
Οδηγώντας μέσα από ομαλά ανάγλυφα μιας υποβαθμισμένης περιοχής έφτασα σε μια παράκαμψη, στην άκρη της οποίας υπήρχε μια πινακίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που μιλούσε για ένα εξωκλήσι του Αγίου Πολυκάρπου.
Στα εκατό μόλις μέτρα από την παράκαμψη, μέσα σε πευκόφυτο αλσύλλιο, αποκαλύφτηκε το λιτό, μεταβυζαντινό και πανέμορφο εξωκλήσι. Λειτουργούσε κάτω από τη μελωδική αρμονία μιας γαλήνιας ατμόσφαιρας και ενός τρεμάμενου αγεριού, μακριά από οποιαδήποτε ανθρώπινη ή μηχανική παρουσία.
Οι πέτρες, με τις οποίες είναι χτισμένο, σαφώς και προέρχονται από θεμέλια αρχαίων ναών, απόδειξη του οποίου αποτελεί η σκόρπια εμφάνιση πεσσών και θραυσμάτων γύρω από τον ναΐσκο.
Επιστρέφοντας στον δρόμο απ’ όπου έκαμα την παράκαμψη, βρήκα έναν άνθρωπο που τον ρώτησα για την κατεύθυνση της Τανάγρας. Με έστειλε πίσω να βρω άλλη διασταύρωση και να κάμω αριστερά.
Ακολουθώντας στην τύχη αυθαίρετες κατευθύνσεις βρέθηκα πάνω κάτω στα πρόθυρα του χωριού της Τανάγρας, όπως φάνηκε από μιαν απόσταση αυτό το αρβανιτοχώρι, πάνω σε ένα ύψωμα χτισμένο.
Πέρασα ένα μεγάλο κανάλι κι αμέσως μετά – μπαίνοντας στην Τανάγρα – είδα πινακίδα που έδειχνε την κατεύθυνση απ’ όπου προερχόμουνα, η οποία οδηγούσε, υποτίθεται, στην «Αρχαία Τανάγρα».
Γύρισα πίσω, αλλά καλού κακού σταμάτησα μια σύγχρονη Ταναγραία που οδηγούσε ένα τζιπ, να μου πει για τον αρχαίο οικισμό ή ό,τι τέλος πάντων υπήρχε απ’ αυτόν.
Η Ταναγραία μου σύστησε να εγκαταλείψω την προσπάθεια, καθώς δεν έχει απομείνει τίποτα από την αρχαία πόλη.
Εγώ ωστόσο επέμεινα κι εκείνη μου έδειξε ανόρεχτα πίσω από έναν λόφο – του Προφήτη Ηλία – αόριστα την πλαγιά.
Ακολούθησα τη συμβουλή της, αλλά δεν βρήκα τίποτα, ούτε κάποιο σημάδι που να οδηγεί σε αρχαίο οικισμό.
Γύρισα στο χωριό με την ελπίδα να βρω κάποιον να με κατατοπίσει.
Ήταν μια δεύτερη Ταναγραία – κι αυτή εποχούμενη – η οποία μου έδειξε αντίθετη κατεύθυνση απ’ ό,τι η προηγούμενη με την πληροφορία ότι η αρχαία πόλη, της οποίας αναζητώ τα ερείπια, βρίσκεται στον δρόμο για ένα παλιό λατομείο.

Πήρα τον δρόμο που μου υπέδειξε για το λατομείο, αλλά το τελευταίο ήταν περιφραγμένο κι αδιαπέραστο.
Απογοητευμένος πήρα τον δρόμο για τη συνέχεια του ταξιδιού μου προς Θήβα. Τανάγρα καπούτ. Άλλωστε το ίδιο λέει και ο Παυσανίας τον 2ο μ.Χ. αιώνα, αλλά και ο Ζακ Λακαριέρ, που προσπάθησε να τη βρει, μόλις πριν από πενήντα χρόνια.
Οι Ταναγραίες κόρες, παρόλη τη δημοφιλία τους δεν ήταν μαζί μου. Φαίνεται πως ζούσαν μόνο στο Μουσείο. Κι ας ξεκίνησαν εκείνο το ωραίο ταξίδι τους τον τρίτο προχριστιανικό αιώνα.
Τα περίφημα αρχαία ελληνικά έργα πλαστικής τέχνης από τερακότα που έκαναν τον κόσμο να παραμιλάει για την τελειότητά τους (έτσι κι αλλιώς βρίσκονται στο Μουσείο) παρουσίαζαν γυναίκες σε όρθια στάση (ή και καθιστή) που προέρχονταν από κηροπλαστικά εργαστήρια της Τανάγρας.
Το μέγεθός τους κυμαίνονταν από 15 έως 35 εκατοστά και χρησίμευαν ως ταφικά κτερίσματα κυρίως.
Το πρώτο από αυτά τα έργα που βρέθηκε το 1874, υπήρξε η αιτία να γίνουν γνωστά και τα υπόλοιπα και να προσελκύσουν έτσι το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων. Αυτό συνέβη σε ένα χωράφι κοντά στη σημερινή Τανάγρα, όταν ένας αγρότης που όργωνε βρήκε ένα σύμπλεγμα αρχαίων τάφων και μέσα σε αυτούς πολλά από τα διάσημα έργα της αρχαιότητας. Κι όλα τους σε άριστη κατάσταση.
Αυτές λοιπόν οι Ταναγραίες κόρες, που σήμερα βάλθηκα να εξερευνήσω τον τόπο τους, με απογοήτευσαν, αφού εδώ στη σημερινή κοιτίδα τους τίποτα δε θυμίζει τη γέννησή τους σε κάποιο κηροπλαστικό εργαστήρι της περιοχής.
Χάρη δε σε μια ποιήτρια από τη Βοιωτία με το όνομα Κόριννα έγιναν γνωστές σε όλο τον κόσμο.
*
Το επόμενο χωριό, σύμφωνα με τον χάρτη, είναι το Άρμα. Το Άρμα, ένα από τα τέσσερα μεγάλα κέντρα της αρχαίας Τετρακωμίας, σύμφωνα με τον Στράβωνα (μαζί με τον Ελεώνα, τη Μυκαλησσό και τις Φαρές), απέχει από την Τανάγρα πεντέμιση περίπου χιλιόμετρα.
Διασχίζοντας το άγονο τοπίο της Βοιωτικής ενδοχώρας εγκαταλείπω οριστικά οποιαδήποτε σκέψη έκαμα για τον εντοπισμό της αρχαίας Τανάγρας και βάζω πλώρη για τον προορισμό μου.

Άποψη του κάστρου και της οχύρωσης του Άρματος

Όμως άλλες οι βουλές των Θεών που με λοιδορούν για την ολιγοπιστία μου. Φτάνοντας στο Άρμα, ένα άσκημο αρβανιτοχώρι, όπως και πολλά άλλα της σημερινής Βοιωτίας, διαπιστώνω ότι το στεφανώνουν περίεργοι βραχώδεις σχηματισμοί που προστατεύουν με φυσικό τρόπο την πόλη.
Μειώνω ταχύτητα και παρατηρώ με προσοχή το φυσικό ανάγλυφο του Άρματος. Μοιάζει με τειχισμένη ακρόπολη, αλλά δεν είναι. Γυροφέρνω το χωριό για να μου φύγει η απορία και σε μια απειροελάχιστη στάση εμφανίζεται στην κορυφοπλαγιά ένα υψοδομικό τειχίο που εξέχει από τον λόφο.
Ξανακάνω τον κύκλο μπας κι εντοπίσω κάποια δίοδο προς την κορυφή, αλλά δε βλέπω τίποτα που να μου δίνει φως για την ανάβαση στον λόφο. Υπολείμματα αρχαίας περιτείχισης ωστόσο προκαλούν το έντονο ενδιαφέρον μου και ψάχνω ξανά και ξανά την όποια ανώμαλη δίοδο προς την κορυφή του λόφου.
Τότε παίρνω την απόφαση να ανέβω ελεύθερα από την πλαγιά με τη βοήθεια του μπατόν και σκαρφαλώνω σε ένα πρανές, από χώματα, πέτρες και αγριόδεντρα.
Όταν φτάνω στο χείλος της επιφάνειας στην κορυφογραμμή, βλέπω στο βάθος και σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων, έναν εκπληκτικό πύργο, που στέκει μοναχικός και ολόρθος.
Πλησιάζω μέσα από μια επίπεδη χλοώδη και χωμάτινη λάκα το μοναχικό αυτό κατάλοιπο της αρχαίας εποχής και διακρίνω την ψευδοϊσοδομική του κατασκευή, η οποία διατηρείται σε καλή κατάσταση, καθώς οι τεράστιοι ογκόλιθοι προστατεύονται από κεραμικές σφήνες. Γυροφέρνω το κατάλοιπο και παρατηρώ ότι πρόκειται για πυργοειδές μνημείο που αποτελεί τμήμα περιφερειακής οχύρωσης αρχαίας ακρόπολης, το οποίο έχει δεχτεί συμπληρώματα κι ανακατασκευές κατά τον μεσαίωνα.
Η ακρόπολη του αρχαίου Ελεώνα, όπως την αναφέρει ο Στράβων, βρίσκεται σε φυσικό ύψωμα, στο οποίο ξεχωρίζει το πολυγωνικό τείχος. Από τις έρευνες που έγιναν, προέκυψε ότι η κύρια φάση της κατοίκησης του λόφου, πάνω από το Άρμα χρονολογείται στη Μυκηναϊκή περίοδο (16ος -13ος π.Χ. αι.) καθώς βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.
*
Το χωριό Άρμα πήρε το όνομά του από το άρμα του Αργείου στρατηγού Αμφιάραου που έλαβε μέρος στην εκστρατεία των Επτά κατά της Θήβας και στο σημείο αυτό πιστεύονταν ότι το βούλιαξε ο Δίας που έριξε κεραυνό και άνοιξε χάσμα, καταπίνοντάς το.
Πάνω από το χωριό λοιπόν υπάρχει αυτός ο πύργος, όπως επίσης και λείψανα οχυρωματικού περιβόλου που ανήκε στην αρχαία πόλη, την οποία ο Στράβων ονόμαζε Ελέων ή Ελεών (κατά τον Πλούταρχο).
Το χωριό Άρμα ονομαζόταν Δρίτσα (Ανδρίτσα) και ήταν γνωστός ως αρβανίτικος οικισμός μέχρι πριν λίγα χρόνια. Υπήρξε κατοικημένη περιοχή και στη Φραγκοκρατία.
*
Να λοιπόν που η αναζήτηση των Ταναγραίων κοριτσιών με έφερε κοντά σε μια εντυπωσιακή ανακάλυψη, την οποία δεν θα έκαμα αν δεν έψαχνα να βρω τον τόπο που «γεννήθηκαν» πριν από εκατοντάδες χρόνια…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το