Πολιτισμός

Αλέξης Σταμάτης: Με ενδιαφέρει η συγκίνηση, ατόφια, χωρίς απαραίτητα τον φορέα μετάδοσής της

Ο Αλέξης Σταμάτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και έκανε μεταπτυχιακά Αρχιτεκτονικής και Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Έχει γράψει τριάντα βιβλία. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε εννέα γλώσσες. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο έβδομος ελέφαντας, εκδόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία. Το Μπαρ Φλωμπέρ εκδόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Σερβία και στη Βουλγαρία. Η Αμερικάνικη φούγκα κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών και εκδόθηκε στις ΗΠΑ (Etruscan Press). Το πρώτο του παιδικό μυθιστόρημα Ο Άλκης και ο λαβύρινθος τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Θεατρικά του έργα του έχουν ανέβει σε πολλά θέατρα της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένου του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Το Βήμα.

Συνέντευξη
ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

«Υπήρξα τόσοι άλλοι», ο τίτλος του βιβλίου σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του; 

Το βιβλίο είναι κατ’ αρχήν αυτοβιογραφικό, με τη μυθοπλασία στο φόντο. Η καταγραφή του εαυτού συμβαίνει μέσα από το συγγραφικό DNA. Πολλές φορές γίνεται αόρατα, ο συγγραφέας μπορεί να κρύβεται αναπάντεχα σε μια γάτα ή σε ένα αντικείμενο ακόμη. Ωστόσο, η πρόθεση στην αρχή δεν ήταν τέτοια. Άρχισα να κρατάω σημειώσεις για ένα επόμενο βιβλίο. Οι σημειώσεις όμως αυτές απέκτησαν εκλεκτικές συγγένειες, άπλωσαν στον χρόνο και τον χώρο και με σταθερή επικαιρική πυξίδα τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν μεταξύ Νοεμβρίου 2021 και Ιουνίου 2022, με οδήγησαν σε ανακλήσεις από το παρελθόν, αλλά και προβολές στο μέλλον. Η κριτική χαρακτήρισε το βιβλίο θραυσματική μυθιστορηματική αυτοβιογραφία. Προσωπικά αποφεύγω να το αποδώσω σε ένα συγκεκριμένο είδος. Επίσης, η κριτική σημείωσε πως πιο δόκιμος θα ήταν ο προσδιορισμός αυτομυθοπλασία, στον βαθμό που το βάρος έπεφτε περισσότερο στη μυθοπλασία και λιγότερο στο εγώ. Γράφω στο βιβλίο: «Δεν είναι εξομολόγηση αυτό. Εγώ δεν είμαι εγώ, είμαι το απείκασμα του εαυτού μου […] Υπάρχουν πολλά είδη σκοταδιού. Το αγαπημένο μου είναι το ένδον σκότος, κάτω από έναν πάμφωτο ήλιο. Εκείνο που απλώνεται ήσυχα, χωρίς κανένα ίχνος. Η ζωή είναι μια μαύρη γιορτή, η μόνη που θα έχουμε ποτέ». Με ενδιαφέρει πρωτίστως η συγκίνηση, ατόφια, χωρίς απαραίτητα τον φορέα μετάδοσής της.

Όσο για τον τίτλο, μου ήρθε αυτόματα. Είναι από τις ευτυχείς στιγμές όταν έρχεται και σε βρίσκει αντί να βασανίζεσαι να τον βρεις. Θεωρώ ότι συμπυκνώνει πραγματικά το βιβλίο και ότι μιλάει για μία αλήθεια που αφορά λίγο πολύ για όλους μας. Δεν είναι εύκολο να είσαι ένα περιχαρακωμένο, μπετόν αρμέ ον για πάντα. Οι συγκρούσεις, οι δυσκολίες, ο πόνος, η χαρά, ο έρωτας, ο χρόνος που κυλά σε διαμορφώνουν, σε σμιλεύουν αλλιώτικά σε διαφορετικές εποχές.

Πόσο απέναντι από τον εαυτό του (και πόσο δίπλα του) πρέπει να σταθεί ένας συγγραφέας κατά τη διάρκεια της συγγραφής ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου μέχρι να φτάσει στο αναγνωστικό κοινό; 

Στην περίπτωσή μου, επειδή αυτές οι δύο οπτικές (έναντι και πλησίον) με ακολουθούν όχι μόνο κατά τη διάρκεια της συγγραφής, αλλά και στη ζωή, το στοίχημα συνίσταται στο να υπάρξω με τον οποίο αντιφατικό εαυτό μου, να μιλήσω ειλικρινά μέσα από τις αναπόφευκτες αντινομίες που έχει ο καθένας μας με έναν λόγο που ελπίζω να αφορά στον σύγχρονο κόσμο. Η απόσταση που πρέπει να διατηρήσει ένας συγγραφέας από τον εαυτό του κατά τη διάρκεια της συγγραφής ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου είναι ένα πολύ λεπτό ζήτημα. Είναι σημαντικό να υπάρξει μια αποστασιοποίηση. Από την άλλη πλευρά, ο συγγραφέας πρέπει επίσης να διατηρεί μια συναισθηματική σύνδεση με το υλικό του. Όλα αυτά ρευστοποιούνται και παράγουν κάτι που δεν είσαι σε θέση να ξέρεις πριν αρχίσεις. Θα προκύψουν και ζητήματα αντιφατικά που δεν πρέπει να λογοκρίνεις, γιατί αυτά στην ουσία σε συνιστούν. Το ταξίδι του συγκεκριμένου βιβλίου ήταν πολύπλοκο και αναπάντεχο.

Τον τελευταίο καιρό απασχολεί ιδιαίτερα κοινό και κριτικούς η αυτοαναφορικότητα στα λογοτεχνικά βιβλία. Πότε πιστεύετε πως ένα βιβλίο με προσωπικές αναφορές έχει λογοτεχνική αξία; 

Πράγματι, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς υπάρχει ένα κύμα αυτομυθοπλασίας και αυτοαναφορικότητας. Η αυτοαναφορικότητα στα λογοτεχνικά έργα είναι βασικό συστατικό της αφήγησης τα τελευταία χρόνια. Οι συγγραφείς εξερευνούν τις προσωπικές τους εμπειρίες και αντιλήψεις με τέτοιους τρόπους ώστε να απευθύνονται απευθείας στους αναγνώστες. Αυτή η τάση είναι συχνά συνδεδεμένη με τη ζήτηση για ειλικρινή και προσωπική λογοτεχνία, που επιτρέπει στο κοινό να συνδεθεί σε βαθύτερο επίπεδο με τα έργα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επινόηση πέθανε ή ότι πνέει τα λοίσθια. Φαίνεται ότι υπάρχει μία ανάγκη και από το κοινό για μια πιο αδιαμεσολάβητη επαφή. Φυσικά κι αυτή η τάση δεν σημαίνει ότι δεν παράγονται και σημαντικά βιβλία μυθοπλασίας. Πέρσι, ειδικά, ήταν μια χρονιά που, διεθνώς τουλάχιστον, αλλά και στην Ελλάδα, κυκλοφόρησαν έξοχα μυθιστορήματα. Χάρηκα διάβασμα.

Το αυτοβιογραφικό κείμενο συνήθως ασχολείται με το παρελθόν. Κάθε φορά έχουμε διαφορετική ερμηνεία του σε σχέση με την περίοδο που γράφτηκε. Το ίδιο βιβλίο θα ήταν διαφορετικό πριν από 30, 20 ή 10 χρόνια όπως θα είναι διαφορετικό να το γράψω 10 χρόνια αργότερα. Με έχουν ρωτήσει εάν το βιβλίο αυτό είναι μια εξομολόγηση. Εξομολόγηση σημαίνει πράγματα για καιρό κρυμμένα, συνήθως ενοχικά, τα οποία φέρνει κάποιος στο φως όταν είναι έτοιμος. Στην περίπτωσή μου ό,τι ήταν να αναδυθεί δεν ήταν κρυφό, απλώς φαίνεται πως βρήκε την ώρα του. Τίποτε δεν συνέβη εκβιαστικά ούτε ήταν προαποφασισμένο. Εξάλλου, αν προσέξει κανείς τα παλιά μου βιβλία, πολλά από τα θέματα στα οποία αναφέρομαι στο νέο βιβλίο υπάρχουν και εκεί υπό τον μανδύα βέβαια της μυθοπλασίας. Τούτου λεχθέντος, είμαστε όλοι αναξιόπιστοι αφηγητές της ζωής μας. Η ελαττωματική μνήμη και η αυταπάτη μάς προκαλούν όλους όταν αναλογιζόμαστε το παρελθόν μας.

Ζούμε σε μια εποχή εκθετικής ταχύτητας, όπου η αναπόφευκτη εξέλιξη της τεχνολογίας μάς ωθεί να κοιτάμε συνεχώς προς το μέλλον. Είμαστε ενστικτωδώς προσανατολισμένοι προς την ανακάλυψη του νέου, του σύγχρονου, ενώ αμελούμε συχνά τη σύνδεσή μας με το παρελθόν. Ωστόσο, ενώ τρέχουμε προς το άγνωστο, αναρωτιόμαστε: Τι πραγματικά χάνουμε;

Η ανάγκη για σύνδεση με το παρελθόν είναι ισχυρή. Οι παραδόσεις, οι ιστορίες των προγόνων, ακόμη και οι αποτυχίες, συνθέτουν ένα πλούσιο υλικό που καθορίζει την εμπειρία. Σε μια εποχή όπου η άμεση ικανοποίηση αναγκών είναι η κυρίαρχη αξία, παραμελούμε τη σημασία της διαχρονικής σοφίας.

Κάθε άτομο φέρει το βάρος της αναξιοπιστίας στον τρόπο που αφηγείται τη ζωή του. Οι κοινωνικές πλατφόρμες είναι γεμάτες με επιμέρους εκδοχές της πραγματικότητας όπου οι χρήστες παρουσιάζουν μια επιμελώς ψιμυθιωμένη εικόνα του εαυτού τους. Στην προσπάθεια να προβληθούμε σε μια κοινωνία που απαιτεί την απόδειξη της επιτυχίας και της ευτυχίας, η αλήθεια χάνεται στις στημένες φωτογραφίες, τα επιμελώς ατημέλητα στιγμιότυπα και τα σύντομα κείμενα τίζερ, όσο ακόμη υπάρχουν και αυτά.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;

Έχω μία καχυποψία όταν ακούω αξίες. Η λέξη μού φαίνεται προβληματική. Ειδικά στην εποχή μας όπου γίνεται κατάχρησή της, συχνά οι αξίες μοιάζουν άυλες, ευαίσθητες, ήπιες λέξεις που έχουν πολύ μικρό έως καθόλου βάρος. Υπόψη, μιλώ αποκλειστικά για το πώς γίνεται η χρήση της λέξης στη σύγχρονη κοινωνία. Προτιμώ να απαντήσω αντικαθιστώντας τη λέξη αξία με τη λέξη προτέρημα. Τα προτερήματα λοιπόν που μου αρέσουν είναι η ειλικρίνεια, η ανιδιοτέλεια, η γενναιοδωρία. Κι εδώ ας προσθέσουμε και την έλλειψη πόζας, και το σύνδρομο του ξερόλα από το οποίο πάσχουν πολλοί τριγύρω μας.

Η λέξη που μου αρέσει είναι η ελευθερία. Αισθάνομαι ότι η ελευθερία, η αίσθηση της προσωπικής πλήρωσης, δεν έρχεται μέσα από επεμβάσεις επί της φύσης – με τη διττή έννοια – αλλά ως στοιχείο της ίδιας της φύσης, μια εγγενής, αρχαϊκή, πρωτογενής δύναμη. Αυτή η συλλογιστική βέβαια με οδήγησε αρχικά σε πολλές παρεξηγήσεις, σε μυθοπλασίες, ταυτίσεις και υπερβολές. Μεγαλώνοντας, έχοντας διασχίσει την περίοδο της κυνικής ενηλικίωσης, επανέρχομαι στην αίσθηση αυτή, από μια άλλη εσωτερική μελωδία που με ενώνει με την αρχή μου.

Υπάρχει πρωτοτυπία στα μυθιστορήματα που γράφονται;

Στην εποχή που ζούμε, μια εποχή εκθετικών ταχυτήτων και βομβαρδισμού γνώσεων, έχουμε πράγματι εξαιρετικούς υβριδικούς συνδυασμούς που έχουν οδηγήσει σε πρωτότυπα μυθιστορήματα. Το θέμα με την εποχή είναι ότι προκρίνει το Επίκαιρο εις βάρος του Μεγάλου. Σαρώνουμε το παρόν τρέχοντας με μία ταχύτητα εξωπραγματική και αμελούμε το Μέγα, εκείνο που μας συνιστά και έχει ιστορία χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ετών, εις βάρος της φευγαλέας επικαιρότητας, η οποία, όσο και να έχει πολύ ενδιαφέρον, δεν παύει να είναι διαρκώς εν τη γενέσει της. Σαρώνουμε τη ζωή μας με βήματα γρήγορα, αφήνοντας πίσω μας την αξία και τη σοφία που έχει προκύψει από την ιστορία, η οποία έχει σμιλευτεί με συγκρούσεις, γεγονότα και φοβερές ανακατατάξεις.

Στα καλά τοποθετώ το γεγονός πως η σύγχρονη λογοτεχνία συχνά υπερβαίνει τα είδη, δημιουργώντας μοναδικές και αντισυμβατικές ιστορίες. Για παράδειγμα, ένα μυθιστόρημα μπορεί να συνδυάζει στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, μυστηρίου και ρομαντισμού, με αποτέλεσμα μια ιστορία που αψηφά την κατηγοριοποίηση. Ένα τυπικό έργο flash fiction έχει μόνο μερικές εκατοντάδες λέξεις.

Τι διαπιστώνετε ως αναγνώστης;

Προσφέρεται μια υπερπληθώρα βιβλίων σε βαθμό που ακόμη και ένας ενημερωμένος αναγνώστης χάνεται εντελώς. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στον χώρο του βιβλίου, αλλά και σε όλες τις τέχνες, ειδικά στο θέατρο, το οποίο παρακολουθώ, μια και η μητέρα μου, αλλά και η γυναίκα μου είναι ηθοποιοί κι εγώ έχω ασχοληθεί πολύ έχοντας γράψει 10 θεατρικά έργα. Αυτή η υπερπροσφορά κειμένων και θεάματος δεν επιτρέπει στον αναγνώστη-θεατή να κάνει τη δική του επιλογή και αναγκαστικά εξαρτάται από τη διαφήμιση τη μόδα.

Μια νέα, παράξενη κατηγορία αναγνωστικού κοινού είναι εκείνο που ακούει συνόψεις βιβλίων στο δίκτυο. Παρατηρούμε έναν αυξανόμενο αριθμό πλατφορμών και υπηρεσιών που έχουν σχεδιαστεί για να συνοψίζουν το περιεχόμενο μη λογοτεχνικών βιβλίων. Κάτι που δείχνει το πώς ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πνιγμένος μέσα στον υπολογιστή. Δεν έχει χρόνο ούτε για ανάγνωση και η γνώση του προσφέρεται συμπυκνωμένη σαν κατεψυγμένο φαγητό.

Διαβάσατε πρόσφατα κάποιο βιβλίο που σας εντυπωσίασε; 

Ναι, το «Φράνσις Μπέικον / ανατομία ενός αινίγματος», του Michael Peppiatt, σε μετάφραση του Σπύρου Τσούγκα, εκδόσεις μικρή Άρκτος.

Υπάρχουν βιβλία που σας έχουν καθορίσει ως συγγραφέα; 

Είναι τόσα πολλά που δεν μπορώ να τα παραθέσω εδώ. Δεν είμαι ο αναγνώστης που έχει καθοριστεί από ένα βιβλίο, αλλά από μία διαρκή αναγνωστική κίνηση. Ίσως αυτό που έχει μιλήσει περισσότερο στην καρδιά μου είναι ένα από τα πρώτα βιβλία που έχω διαβάσει, ο «Όλιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς. Με κάποιο τρόπο είχα ταυτιστεί με τον κεντρικό ήρωα. Ο συνδυασμός της βιβλιοφιλίας με την πολύ στενή παρατήρηση, δημιούργησε εκείνο που ένιωθα πάντα, έναν δεύτερο κόσμο, στον οποίο πάλι πρωταγωνιστής ήμουν εγώ, αλλά κι ένας άλλος εαυτός ο οποίος παρατηρούσε εμένα.

Υπάρχουν λογοτέχνες που ξαναδιαβάζετε;

Πάρα πολλοί. Αρθούρος Ρεμπώ, Φραντς Κάφκα, Ρόμπερτ Μούζιλ, Κόρμακ ΜακΚάρθυ, Φερνάντο Πεσσόα, Τόμας Μπέρνχαρντ, Γιώργος Σεφέρης, Διονύσιος Σολωμός, Μαρσέλ Προυστ, Γουίλιαμ Φώκνερ, Άντον Τσέχωφ, Τ.Σ. Έλιοτ, Τόμας Πύντσον, Ανδρέας Εμπειρίκος, Ρίλκε, Θερβάντες, Έμιλι Ντίκινσον και ων ουκ έστιν αριθμός.

Τι είναι αυτό που οδηγεί έναν συγγραφέα στο επόμενο βιβλίο; 

Η επιθυμία να πει τη συγκεκριμένη ιστορία. Η ίδια η συγγραφή νοηματοδητεί τον κόσμο. Βιβλία μου εκδίδονται εδώ και τριάντα χρόνια πλέον. Κάθε φορά είναι σαν να ξαναρχίζω. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν έχω ζήσει ποτέ τον τρόμο της λευκής σελίδας. Λένε ότι κάποιοι συγγραφείς γράφουν συνέχεια το ίδιο βιβλίο. Δεν νομίζω να είμαι η περίπτωση.

Ασχολείστε με το επόμενο βιβλίο σας;

Ήδη είναι σχεδόν έτοιμο το επόμενό μου μυθιστόρημα με προσωρινό τίτλο «Το Παιδί και ο Άγγελος». Είναι η πρώτη φορά που το λέω αυτό. Ίσως επειδή πια έχω περάσει τόσες επιμέλειες το αρχικό κείμενο, ώστε να θεωρώ ότι είναι σχεδόν τελειωμένο. Βέβαια, ένα βιβλίο ποτέ δεν τελειώνει, εγκαταλείπεται.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το