Πολιτισμός

Τραχίνιες: Ένα ψυχόδραμα με πολλές προεκτάσεις

Toυ Κυριάκου Παπαγεωργίου

«η αισχρή πράξη που κρατιέται στο σκοτάδι δεν φέρνει ντροπή»
Δηιάνειρα

Παίχτηκε την περασμένη εβδομάδα στο αρχαίο θέατρο Δημητριάδας, καθώς και στον χώρο της Βασιλικής Α’ στη Νέα Αγχίαλο, μια από τις πιο συζητημένες τραγωδίες του Σοφοκλή, Οι Τραχίνιες, που δεν ανήκει στην κατηγορία των πολυπαιγμένων έργων του τραγικού ρεπερτορίου.
Κι όμως, από τους κλασικούς αναλυτές θεωρείται ως μια από τις κορυφαίες συνθέσεις, με πολλαπλά ακανθώδη και διαχρονικά θέματα.
Προσωπικά την εντάσσω στην ίδια θέση με την «Αντιγόνη» και τον «Οιδίποδα Τύραννο»…
*
Πολλοί συνέρρευσαν στο όμορφο, κερκιδωμένο μεν, αλλ’ ανεπούλωτο αρχαίο θέατρο της Δημητριάδας, για το οποίο – θα το ξαναπούμε, κανένα κονδύλι δεν έχει διατεθεί – ας είναι καλά οι άρχοντές μας – για την αποκατάστασή του…
Είναι μοιραίο φαίνεται να κάνει για αιώνες το «αγροτικό» του… (Της ανάδελφης θεσσαλικής πόλης ωστόσο τα δυο θέατρα έχουν περάσει τις εξετάσεις των υπουργείων Οικονομικών και Πολιτισμού… Κι οι γείτονες εργάζονται πυρετωδώς, εκεί στον κάμπο, για τον πολιτισμό των «θεριζοαλωνιστών»…).


*
Ο αρχαίος λόγος ξανακούστηκε, έστω και αποσπασματικά, χαμηλόφωνα και με πάθος, μια και το τελευταίο επωμίζεται το κύριο βάρος της τραγικής αποστολής του έργου.
Ο Σοφοκλής έτσι κι αλλιώς δεν είναι εύκολος καταλύτης του αρχαίου λόγου, δεν είναι Αισχύλος να ενθουσιάζει με το υψηλό του ύφος, αλλά δεν είναι και Ευριπίδης να παρασέρνει τους θεατές με ψυχοδραματικές κορυφώσεις, με σκευωρίες, εντάσεις κι ερωτικούς ακροβατισμούς, παρά την πολύ έντονη ερωτική υπόσταση του δράματός του.
Ο Σοφοκλής στις «Τραχίνιες» βαδίζει με γνώμονα τρεις άξονες: Την έννοια των χρησμών, την ευφυή χρήση του δραματικού χρόνου (πολύ έξυπνη και πρωτότυπη η χρήση του από τον σκηνοθέτη Θωμά Γκαγκά) και την ορθή απονομή των χαρακτηρισμών στα πρόσωπα του Ηρακλή και της Δηιάνειρας.
Αλλά ας δούμε πιο αναλυτικά τα επί μέρους θέματα όπως τα θίγει η πένα του Αθηναίου (από τη Βαρυπόμπη) ποιητή.
Ποιος ήταν ο ρόλος της Δηιάνειρας, η συμμετοχή του Λίχα, ο χαρακτήρας του Ύλλου κι εντέλει ποιος ήταν ο Ηρακλής, που σε όλη την έκταση του δραματικού έργου δεν έχει τίποτα το αξιαγάπητο επάνω του; Η αγριότητα που τον χαρακτηρίζει, τον οδηγεί στο να καταστρέψει μια ολόκληρη πόλη, για χάρη της Ιόλης, κόρης του βασιλιά της Εύβοιας. Θυμίζει, μ’ άλλα λόγια, το αχαλίνωτο ερωτικό πάθος που συχνά του αποδίδεται.

Ουσιαστικά το έργο ξετυλίγεται γύρω από την τραγική φιγούρα της Δηιάνειρας – για να μην πω ότι αποτελεί ένα ψυχόδραμα της τελευταίας.
Και είναι κάτι παραπάνω από ψυχόδραμα, αφού είναι εκείνο το δράμα που επηρέασε τον Ευριπίδη, καθώς ο τελευταίος δέχτηκε αποφασιστικούς ερεθισμούς, σύμφωνα με τον Reinhardt, τόσο ως προς την τεχνική του προλόγου, όσο και ως προς τη διαμόρφωση του στοιχείου της πλοκής.
Αλλά ας αφήσουμε τον Ευριπίδη (και τις σκευωρίες του) και ας πιάσουμε τη Δηιάνειρα, ένα παρεξηγημένο πρόσωπο της τραγικής μυθοπλασίας.
Ασφαλώς και ο έρωτας στις Τραχίνιες παίζει σπουδαίο ρόλο. Αλλά βέβαια είναι διαφορετικός από τα δράματα πάθους του Ευριπίδη. Στις Τραχίνιες, είναι ορατό, ότι συντρίβονται οι προσπάθειες των ανθρώπων. Οι δυνάμεις αυτές δεν αναδύονται από τον εσωτερικό κόσμο των δραματικών προσώπων, αλλά υψώνονται από τον ποιητή ως ανεξιχνίαστες μορφές εξουσίας κάτω από τη δύναμη και την επιρροή των χρησμών.

Τη Δηιάνειρα ο ποιητής τη θέλησε όχι μια συνειδητή συζυγοκτόνο, αλλά «μια βουβά και βαθιά ερωτευμένη γυναίκα», στην οποία δεν ταιριάζει η ρετσινιά και ο ψόγος της ενοχής.
Καταφεύγει στο υποτιθέμενο μαγικό φίλτρο, τρομαγμένη και ανήσυχη, για την αγάπη του άντρα της. Περιμένει με αυτό να τον ξαναφέρει κοντά της. Αλλά ο Σοφοκλής, μάστορας σε τέτοιες επινοήσεις, τα ανατρέπει όλα για να οδηγήσει, τον Ηρακλή και την ίδια, στην καταστροφή. Μια καταστροφή που απεργάζεται όχι η ανθρώπινη γνώση και συνείδηση, ούτε καν η τυφλή ψευδαίσθηση, αλλά οι θεοί, τους οποίους ο ποιητής κατηγορεί ευθέως πως «ενώ θέλουν να λέγονται γεννήτορες και πατέρες, επιτρέπουν να συμβαίνουν γεγονότα που τους φέρνουν ντροπή». Μα τα λόγια αυτά που εκφέρει ο ποιητής διά στόματος Ύλλου, τα αναιρεί σχεδόν αμέσως, για να ολοκληρώσει τον τραγικό του λόγο με το επίθεμα της τραγωδίας, γυρίζοντας το νόμισμα από την άλλη όψη: «Είναι φοβερά τα όσα έχουν συμβεί, αλλά δεν υπάρχει τίποτε μέσα σ’ αυτά που να μην είναι ο Δίας»…
*


Η εσωτερική ενότητα του έργου είναι πυκνή κι αναμφισβήτητη. Η συμφορά του Ηρακλή είναι αποτέλεσμα του τραγικού λάθους μιας ερωτευμένης γυναίκας.
Και γι’ αυτό οι Τραχίνιες είναι έργο δυο ηρώων, αλλά το δραματικό βάρος στους ήρωες αυτούς κατανέμεται διαφορετικά από ό,τι στην «Αντιγόνη». Στην «Αντιγόνη» τα δυο πρόσωπα έρχονται αντιμέτωπα με τις πράξεις και τον αγώνα τους, ενώ στις «Τραχίνιες» ο Ηρακλής γίνεται το θύμα μιας πράξης που την προκάλεσε ο ίδιος με το να φέρει την Ιόλη, ως ερωμένη στο βασίλειό του, όπου ζούσε η σύντροφός του η Δηιάνειρα.
*
Ο Σοφοκλής χρησιμοποιεί έναν πολυδύναμο χρησμό για να υπογραμμίσει την αναγνώριση της πραγματικής του σημασίας. Η βούληση του θεού είναι μονοσήμαντη, λέει ο Albin Lesky, στην ανάλυση που επιχειρεί. Η μετάδοσή της μέσα από τον χρησμό αφήνει ανοιχτή την πόρτα της εικασίας και της πλάνης στον άνθρωπο.
Παίζουν λοιπόν στο έργο σημαντικό ρόλο οι χρησμοί. Αν και δεν προωθούν τη δράση, όπως συμβαίνει στον «Οιδίποδα τύραννο», ωστόσο οι συνέπειές τους έρχονται να επικυρώσουν τις παλιές σκοτεινές προφητείες…
Ο χρησμός για τον οποίο μιλάει η Δηιάνειρα επιδέχεται δυο ερμηνείες: Ύστερα από την εκπνοή της μοιραίας προθεσμίας ο Ηρακλής θα βρει ή τον θάνατο ή την ήρεμη ευτυχία…
*
Ως προς το θέμα του δραματικού χρόνου, ο ποιητής με μια εύστοχη κι επιδέξια κίνηση εισάγει στη δράση πρόσωπα, τα οποία ενώ ανήκουν στον ίδιο χρόνο, εμφανίζονται σε διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξελίσσεται δυναμικά το δράμα. Ο Αγγελιοφόρος φερ’ ειπείν έρχεται πριν από τον Λίχα, ο οποίος καθυστερεί, καθώς τον εμποδίζει το πλήθος. Έτσι η αλήθεια έρχεται στο φως, όταν συναντηθούν οι δυο τους, ενώ η Ηρακλής μένει ακόμη στο Κήναιο, το βόρειο ακρωτήρι της Εύβοιας, όπου ετοιμάζει θυσίες. (Εδώ πρέπει να πούμε ότι από αυτό το ακρωτήρι γκρέμισε ο Ηρακλής τον Λίχα, όταν έμαθε την αλήθεια και ότι από αυτόν πήραν το όνομά τους τα Λιχαδονήσια, απέναντι από το βορειοδυτικό άκρο της Βόρειας Εύβοιας – νησίδες που γίνανε, κατά τον μύθο, από τα διασκορπισμένα μέλη του Λίχα).
*
Είναι πολύ δύσκολο να συλλάβει κανείς σωστά τη μορφή του Ηρακλή. Ο ήρωας, όπως είπαμε, δεν έχει τίποτα το αξιαγάπητο πάνω του κι ωστόσο οι άθλοι του θυμίζουν πάντα αυτόν που ξεπέρασε το ανθρώπινο μέτρο. Είναι σκληρός απέναντι σε όλους, ακόμη και απέναντι στον εαυτό του, τις τελευταίες του στιγμές.
Πολύ σημαντική τέλος η συμβολή του Ύλλου με τα λόγια που του βάζει να πει ο Σοφοκλής, στο τέλος του δράματος, για τους θεούς και γενικότερα τον θρησκευτικό στοχασμό. Εδώ να σημειώσουμε πως η ερμηνεία των σχολιαστών και ιδιαίτερα του Kamerbeek αποδίδει στον Ύλλο τα λόγια αυτά και όχι στον Χορό των γυναικών (την κορυφαία), όπως θέλουν πολλοί άλλοι. Έχει κι αυτό τη σημασία του…
*
Η παράσταση ήταν μια μικρή έκπληξη. Πολύ επιτυχημένη, κατά την άποψή μου, η αποσπασματική (ως προς τα χορικά) παρουσία του δράματος, με ακέραια τα επεισόδια του έργου που ανέλαβαν να εκτελέσουν πέντε ηθοποιοί που εναλλάσσονταν ως πρόσωπα και ως χορός. Βέβαια η απόδοση του αρχαίου λόγου στη σύγχρονη εκφορά οφείλεται στον Κ. Χ. Μύρη.
Θαυμάσια τα σκηνικά του Αργύρη Ζήση και του Θανάση Ματσαγγιά, με την τοποθέτηση ανάμεσα στους δρώντες μερικών ομοιόστολων αγαλμάτων και τα οποία ταίριαζαν απόλυτα με τα κουστούμια που φιλοτέχνησε η Πέννυ Τσομπανάκη. Πολύ καλή και η κίνηση των ηθοποιών που δίδαξε η Αριάδνη Παπαπαναγιώτου. Η μουσική σωστά επιλεγμένη, αν και μερικές φορές σκέπαζε υπερβολικά τον λόγο των ηθοποιών. Εξαιρετικά δυναμική η δραματουργική επεξεργασία της Χριστιάνας Ματζουράνη και πολύ καλοστημένη η όλη παράσταση από τον σκηνοθέτη Θωμά Γκαγκά. Παραπάνω από καλοί οι ηθοποιοί, αλλά ιδιαίτερη μνεία αξίζει η Τροφός – Θεράπουσα Μαρία Φιλίππου, της οποίας η φωνή, η άρθρωση και ο κυματιστός λόγος ανέβασαν την παράσταση σε υψηλά επίπεδα. Βαθύς, κυματιστός λόγος με θαυμάσια φωνητικά κρετσέντο. Αξιόλογη και η πρωταγωνίστρια Τζίνη Παπαδοπούλου. Λιτή και σωστή ως Δηιάνειρα.
Προβληματική η μικροφωνική απόπειρα. Άλλοτε απέδιδε κι άλλοτε εχώλαινε σημαντικά. Άλλωστε και οι ηθοποιοί πρέπει να το κατάλαβαν και μερικοί πέταξαν τα μικρόφωνά τους. Ο λόγος τους, στις μπροστινές κερκίδες που χρησιμοποιήθηκαν, έφτανε επαρκής και πιο αληθινός. Χωρίς μικρόφωνα.
Κρίμα που η παράσταση αυτή, με όσα λειψά και αποσπασματικά στοιχεία τη χαρακτηρίζουν, δεν θα παιχτεί στην ορχήστρα του Αργολικού Θεάτρου.
Από «πλούσιες» παραστάσεις φέτος χορτάσαμε στο θέατρο του Πολυκλείτου…
H προχειρότητα, η υπερβολή, ο κακός σχεδιασμός και η εντυπωσιοθηρία, πήγαν σύννεφο…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το