Πολιτισμός

Ελένη Γκίκα: Η καλοσύνη είναι επιλογή

Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Αντί, στις Εικόνες, στο Έθνος και στο Έθνος της Κυριακής από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν τριάντα οκτώ βιβλία της: Δεκαπέντε μυθιστορήματα, δώδεκα ποιητικές συλλογές, τέσσερις συλλογές με διηγήματα, ένας τόμος με συνεντεύξεις και έξι παραμύθια. Γράφει για βιβλία στο Liberal.gr. Ανήκει στην εκδοτική ομάδα του διαδικτυακού περιοδικού Fractal. Το πρόσφατο μυθιστόρημά της «Προσωπαγνωσία», ένα δημοσιογραφικό θρίλερ που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΑΩ, ήταν η αφορμή για αυτή τη συνέντευξη.

Προσωπαγνωσία, ο τίτλος του νέου σας μυθιστορήματος, ένα δημοσιογραφικό θρίλερ,από τις εκδόσεις ΑΩ. Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;
Θα μπορούσα να πω ότι είναι από εκείνα τα βιβλία που μπήκαν σφήνα στη ζωή μου, κάπως ουρανοκατέβατα. Με το σπαθί του, αυτό ακριβώς. Ήρθε με το σπαθί του! Με το… έτσι θέλω! Είχα αναλάβει εκ μέρους εφημερίδας να συμπληρώσω οκτώ πολιτικά θρίλερ και τελευταία στιγμή ακυρώθηκε ένα. Βρισκόμουν σε απόγνωση. Επαγγελματικά φιλότιμη όφειλα να καλύψω το κενό, είχα εξάλλου το θέμα (είχα ζήσει τα τελευταία χρόνια μιας μεγάλης εφημερίδας κι είχα συμμετάσχει σε όλο αυτό το Βατερλώ) από την άλλη ζούσα τον προσωπικό μου Γολγοθά (και Βατερλώ) εκείνο τον καιρό, όσο κι αν ήθελα να κάνω ότι το αγνοώ, ήταν στο τελευταίο πράσινο μίλι της η μαμά μου. Απ’ όπου κι αν μ’ έπιανες, αιμορραγούσα. Μέσα στην απελπισία μου, λοιπόν, και στον περσινό Αύγουστο, βούτηξα στα βαθιά. Κι έκανα εκείνο που ξέρω καλά: Να το τραβήξω στα άκρα. Μέσα του έχει τα πιο δικά μου, κυριολεκτικά ανοίγω τα φυλλοκάρδια μου, και τα πιο απίθανά μου, τη πιο τρελή φαντασία μου, ρούνους και φαρμακερά φυτά. Τα παραμύθια που έλεγα όταν ήμουν παιδί για να ξεφοβηθώ και να ξορκίσω το όποιο κακό, να κουκουλώσω πληγές, να κρύψω κάτι και να κρυφτώ. Αυθόρμητα πια μου βγήκε όλος αυτός ο παιδικός μου μηχανισμός. Τελειώνοντας, μου χαρίστηκε σαν ευλογία κι ο τίτλος. Διότι είναι πάθηση στην ψυχιατρική. Κι είναι σα να είναι η πάθηση που μας χαρακτηρίζει όλους αυτή την εποχή.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

Διαβάζοντας το βιβλίο δεν μπορεί να μη συσχετίσει ο αναγνώστης την κατάσταση που έζησαν εργαζόμενοι σε έντυπα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Τι σας ώθησε να μιλήσετε για την εποχή αυτή;
Θα πρέπει να ήταν το αγκάθι μου. Γενικά είμαι άνθρωπος του ελέους, δεν ήμουν ποτέ του δικαίου. Είναι πολύ λεπταίσθητο ζήτημα το δίκαιο και θεωρώ ότι είναι εσωτερική διεργασία και είναι προσωπική δουλειά του καθενός. Αλλά αυτή η αδικία των τελευταίων χρόνων στον Τύπο, μου είχε – κυριολεκτικά – φάει τα σωθικά. Μετά την «Προσωπαγνωσία» συγχωρέθηκαν οι πάντες. Ήταν σαν να είχα καταπιεί έναν αχινό και να βγήκε πια απ’ τα σπλάχνα μου. Είδα ότι από τον φόβο τους έγινε ό,τι έγινε. Ξέρετε πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει ο ανασφαλής κι ο φοβισμένος; Κι όσο για μένα, ήμουν σε μια ηλικία που δεν μου επιτρεπόταν – και δεν επέτρεπα κιόλας στον εαυτό μου – να δημιουργήσω κακό δεδικασμένο, δεν ήθελα τη ζωή μου να τη ζήσω σαν πρόβατο ή σαν λύκος μέσα εκεί, μετά από όσα σπουδαία είχα ζήσει στον δημοσιογραφικό χώρο, η δημοσιογραφική αντίδραση ήταν μονόδρομος, αλλά τελειώνοντας αυτό το βιβλίο κατάλαβα ότι και «ο κακός άλλος» ακόμα και «ο διπρόσωπος άλλος» στη ζωή μου και για τη ζωή μου υπήρξε «απεσταλμένος». Σταγόνα στον ωκεανό και πάμε παρακάτω. Μετά το βιβλίο, περάσαμε όλοι μας τον Ρουβίκωνα, κι όποιος κι αν ήταν, κι ό,τι κι αν έκανε, ήταν συγχωρεμένος.

Παραλληλισμοί και συμβολισμοί διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου σας. Ανθρώπινοι χαρακτήρες και ρούνοι, στους οποίους αναφέρεστε εκτενώς. Θέλετε να σχολιάσετε;
«Ο άνθρωπος είναι λιγότερο ο εαυτός του όταν μιλάει ως ο εαυτός του. Δώσ’ του μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια», έχει πει ο ΌσκαρΟυάιλντ. Δεν συνηθίζουμε τα πιο δικά μας να τα φορτώνουμε συνήθως στους ήρωες; Κι ύστερα είναι και οι προσλαμβάνουσες του καθενός. Δεν μίλησε τυχαία ο Χριστός με παραβολές. Το ζήτημα είναι το Πνεύμα, όχι το Γράμμα του Νόμου. Ο καθένας την Αλήθεια τη βλέπει αλλιώς. Στους παραλληλισμούς και στα σύμβολα είχα κι έχω πάντοτε αδυναμία, όπως έχω επίσης αδυναμία και στις περίτεχνες δομές. Μ’ αρέσει πολύ το χτίσιμο στην πεζογραφία, ίσως επειδή από παιδί αγαπούσα και την αρχιτεκτονική. Κι αγαπώ και οτιδήποτε έχει να κάνει με τη γλώσσα, οτιδήποτε της δίνει μια διάσταση σχεδόν σωματική. Εδώ έρχονται οι ρούνοι και τα σύμβολα και συνεπικουρούν.

Η νέα κατάσταση στον χώρο της έντυπης δημοσιογραφίας έχει αλλάξει την τελευταία δεκαετία. Τι είναι αυτό που λείπει αισθητά;
Η πρωτοτυπία, το προσωπικό ύφος, η άποψη, ο σεβασμός στον δημοσιογράφο, έχει επέλθει πια η απαξίωση των πάντων, ό,τι απέμεινε εκτελεί σχεδόν χρέη φωτοβολίδας, στερείται αλήθειας, βάθους, αλλά πιστέψτε με, είναι πια φαύλος κύκλος όλο αυτό.

Η μη αμειβόμενη αρθρογραφία και δημοσιογραφία πόσο πλήττει το κύρος του επαγγέλματος;
Να πούμε ότι όλα ξεκίνησαν αρχές του 2010, όταν έπεσε γραμμή να ξηλωθούν από παντού όλοι οι υψηλόμισθοι και να προσληφθούν νέοι και αδαείς αντί ενός πινακίου φακής. Από κει και εκεί άρχισε το απίστευτο στα σαϊτ, ο ένας να κάνει κόπι πέιστ τα κείμενα του άλλου, και πώς να μη κάνει δηλαδή, αν θα πρέπει να ανεβάσει είκοσι κείμενα σε ένα δίωρο και να μη χάσει είδηση με ένα ευτελές ποσό… Τώρα ποιος φταίει, βρείτε το, συνάδελφο πάντως δεν θα κατηγορούσα επ’ ουδενί. Έχει να ζήσει, πολλές φορές, και γυναίκα και παιδιά. Όσο για το «μη αμειβόμενοι» μα ηρωικώς πεσόντες αρρωσταίνουμε και πεθαίνουμε οι πάντες, υπάρχει μέρα χωρίς νεκρό δημοσιογράφο; Εσείς έχετε δει; Δεν έχει μείνει και κάτι που να μην πάθουμε! Την τελευταία δεκαετία η δημοσιογραφία έχει πληγεί εξίσου όσο και η οικοδομή! Σαν παραλοϊσμένοι γυρίζουμε. Και δεν ξέρουμε ούτε ποιοι είμαστε πια, ούτε τι θέλει ο κόσμος από μας. Κι αν μας θέλει. Διότι σαν διαφημιστές εξακολουθεί να μας θέλει. Έτσι του κάνουμε!

Η ηρωίδα σας βρίσκεται συνεχώς κάτω από το πέπλο της απώλειας αγαπημένων προσώπων. Ποια είναι η αχτίδα φωτός που την κρατά ενεργή;
Η πίστη της ότι τίποτα, τελικά, δεν τελειώνει. Η ίδια η ζωή. Τα ελάχιστα. Ένα κλαράκι, ένα φυλλαράκι, ένα άσπρο χαρτί, πόσο μάλλον ένα πρωινό ακόμα, η γειτόνισσα απέναντι, ένα φλιτζάνι καφές, ένα βιβλίο, μια βόλτα ακόμα, το σχολείο που περνά απ’ έξω όταν πάει εκδρομή, ένα παιδί. Το αεράκι απ’ τ’ ανοιχτό της παράθυρο, εκείνο το απόκοσμο τοπίο στο χθεσινοβραδινό όνειρο που δεν πρόκειται στην πραγματική της ζωή ποτέ να το δει. Γιατί τι είναι η ζωή; Ένα Φου είναι η ζωή και ελπίζω να το καταλάβουμε κάποια στιγμή.

Οικονομική κρίση, πανδημία, κρίση αξιών. Βλέπετε φως στο τούνελ που έχουμε μπει τα τελευταία χρόνια;
Μα δεν είναι Φως στη ζωή μας το ότι όλα αυτά τα περίεργα χρόνια ξεχώρισε η ήρα από το σιτάρι; Τώρα πια ξέρω τους φίλους μου, τα ελάχιστα εκείνα που αντέχουν στον χρόνο, τα όσα δεν αγοράζονται ούτε πωλούνται, έμαθα με πόσο ελάχιστα είμαι πλέον ικανή να επιβιώνω, και μετά πια και από την «Προσωπαγνωσία», η οποία κυριολεκτικά λειτουργεί και σαν σταυροδρόμι, γνωρίζω και με ποιους έχω αλλάξει και πίστα. Με ποιους δεν πρόκειται στο μέλλον ποτέ να ξανασυναντηθώ. Από δω και πέρα θα συνεχίσω ελεύθερη πια στον ουρανό του τίποτε με ελάχιστα, όπως έλεγε και η υπέροχη Κατερίνα μας.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Την καλοσύνη. Γιατί εμπεριέχει και όλες τις άλλες. Την ευφυία (έχετε δει κουτό καλό;), τη γενναιοδωρία, την αγάπη, την ελευθερία. Βλέπετε, η καλοσύνη είναι επιλογή.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε θετικά;
Αγαπώ να διαβάζω, και το κάνω συστηματικά, σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, Μαρία Ξυλούρη και τα «Πέτρινα πλοία» της, την παρακολουθώ από το πρώτο βιβλίο της και βρίσκω εξαιρετικές τις εμμονές της και τον τρόπο γραφής, την Τζούλια Γκανάσου και το καινούργιο βιβλίο της «Γόνιμες μέρες», το ζήτησα για τις ανάγκες μιας συνέντευξης σε pdf και χαίρομαι αφάνταστα για τη δική μας λογοτεχνία, που ευτυχώς έχει αρχίσει πια να μεταφράζεται και να ακούγεται όπως της αξίζει. Αυτό το «εγώ δεν διαβάζω Έλληνες, μόνο ξένους», είναι για ψωνισμένους και για αδαείς ή αφελείς πια, μου φέρνει γέλια. Μα έχουμε σημαντικούς νέους συγγραφείς.

Γράφετε κάποιο νέο βιβλίο; Με τι ασχολείστε αυτό το διάστημα;
Εκείνο που φροντίζω είναι να ξαναμάθω να ζω. Ή μάλλον να πάψω να δουλεύω σαν μανιακή και να πενθήσω επιτέλους. Διαβάζω και γράφω ακατάπαυστα και συνήθως έτσι κουκουλώνω τον πόνο, τα δέκα χρόνια που έζησα με τη μαμά μου ήταν δύσκολα κι όμορφα χρόνια, ήταν για μένα μεγάλο δώρο, μου ξαναχάρισε ο Θεός, η Ζωή, μια αστεία, γενναία, τρυφερή μαμά. Αναθεώρησα πολλά. Τώρα θα πρέπει να ξαναδώ τη ζωή με τα καινούργια μου μάτια, μόλις στεγνώσουν τα δάκρυα, ήδη προσπαθώ να αναστήσω την αυλή και το σπίτι της, λέω να ξεχειμωνιάσω εκεί.
Τα συρτάρια είναι γεμάτα, υπάρχει ένα αστυνομικό που έγραφα χρόνια με άξονα την παλιά και τη νέα γενιά τρομοκρατών και μια οικογενειακή σάγκα, η γνωστή μανία μου, ξέρετε, με τις επαναλήψεις, αλλά δεν βιάζομαι να εκδοθεί, υπήρξε η παρέα μου τα δύσκολα χρόνια, μ’ αυτή την ιστορία γέλασα κι έκλαψα, έψαξα χίλια δυο πράγματα, και θέλω να τη χαρώ όταν θα βγει. Υπάρχει έτοιμο, επίσης, ένα αγαπημένο παραμύθι, αλλά χρειάζεται επίμετρο. Κι αυτό με αφορά και το καθυστερώ. Υπάρχουν δυο τρία μισοτελειωμένα μυθιστορήματα που επιμένω να τα κρατώ σαν τον φιλάργυρο Σκρουτζ δικά μου και μόνο δικά μου. Βλέπετε δεν είμαι έτοιμη ακόμα να εκτεθώ. Για την ώρα, νεραγκούλες και τριανταφυλλιές, γιασεμιά και λεμονίτσες στην πίσω αυλίτσα του πατρικού μου. Σιγά σιγά. Απαλά απαλά.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το