Πολιτισμός

Καναλιώτες λαϊκοί οργανοπαίχτες που άφησαν εποχή (photos)

Της Αγγελικής Θάνου,
συνταξιούχου PhD εκπαιδευτικού και συγγραφέα

Γ’ Μέρος

Από πού προκύπτει άραγε η ιδιαίτερη ικανότητα των ανθρώπων να εξασκήσουν, να διακριθούν και να επιτύχουν σε έναν τομέα; Είναι γονιδιακό; Είναι αποτέλεσμα των περιβαλλοντικών παραγόντων; Η επιστημονική κοινότητα διχαζόταν μέχρι πρότινος.
Ο Αμερικανός γενετιστής David Shenk μέσα από τις μελέτες του υποστηρίζει ότι κληρονομικά χαρίσματα δεν υπάρχουν. Τα ταλέντα ξεδιπλώνονται και αναπτύσσονται μέσα από την εκπαίδευση, την προσπάθεια και την επιμονή και επηρεάζονται από τις περιβαλλοντικές επιδράσεις ή ανάγκες.
Στη μεταπολεμική Ελλάδα, τότε που τα ραδιόφωνα ήταν μετρημένα και η τηλεόραση απούσα, οι οργανοπαίχτες κάθε τόπου αντιπροσώπευαν την κυρίαρχη διασκέδαση. Να τη λοιπόν μια περιβαλλοντική ανάγκη – επίδραση που έστρεψε πολλούς ανθρώπους, κυρίως άντρες, να ασχοληθούν με τη μουσική ως επαγγελματική ενασχόληση και βιοπορισμό. Στα Κανάλια της Μαγνησίας, όπου το κυρίαρχο επάγγελμα τότε ήταν η αλιεία στη λίμνη Κάρλα, μια εργασιακή συνθήκη που κρατούσε τους ψαράδες για 15 τουλάχιστον μέρες μέσα στις ψαροκαλύβες τους, κάθε έξοδος στα σπίτια τους συνοδευόταν με γλέντι και με κοινό χορό. Αυτό ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για να γίνει κάποιος οργανοπαίκτης. Επιπλέον, οι γάμοι, τα πανηγύρια και κάθε είδους γιορτές συνοδεύονταν από τα «όργανα» ή «τα κλαρίνα» όπως συνηθίζονταν να ονομάζονται. Ακόμα και όταν οι στρατεύσιμοι νέοι ετοιμάζονταν να παρουσιαστούν για τη θητεία τους γλεντούσαν όλοι μαζί με τα όργανα, άλλοτε στο Μετόχι και άλλοτε στην Κούτρια. Είναι φανερό ότι εκτός από το μεράκι για τη μουσική αυτό αποτελούσε και μια πρόσθετη επαγγελματική απασχόληση.
Στο σημερινό άρθρο θα μνημονεύσουμε προικισμένους οργανοπαίκτες Καναλιώτες που έχουν φύγει από τη ζωή, με την ευγνωμοσύνη μας, καθώς παρά τις δυσκολίες της εποχής χάριζαν ακούραστα στον κόσμο τέρψη και χαρά. Τα ονόματα αναφέρονται με αλφαβητική σειρά.

Γαμήλιο γλέντι στην πλατεία των Καναλίων μπροστά στο κεντρικό καφενείο. Διακρίνονται Αντώνης Λιάκος ακορντεόν, Βασίλης Αναστασίου κλαρίνο και Δημήτρης Καπατσέλος κιθάρα. Αν είχε ήχο η φωτογραφία θ’ ακούγαμε σίγουρα το τραγούδι «Ωραία είναι η νύφη μας»
Η ποδοσφαιρική ομάδα «Απόλλων» Καναλίων εν έτει 1950. Διακρίνεται δεύτερος πάνω δεξιά ο Δημήτρης Καπατσέλος

Δημήτρης Καπατσέλος του Νικολάου
και της Ελισάβετ, κιθάρα – τραγούδι
Γεννήθηκε στα Κανάλια τον Οκτώβρη του 1928 και πέθανε στο χωριό του στις 6 Αυγούστου του 2010. Παντρεύτηκε την αξιοπρεπέστατη Συνοδή Κουζιώκα, έζησαν μαζί μέχρι τον θάνατό του. Απέκτησαν δυο αγόρια, τον Αποστόλη και τον Γιάννη, και χάρηκε τρία εγγόνια, τη Συνοδή (Ζίνα), τη Χριστίνα και τον Δημήτρη. Πέρασε από πολλά επαγγέλματα: Κτηνοτρόφος, ψαράς στη λίμνη Κάρλα, αγρότης, οργανοπαίχτης, κοινοτικός υπάλληλος αρμόδιος για την υδρονομή και την υδρομέτρηση. Δεξιοτέχνης στο κλάδεμα μα και στο τρόχισμα των πριονιών. Ήταν από τους πρώτους Καναλιώτες που άνοιξαν τον δρόμο στα κλαδέματα της αμυγδαλιάς εκτός Καναλίων. Αγαπούσε πολύ την οικογένειά του, το καλό φαγητό και το ποδόσφαιρο. Υπήρξε από τους πρώτους παίκτες στην αθλητική ομάδα «Απόλλων» Καναλίων από το 1949 έως το 1954. Για τα παιδιά του έκανε πάντοτε το καλύτερο. Λάτρευε την κιθάρα του, με αγαπημένο του τραγούδι το Πετραδάκι- πετραδάκι. Οι γιοι του, τους οποίους και ευχαριστώ θερμά για τις πληροφορίες, μιλούν γι’ αυτόν με περηφάνια. Θυμούνται πάντοτε τη συμβουλή του: «Στο μεροκάματο θα πηγαίνετε πρώτοι και θα φεύγετε τελευταίοι». Μνημονεύουν τις δυσκολίες και τα ξενύχτια που βίωναν οι κομπανίες εκείνη την εποχή, τόσο που ο ίδιος απέτρεπε τα παιδιά του να ασχοληθούν με τη μουσική. Ωστόσο το μουσικό αποτύπωμά του αναδεικνύεται στην εγγονή του Χριστίνα.

Πλάνα από την καριέρα του Νικολάου Κεφαλά ως βιολιστής. Παρατηρούμε μια σταθερή σύνθεση της κομπανίας με τον Αχιλλέα (Χίλλιο) Χατζηζήση στο κλαρίνο, Αθανάσιο Πούλιο στο λαούτο – κιθάρα και Θεόδωρο Χατζηκωτούλα στο ακορντεόν

Νικόλαος Κεφαλάς του Κωνσταντίνου
και της Βικτωρίας, βιολιστής
Γεννήθηκε στα Κανάλια το 1918 και πέθανε στην Αθήνα τις 27 Νοεμβρίου του 1992. Παντρεύτηκε την αξιότιμη Καλλιόπη Αλεξίου του Ευθυμίου και απέκτησαν δυο αγόρια. Εργάστηκε στη λίμνη Κάρλα ως ψαράς. Η αλιεία δεν απέφερε πολλά κέρδη. Ήταν σωτήριο οικονομικά για την οικογένεια το φυσικό του χάρισμα. Με αυτοδιδαχή έμαθε να παίζει βιολί με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Είχε κλίση στη μουσική. Αυτή η επιδεξιότητά του, προσέθετε ένα συμπληρωματικό εισόδημα στα πενιχρά οικονομικά της εποχής μέσα από τους γάμους και τα πανηγύρια. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Γερμανική κατοχή, εμφύλιος, αποξήρανση της λίμνης. Ο Νικόλαος Κεφαλάς αποφασίζει να μετακομίσει με την οικογένειά του στην Αθήνα για μια καλύτερη ζωή. Τότε ήταν που πούλησαν όλα τους τα υπάρχοντα μαζί και το βιολί. Έτσι έληξε άδοξα η πορεία ενός πολύ ταλαντούχου αυτοδίδακτου βιολιστή. Φαίνεται όμως ότι άφησε το αποτύπωμά του σε έναν του εγγονό, ο οποίος τραγουδάει ερασιτεχνικά και γράφει μουσική, εργάζεται δε ως dj. Η εγγονή του Καλλιόπη Κεφαλά του Ευθυμίου, την οποία και ευχαριστώ θερμά για τη βοήθειά της, θυμάται ότι ο παππούς της μόλις άκουγε μια καινούργια μελωδία αμέσως την αναπαρήγαγε με μεγάλη ευκολία. Είχε πολύ καλό μουσικό αυτί. Αναπολεί την ηρεμία του παππού της και τη σοφή συμβουλή του. «Μη βιάζεστε στη ζωή σας. Όλα με την ώρα τους!».

Ο Αντώνης Λιάκος σε μια από τις τελευταίες φωτογραφίες του

Αντώνης Λιάκος του Βασίλη
και της Γαρυφαλλιάς, ακορντεόν – τραγούδι
Γεννήθηκε στα Κανάλια το 1937 και πέθανε στον τόπο του το 2020. Παντρεύτηκε την αξιότιμη Σοφία το γένος Κωνσταντού. Ευτύχησε να αποκτήσει τρία παιδιά, τη Βασιλική και τα δίδυμα αγόρια Απόστολο και Θέμη, καθώς και τέσσερα εγγόνια. Το επάγγελμά του ήταν καφετζής, διατηρούσε καφενείο στην πλατεία των Καναλίων με τα αδέρφια του. Ένας ιδιαίτερα εργατικός και προσηνής άνθρωπος. Έκανε μεροκάματα και σε αγροτικές εργασίες. Προσπάθησε να μυήσει τα αγόρια του στη ζωή, μαθαίνοντάς τα, πώς βγαίνει το μεροκάματο, ώστε να εκτιμήσουν την αξία των χρημάτων. Το μεράκι του ήταν το ακορντεόν. Για να το διδαχθεί πήγε στο Βελεστίνο όπου παρέδιδε μαθήματα ο δεξιοτέχνης του οργάνου Ορέστης Κατσαγιώργης. Η διδαχή διήρκησε είκοσι μέρες. Πολλές φορές του κρατούσε μπάσο και ο γιος του ο Αποστόλης, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για τις πληροφορίες.

Στρατεύσιμοι διασκεδάζουν με τις μελωδίες του Αντώνη Λιάκου πριν υπηρετήσουν τη θητεία τους (Κανάλια, 21 Απριλίου 1969)

Οι περισσότεροι Καναλιώτες αναπολούν με αγάπη τα γλέντια στο Μετόχι από τα παλικάρια που έφευγαν για τον στρατό. Εκεί το ακορντεόν του κυρ-Αντώνη έδινε ρέστα με κυρίαρχο το αγαπημένο του τραγούδι με τον τίτλο «Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια». Γλέντι τρικούβερτο μέχρι τις πρωινές ώρες. Εκτιμούσε τους ειλικρινείς ανθρώπους και αντιπαθούσε το ψέμα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ένιωθε ασφαλής μέσα στο σπιτικό του. Ό,τι κι αν έκανε βιαζόταν να επιστρέψει στην εστία του. Βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Κάθε Κυριακή εκκλησιαζόταν μαζί με την θεοσεβή σύζυγό του. Ήταν πολύ κοντά στον Θεό με πίστη και τακτική εξομολόγηση.

Ο Αντώνης Ντελάκος μόνος (1963), μα και με τον φίλο του Λεωνίδα Χατζηζήση παίζοντας ακορντεόν (1958)

Αντώνης Ντελάκος του Ιωάννη
και της Μαριάνθης, ακορντεόν
Γεννήθηκε στα Κανάλια το 1933 και άφησε την τελευταία του πνοή στον τόπο του, αφού επέστρεψε από τη Γερμανία όπου εργάστηκε ως βιομηχανικός εργάτης. Έκανε οικογένεια με την Αγγέλα Ντελάκου, αλλά δεν ευτύχησαν απογόνων. Διδάχτηκε το ακορντεόν στον Βόλο στον Τραγουδάρα. Άνθρωπος κεφάτος και γλεντζές επέλεγε συχνά να παίζει και να τραγουδά το «Αχ ξανθιά, γαλανομάτα».

Παραδοσιακός γάμος στα Κανάλια (10 Δεκεμβρίου 1967). Διακρίνονται Αθανάσιος Πούλιος κιθάρα, Αχιλλέας (Χίλλιος) Χατζηζήσης κλαρίνο, Αντώνης Λιάκος και Λεωνίδας Χατζηζήσης ακορντεόν

Αθανάσιος Πούλιος του Ιωάννη
και της Πηνελόπης, λαούτο, κιθάρα – τραγούδι
Γεννήθηκε στα Κανάλια το έτος 1900 και πέθανε στον τόπο του στις 5 του Οκτώβρη του 1983. Παντρεύτηκε την Αικατερίνη το γένος Παρσά και απέκτησαν δυο παιδιά, την Πηνελόπη και τον Αποστόλη. Πρόλαβε και χάρηκε πέντε εγγόνια. Ασχολήθηκε με γεωργικές εργασίες, αλλά η μεγάλη λατρεία του ήταν η μουσική. Αυτοδιδάχτηκε το λαούτο και κατόπιν την κιθάρα. Συμμετείχε στην κομπανία του Αχιλλέα (Χίλλιου) Χατζηζήση. Διασκέδαζαν τον κόσμο στα Κανάλια και στην ευρύτερη περιοχή. Λάτρευε την οικογένειά του, έδειχνε μεγάλη αδυναμία στα εγγόνια του και εκείνα σ’ αυτόν. Η εγγονή του Κατερίνα Πούλιου, την οποία ευχαριστώ θερμά για τις πληροφορίες, τον θυμάται να κλείνεται με τις ώρες σε ένα δωμάτιο όπου έγραφε τραγούδια, τα οποία τραγουδούσε. Αντιπαθούσε τους ψεύτες. Το γονιδιακό του αποτύπωμα, όσον αφορά τη μουσική δεν έχει εμφανιστεί ακόμα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Ο Αχιλλέας (Χίλλιος) Χατζηζήσης, ο γκουρού του κλαρίνου στην Ακρόπολη (1970)

Αχιλλέας (Χίλλιος) Χατζηζήσης, κλαρίνο
Γεννήθηκε στα Κανάλια της Μαγνησίας το έτος 1907. Οι βιολογικοί του γονείς ήταν ο Λεωνίδας και η Βικτώρια Γκούρη. Όμως ορφάνεψε μικρός και από τους δυο γονείς του, καθώς η πνευμονία και η ανέχεια θέριζαν τους ανθρώπους εκείνη την εποχή. Υιοθετήθηκε από τον αδερφό της μητέρας του Γιάννη Χατζηζήση του οποίου πήρε και το επώνυμο. Η θετή του μητέρα Ελένη ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος και του απάλυνε την ορφάνια. Πήρε μέρος στον πόλεμο του ’40 στον τομέα της τροφοδοσίας. Παντρεύτηκε τη Χρυσάνθη το γένος Βογιατζή και απέκτησαν τρία παιδιά, την Ελένη, τον Λεωνίδα και τον Γιάννη. Πρόλαβε και χάρηκε και τα τέσσερα εγγόνια του, αγόρια όλα. Αποδήμησε σε ηλικία 82 ετών, το 1989.
Άνθρωπος εργασιομανής, τελειομανής και ηγετικός. Συνεπής στις υποχρεώσεις του, καλοπληρωτής, του ήταν αδύνατον να χρωστάει. Ασχολήθηκε κυρίως με τις γεωργικές εργασίες στα κτήματά του μα και με την ασβεστοκάμινο που οργάνωσε στη θέση Μάρμαρα στα Κανάλια. Αγαπούσε την εργασία και αντιπαθούσε την τεμπελιά. Μεγάλη λατρεία είχε στη μουσική. Ξεκίνησε μαθαίνοντας λαούτο μα όταν διαπίστωσε ότι η φωνή του δεν τον βοηθούσε στράφηκε στο κλαρίνο. Διδάχτηκε την τεχνική του οργάνου από έναν τσιγγάνο δεξιοτέχνη του κλαρίνου ονόματι «Γυφτογιώργο», διάσημο στην περιοχή της Θεσσαλίας για το ταλέντο του. Είχε τσαντίρι στα Παλιά του Βόλου με την οικογένειά του. Εκεί δέχτηκε μαθήματα και διέμενε κιόλας για είκοσι μέρες. Τελευταία φορά που έπαιξε το κλαρίνο του ήταν το έτος 1979 σε έναν γάμο στα Κανάλια, διανύοντας μια μεγάλη και ανηφορική απόσταση παίζοντας την πατινάδα (από το σπίτι του Κωνσταντού ως τα Γκαβαρντινέικα). Το τραγούδι με τον τίτλο «Θέλω να ταξιδέψω» ήταν το αγαπημένο του.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το