Τοπικά

43 χρόνια τσαγκάρης και 43 χρόνια μουσικός – Ο 94χρονος τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών Δήμος Παπούλιας θυμάται…

Ο Μόδεστος Παπούλιας ή Δήμος, όπως τον γνωρίζει ο πολύς κόσμος, γεννήθηκε στην Κάπουρνα Βόλου το 1930. Το όνομα Μόδεστος του δόθηκε επειδή βαπτίσθηκε στα Μελισσάτικα στον Άγ. Μόδεστο. Η καταγωγή του είναι από το Σέσκλο. Βλάχος την καταγωγή, όπως και όλη η οικογένεια. Μας μίλησε για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και τη μετέπειτα ενασχόλησή του με το δημοτικό τραγούδι και το παραδοσιακό μοιρολόι. Ξεκίνησε το τραγούδι στην ηλικία των 37 ετών παράλληλα με τη δουλειά του στο τσαγκάρικο. Σταμάτησε να τραγουδά επαγγελματικά το 2010 σε ηλικία 80 ετών. Μέχρι τότε είχε γυρίσει πολλά μέρη της Ελλάδας, καθώς και όλη τη Μαγνησία σε γάμους και πανηγύρια. Επίσης τραγούδησε σε πολλά κέντρα του Βόλου από το 1967 κι έπειτα. Σήμερα συνεχίζει να τραγουδά με την παρέα του, ενώ τίποτα δεν προδίδει ότι διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής του, καθώς είναι ακμαίος και δυνατός.

Ρεπορτάζ

ΑΡΤΕΜΗΣ ΧΑΛΑΤΣΗΣ

Φωτογραφική επιμέλεια

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΧΑΛΑΤΣΗ

Αγαπητέ Δήμο, πείτε μας λίγα πράγματα για τα παιδικά σας χρόνια. Ποιο ήταν το επάγγελμά σας και πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με το τραγούδι;

Στον Βόλο ήρθα με την οικογένειά μου το 1938, σε ηλικία 8 ετών. Είχα ακόμη δυο αδέρφια που δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Η οικογένειά μου δεν είχε καμία σχέση με τη μουσική. Εγώ έμαθα την τέχνη του τσαγκάρη. Αυτό ήταν το επάγγελμά μου. Σχολείο πήγα μέχρι τη Γ’ Δημοτικού. Μετά ήρθε ο πόλεμος, πείνα, Κατοχή. Κοιτούσαμε πώς να επιβιώσουμε. Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος έκλεισαν τα σχολεία. Δεν ξαναγύρισα ποτέ στο σχολείο. Όμως ήμουν άρρωστος με τα τραγούδια. Τραγουδούσα μόνος μου από μικρός. Στα γίδια, στα πρόβατα τραγουδούσα. Έπειτα τραγουδούσα στο τσαγκάρικο. «Είχα το σκουλήκι μέσα μου» που λέμε. Φαντάσου πως περπατούσα σε έναν δρόμο, άκουγα από μέσα από το σπίτι ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο, καθόμουν να ακούσω μέχρι τέλους κι ύστερα συνέχιζα τον δρόμο μου. Όπως σας είπα, μου άρεσαν τα τραγούδια. Εργαζόμουν σ’ ένα τσαγκάρικο στον Αργυράκο, καθώς και σε διάφορα άλλα συνεργεία. Φτιάχναμε παπούτσια που μετά τα έπαιρναν τα μαγαζιά και τα πουλούσαν. Κάποια στιγμή στα 34 μου χρειάστηκε να βγω στο ταμείο ανεργίας. Τότε, καθώς είχα χρόνο, ξεκίνησα να πηγαίνω στο καφενείο «Στέκι των μουσικών». Ήταν το 1964 περίπου. Πήγαινα λοιπόν ήσυχος σε μια γωνιά, έπινα τον καφέ μου και άκουγα τους μουσικούς που μαζεύονταν εκεί κι έπαιζαν ο καθένας κάποιο όργανο. Κάποια μέρα εκεί που καθόμουν και τους άκουγα ήταν κάποιος που ονομαζόταν Καραπατάκης που έπαιζε βιολί. Ήταν κρεμασμένο το βιολί, το πήρε ο Καραπατάκης κι άρχιζε να το κουρδίζει και να παίζει μια μελωδία από μοιρολόι. Όπως λοιπόν άρχισε να παίζει το μοιρολόι, αυθόρμητα άρχισα να σιγοτραγουδάω ένα μοιρολόι, έτσι όπως το είχα ακούσει παλιότερα από τους Βλάχους στο χωριό μου. «Άιντε πέντε μήνες παντρεμένη…». Σταματάει το βιολί αυτός και με ρωτάει: «Από πού είσαι εσύ ρε καλόπαιδο;». «Από εδώ» του απαντάω. «Δεν λένε εδώ τέτοια τραγούδια» μου λέει. Πιάσαμε την κουβέντα και μου ζήτησε να επαναλάβω το τραγούδι. Εν τω μεταξύ όλο το καφενείο είχε σταματήσει και κοιτούσε εμένα που θα ξανατραγουδούσα. Ντρεπόμουν, καθώς μέχρι τότε τραγουδούσα τέτοια τραγούδια, αλλά χωρίς να με κοιτάνε άλλοι. Τα μοιρολόγια και τα πολυφωνικά είναι τραγούδια της φυλής μας Βλάχοι, Αρβανιτόβλαχοι. Τέλος πάντων το είπα καλά και στους άλλους που ήξεραν από μουσική τους άρεσε αυτό που άκουσαν. Την επόμενη μέρα ήταν κάποιος Καψάλης, 70 ετών τότε, που έπαιζε κι εκείνος βιολί. Μου λέει: «Το στόμα σου τραγουδάει καλά. Να έρθεις από το σπίτι μου να σε μάθω και λίγο όργανο και θα βγάλεις μεροκάματο». Εγώ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα φανταστεί ποτέ μου πως θα μπορούσα να ασχοληθώ με αυτό το είδος τραγουδιού και μάλιστα να βγάλω και χρήματα από αυτό. Τραγουδούσα, όπως σας είπα, μόνος μου είτε στο σπίτι είτε στη δουλειά μου στο τσαγκάρικο.

Πριν κάποια χρόνια τραγουδώντας σε κάποιο κέντρο

«Μάθε με ποδήλατο για να

σου μάθω μουσικό όργανο…»

Εν τω μεταξύ είχα κι έναν φίλο που είχαμε υπηρετήσει μαζί φαντάροι. Τον Χρήστο Πουρνάρα από την Κάπουρνα. Κι αυτός ήταν καλός μουσικός και έπαιζε καλό βιολί. Μου λέει: «Τα απογεύματα πού πηγαίνεις;». «Πουθενά» του λέω. «Θες να έρχεσαι σπίτι μου να σου μάθω λαούτο; Κι εσύ θα μου μάθεις ποδήλατο». Γιατί εγώ είχα δικό μου ποδήλατο. Εκείνος έμενε στη Βαμβακουργία. Έτσι κι έγινε. Μετά κουμπαριάσαμε κιόλας, καθώς μου βάφτισε κι ένα παιδί. Πράγματι πήγα σπίτι του, είχε μια κιθάρα ακουμπισμένη στο ντιβάνι. Μου λέει, πάρε την κιθάρα και άρχισε να τραγουδάς το τραγούδι που είπες στο καφενείο. «Άιντε πέντε μήνες παντρεμένη, χήρα πάει στη μάνα της…». Το τραγούδι αναφέρεται σε μια νέα κοπέλα που πέθανε ο άντρας της νέος και πήρε τα πέπλα της και γύρισε πίσω στη μάνα της. «Σώπα κόρη μου μην κλαις και μη μαραίνεσαι, είσαι νέα και ωραία και ξαναπαντρεύεσαι». Εγώ ήξερα πολλά μοιρολόγια από ακούσματα. Έτσι εκείνος μου έμαθε κιθάρα κι εγώ ποδήλατο. Το όργανο τότε ήταν απαραίτητο για κάποιον που θα τραγουδούσε. Όταν ήσουν στο πατάρι εκτός από το μικρόφωνο έπρεπε να έχεις στο χέρι κι ένα όργανο.

Τα πρώτα μουσικά βήματα…

Έτσι ξεκίνησα να λείπω τα απογεύματα από το σπίτι. Τόσο η γυναίκα μου, όσο και ο πατέρας μου άρχισαν να γκρινιάζουν. Ο πατέρας μου ήταν εντελώς αντίθετος μ’ αυτό που έκανα. «Γύφτος θα γίνεις; Θα μας κάνεις ρεζίλι» μου έλεγε, καθώς το είχαν σαν ντροπή, ήταν υποτιμητικό να είναι κάποιος οργανοπαίκτης. Εποχές 1966. Εγώ όμως συνέχισα και ξεκίνησα με τον κουμπάρο μου να παίζουμε. Το πρώτο μαγαζί που πήγα ήταν τα Σκαλάκια. Στου Πανταζόπουλου. Ήταν και το πρώτο μαγαζί που έβγαλε όργανα. Γινόταν χαμός από κόσμο. Μετά αφού απέκτησα κάποια εμπειρία, ξεκίνησα να πηγαίνω και στα πανηγύρια. Το ρεπερτόριό μου ήταν γνήσια δημοτικά παραδοσιακά τραγούδια. Μετά έμαθα και κάποια άλλα τραγούδια της εποχής που παίζονταν κι έπρεπε να τα ξέρω. Έτσι έκανα μεγάλο ρεπερτόριο σε τραγούδια. Το τραγούδι μού έδωσε γνωριμίες και χρήματα.

Στο κέντρο «Άγραφα» στα 1980 μαζί με τον Δημήτρη Σοροβόλα στο τραγούδι. Πίσω: Κλαρίνο Κων/ος Σακκελαρίου, Πατσής ντραμς, Λαζούδης αρμόνιο, Απόστολος Σακελαρίου κιθάρα

Το πρώτο μεροκάματο…

Η πρώτη μου δουλειά με χρήματα ήταν στα 1967 όπου πήρα 180 δραχμές. Μάλιστα θυμάμαι ήμασταν τέσσερα άτομα στην ορχήστρα που πήραμε όλοι το ίδιο ποσό. Μόλις έφτασα στο σπίτι και άδειασα τις τσέπες τα άφησα πάνω στο τραπέζι. Η γυναίκα μου ενθουσιάστηκε και τότε κατάλαβε ότι η δουλειά αυτή θα ήταν ένα πρόσθετο εισόδημα. Μια βδομάδα εργασία στο τσαγκάρικο ισοδυναμούσε με μια βραδιά σε κάποιο πανηγύρι.

Σε γάμους και πανηγύρια

σε πολλά μέρη της Ελλάδας

Καταρχάς επισκέφθηκα πολλά μέρη της Ελλάδας. Πήγα στη Σαμαρίνα, πήγα στην Έδεσσα, στην Κατερίνη, σε όλα τα χωριά του Πηλίου, της Γούρας, τα χωριά του κάμπου. Πήγα σε γάμους και πανηγύρια. Από μαγαζιά του Βόλου δούλεψα στην «Ψάθα» που ήταν στη Βαμβακουργία, στις Αηδονοφωλιές, στα Σκαλάκια, στον Μαρούγκα και στις Αλυκές στα Άγραφα. Όσα χρήματα έπαιρνα σε ένα βράδυ σε κάποιο γάμο ή πανηγύρι ήθελα μια-δυο βδομάδες να τα πάρω από το τσαγκάρικο. Εμένα, όταν τελείωνε η βραδιά και ξημέρωνε και τελείωνε το πρόγραμμα, στεναχωριόμουν. Επίσης έκανα πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές στην ΕΡΤ Βόλου κάτω στην παράγκα.

Δήμος Παπούλιας-Αρτέμης Χαλάτσης

Με τη σύζυγο απέκτησε

μια όμορφη οικογένεια

Η σύζυγός μου Χριστίνα Χοτζούμη ήταν από το Σκλήθρο Αγιάς. Γνωριστήκαμε ως εξής. Αυτοί με την οικογένειά της ήρθαν στον Βόλο στους Αγ. Αναργύρους και νοίκιασαν απέναντι από εμάς. Ήμουν 19 ετών. Η μάνα μου είδε το κορίτσι και με τη μάνα του τα συμφώνησαν και έγινε το προξενιό. Ζήσαμε μαζί 62 χρόνια. Την έχασα πριν λίγο καιρό στα 85 της. Εκείνη εργαζόταν στο κλωστήριο Παπαγεωργίου. Περάσαμε καλά χρόνια. Κάναμε 4 παιδιά. Έχω εγγόνια και έξι δισέγγονα. Δυστυχώς κανένα από τα παιδιά μου ή τα εγγόνια δεν ασχολήθηκε με το τραγούδι ή κάποιο όργανο. Εργάστηκα ως τσαγκάρης 43 χρόνια (1947-1990). 43 χρόνια τσαγκάρης και 43 χρόνια μουσικός (1967-2010).

«Πρώτη φορά έβαλα

παπούτσια 12 ετών…»

Θέλω να αναφερθώ στα δύσκολα χρόνια που πέρασα κι εγώ, αλλά και η γενιά μου. Τώρα όσο μεγαλώνω έρχονται όλα μπροστά μου. Παπούτσια δεν είχαμε να βάλουμε. Βάζαμε πανιά από πάνω και πανιά από κάτω για παπούτσια. Τερλίκια τα λέγαμε. Πήγα παραγιός στον Κάκαβο το 1942 «χουσμεκιάρης» το λέγαμε τότε για να υπηρετώ κάποια οικογένεια. 12χρονο παιδάκι. Είχα ένα γομάρι και κουβαλούσα νερό από το πηγάδι. Ο κουβάς ήταν ίσα με μένα. Υπηρετούσα 4 άτομα, να πλένονται, να μαγειρεύουν και τους κουβαλούσα το νερό, έκανα όλα τα θελήματα κ.λπ. Το μεσημέρι αυτοί πήγαιναν για ύπνο κι έμενα με έβαζαν να φυλάω τις κότες γιατί είχε πολλά γεράκια η περιοχή κι έπιαναν τις κότες κ.λπ. Δεν καθόμουν καθόλου, δεν υπήρχε ξεκούραση καμία, για ένα κομμάτι ψωμί εργαζόμουν για να μην πεθάνω. Τη νύχτα κοιμόμουν σε έναν μικρό στάβλο μαζί με το γομάρι. Αυτό θα κράτησε κάνα χρόνο. Εκείνη την εποχή ο γιος της οικογένειας μου αγόρασε ένα ζευγάρι μεταχειρισμένα αρβιλάκια. Πρώτη φορά έβαλα παπούτσια δώδεκα ετών. Εγώ τα φόρεσα κι απ’ χαρά μου πήγα τρέχοντας σε κάποιον ξάδερφό μου να του τα δείξω. Τρέχοντας όμως σε μια κατηφόρα ξαφνικά τα παπούτσια άνοιξαν μπροστά οι σόλες και πετάχτηκαν τα δάχτυλά μου έξω. Μεγάλη στεναχώρια. Πάλι έμεινα χωρίς παπούτσια. Μετά με ξαναπήρε ένα άλλο ζευγάρι παπούτσια, αυτή τη φορά με λάστιχο από κάτω, λίγο καλύτερης ποιότητας από τα προηγούμενα, πάλι μεταχειρισμένα. Εγώ από τον καημό μου να μην τα χαλάσω δεν τα φορούσα παρά τα έπαιρνα παντού μαζί μου μέσα στο ταγάρι. Ένα μεσημέρι ενώ τα αφεντικά κοιμόντουσαν εγώ καθόμουν κάτω από μια κλωναριά και φύλαγα τις κότες απ’ τα γεράκια. Σκέφτηκα να την κοπανίσω. Έτσι κι έκανα. Δεν άντεχα άλλο. Ήρθα στο Καπακλί, πίσω στη μάνα μου. Η μάνα μου ήταν ίσα με 40 κιλά, ένα μαύρο πανί από την πείνα. Τρώγαμε μόνο χόρτα. Τις προμήθειες τις είχαν πάρει όλες οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους. «Τι ήρθες εδώ;» μου λέει η μάνα μου. «Δεν έχω να σε δώσω τίποτα να φας». Τελικά έμεινα να βοηθώ τη μάνα και τον πατέρα που έβοσκαν ξένα γιδοπρόβατα. Πήγαινα στο βουνό «Παλάτι» λίγο παρακάτω και μάζευα αλισφακιές για να κάψουμε στη φωτιά. Το «Παλάτι» είναι απ’ τα σφαγεία απέναντι. Μια μέρα πήγα με τη μάνα μου στα πρόβατα που τα βοσκούσε ο πατέρας μου. Με τα τερλίκια και τα παπούτσια μαζί στον τορβά αφόρετα για να τα βλέπω. Τα τερλίκια ήταν φτιαγμένα από παλιές κάπες, δύο υφάσματα από κάτω, ένα από πάνω. Ερχόμασταν πίσω στο Καπακλί από τον Ξηριά. Σταματήσαμε να ξαποστάσουμε. Άφησα τα παπούτσια δίπλα μου. Όμως φεύγοντας τα ξέχασα. Έφτασα στο σπίτι. «Πού είναι τα παπούτσια;» λέει η μάνα μου. «Αμάν τα ξέχασα» λέω. Πάλι πίσω στον Ξηριά τρέχοντας. Δεν τα βρήκα. Πάλι δεν έβαλα παπούτσια. Τα πρώτα παπούτσια τα έβαλα φαντάρος στα 18.

Αγαπημένο τραγούδι

Η συνέντευξη κλείνει με ένα αγαπημένο τραγούδι από την ωραία παραδοσιακή φωνή του Δήμου που υποστηρίζει ότι «τώρα έχει αλλάξει το ρεπερτόριο. Εμείς λέγαμε άλλα τραγούδια. Πάντως πάλι θα πήγαινα, εξάλλου συνεχίζω να τραγουδάω στην παρέα και σε οικογενειακά γλέντια.

Να αναστενάξω μάνα μ’ δεν μ’ ακούς, / να κλάψω δε με βλέπεις, / να στείλω γράμμα … μάναμ μ ωρ’ για να ’ρθεις / τα έξοδα δεν έχω.

Κλάψε με μάνα, κλαίγε με, / κλάψε με μάνα, καημένη μάνα μου, / με ήλιο με φεγγάρι / και την αυγούλα με δροσιά.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το