Πολιτισμός

1922: Έξοδος-Προσφυγιά-Εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

Επιμέλεια
Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς

Δέκατο δημοσίευμα
Η άφιξή τους στον Βόλο
Η μητέρα μου συνεχίζει, σε επίμονες ερωτήσεις μου, να μου ξαναλέει για την άφιξή τους στον Βόλο, καθώς και άλλες πληροφορίες, που τις είχαμε διαβάσει. Είναι μία από τις τελευταίες της συνεντεύξεις (1η Απριλίου 1992), τρεις μήνες πριν αναχωρήσει για την Άνω Ιερουσαλήμ.
Μητέρα: «Ήρθαμε με βαπόρι από τη Μυτιλήνη, δυο-τρεις-τέσσερις μέρες κάναμε. Ήταν Αύγουστος του 1922. Μέσα στο βαπόρι δε μας δεχόταν, επειδή ήταν γεμάτα όλα τα σχολεία και οι αποθήκες, λέει δεν έχουμε [χώρο]. Ήρθαν οι αντιπρόσωποι, δήμαρχοι, σύμβουλοι, όλοι, λέει, δεν μπορούμε πού να τους βάλουμε. Και ήθελαν να μας παν στο Ξεροχώρι. Εμείς, όταν ακούσαμε, δε θέλαμε. Φαινόταν το βουνό, ο Σαρακηνός, Μακρινίτσα, ολοκάθαρα. Κάτω η πλατεία, το τρενάκι φαινόταν, λέει, κοίτα τι ωραία πολιτεία ήρθαμε! Επειδή ο πατέρας μου ήταν από το Πήλιο, από τον Κισσό. Και δεν τον ήθελαν, είχε τέσσερα παιδιά, ο πατέρας μου και η μητέρα μου, έξι άτομα, δεν μας δεχόταν. Τότε παρουσίασε τα χαρτιά του ότι υπηρέτησε στο Βόλο ως στρατιώτης κληρωτός και ως εθελοντής, μέχρι το 1915, ότι είναι από το Πήλιο. Του δώσανε άδεια.

Φωτογραφία της μαθήτριας Μαρίας Γ. Σταθαρά (αριστερά). Γράφει η ίδια από πίσω: «Εν Βόλω τη 31 Αυγούστου 1924. Μαρία Γ. Σταθαρά, Ελένη Ι. Παλαμάρα. Συμμαθήτριες του Δημοτικού Σχολείου Α’ Θηλέων Μεταμορφώσεως Βόλου». Ήταν η τελευταία χρονιά που πήγε σχολείο, πριν έλθει και εγκατασταθεί με την οικογένειά της στη Νέα Ιωνία

Κατεβήκαμε. Ήρθαν βάρκες και έριχναν ψωμιά πάνω, γιατί ήμασταν νηστικοί και από νερό δεν είχαμε και, μάλιστα, το μικρό μας το παιδάκι έπαθε μάλλον αφυδάτωση και μόλις ήρθαμε πέθανε σε 2-3 μέρες. Μας δώσανε την άδεια να κατεβούμε εμείς η οικογένεια. Έριξαν τη μπάλα γύρω-γύρω, 2-3 καρπέτες, η καρπέτα, μάλιστα, έμοιαζε ότι ήταν πηλιορείτικη η εξωτερική. Κόσμος πολύς στεκόταν έξω στην προκυμαία, στο Κεφαλόσκαλο, και έβλεπαν το δράμα των προσφύγων. Πριν φτάσουμε, 20 μέτρα, μέσα στη βάρκα που ήμασταν, ακούμε μια λέξη: «Βρε καλώς τον πατριώτη». Πλησιάζοντας, έδωσε το χέρι του στον πατέρα μου, «καλώς τον ξάδερφο», λέει. Ήταν ένας από τη Μαυρούτσα [Κισσού] ένας ξάδερφος, τι ξάδερφος, μακρινός. Έδωσε το χέρι, μας βοήθησε, βγήκαμε. Λέει: «Επειδή είναι γεμάτες οι αποθήκες και τα σχολεία, θα πάμε προς τα επάνω και έχει ο Θεός. Πράγματι, πήγαμε επί της οδού Κουταρέλια. Το εργοστάσιο του Ματσάγγου ήταν το μισό, δεν ήταν όπως είναι τώρα. Ήταν χάνι που ερχόταν Πηλιορείτες, Κισσώτες, Ανηλιώτες και διάφοροι από τα χωριά. Πήγε μέσα ο πατέρας, δεν είχε μέρος να μείνουμε [και] κοιμηθήκαμε έξω στο πεζοδρόμιο. Λέει ο άνθρωπος: «Κοιμηθείτε εδώ». Στρώσαμε τις καρπέτες μας, μας έφερε ψωμί, σταφύλια και τυρί. «Φάτε, τώρα, και αύριο έχει ο Θεός, θα ψάξουμε να σας βολέψουμε». Την άλλη μέρα, δίπλα που ήταν το φαρμακείο του Μόρφη, ήταν καφενείο του Ιωάννη Πανά [που] ήταν ξάδερφος του πατέρα [μου] Κισσώτης, δίπλα στου Κουτσίνα, στην οδό Ιωλκού. Αυτός ήταν με ενοίκιο σ’ ένα σπίτι του Δασκαλόπουλου και είχε φύγει αυτή τη βδομάδα. «Εγώ έφυγα και θα σας πάω να σας το δείξω, να πάρετε την Αστυνομία να σας το επιτάξει», [είπε]. Την άλλη μέρα πήραν τον πατέρα μου, πήγαν το βρήκαν επί της οδού Μεταμορφώσεως τέρμα, με Αναλήψεως, κάτω από τη Λόρδου Βύρωνος. Δεν υπήρχε τότε [τίποτε] παραπάνω. Ήταν σκουπιδότοπος και ήταν ένας μπαχτσές του Παρθένη. Εκεί καθίσαμε 2-3 μέρες.
[Το μικρό τους αδελφάκι, η Μυρσίνη, πεθαίνει]
Το παιδάκι μας ξεψυχούσε. Το λέγαν Μυρσίνα, ήμασταν τέσσερα αδέρφια, εγώ ήμουν η μεγαλύτερη, δέκα χρονών, είχα μπει στα έντεκα. Σε 3-4 μέρες πέθανε το παιδάκι μας. Ήρθε το κοίταξε ο γιατρός, λέει: «Δεν έχει ζωή και αν ζήσει θα μείνει ανάπηρο». Είχε αυτή την αρρώστια, που δε γίνεται καλά. Σε δυο- τρεις μέρες, τελικά, ξεψύχησε. Το πήρε ο πατέρας μέσα σ’ ένα χαλάκι, είχαμε ένα τετράγωνο, σιτζαντέ και το πήγε στο νεκροταφείο.
[Χάνεται ο Νίκος στους δρόμους του Βόλου]


Όταν γύρισε έχασε το άλλο το παιδί το Νίκο, ήταν 5-6 χρονών, ο Κώστας 8 και εγώ έμπαινα στα 11. Πού είναι ο Νίκος; τον χάσαμε. Τι είχε γίνει; Τα κάρα είδαν τα παιδιά, έναν καροτσέρη και ανεβήκαν επάνω. Ο Κώστας, ήταν λίγο πιο μεγάλο, πήδηξε. Ο Νίκος, ήταν πιο μικρός, τον τράβηξε, δεν έβλεπε ο καροτσέρης μπροστά, τι γινόταν πίσω. Έφτασε στην πόλη μέσα, λέει «θείο, εγώ δεν είμαι εδώ, χάθηκα». Τον πήγε [ο καροτσέρης] στην Αστυνομία. Ερχόμενος ο πατέρας απ’ το νεκροταφείο, έχασε το άλλο παιδί. Έψαχνε, έψαχνε, ύστερα, ήξερε, πήγε στην Αστυνομία. Το βρήκε εκεί. Το είχαν ταΐσει το ’χαν σκεπάσει με μια κουβέρτα. Ο πατέρας ήταν ακόμα λίγο θυμωμένος, λέει [ο αστυνόμος]: «Μη το πειράξεις το παιδί, ούτε να το μαλώσεις, ούτε να το χτυπήσεις. Να το πάρεις, το παιδί σου, και ώρα σου καλή».
[Για τη γειτονιά τους, στη Μεταμορφώσεως]
Η γειτονιά ήταν πολύ καλή. Αμέσως την άλλη μέρα και την ίδια βραδιά μάς έφεραν φαγητό, σ’ ένα πιάτο, φτωχός κόσμος, αλλά ήταν νοικοκυρεμένος, καλός κόσμος. Ήταν η οικογένεια Βασιλείου, ήταν διώροφο σπίτι, και πάνω καθόταν η οικογένεια Κωνσταντά. Και οι δύο είχαν από έναν στρατιώτη στη Μικρά Ασία. Η Κωνσταντά επάνω είχε δύο κορίτσια και ένα αγόρι και η Βασιλείου ήταν 5μελής, 3 κορίτσια, 2 αγόρια και 2 οι γέροι. Σε καμιά-δυο βδομάδες επέστρεψαν οι στρατιώτες. Ο ένα ήταν ζαχαροπλάστης, πήγε στη δουλειά του, ο άλλος ήταν καπνεργάτης, τότε οι εργάτες ήταν καπνεργάτες ως επί το πλείστον. Πήγαν στη δουλειά τους. Ό,τι μπορούσαν οι άνθρωποι μάς βοήθησαν. Αν τους ψώνιζα θα μου δίναν μια φέτα ψωμί. Πήγαινα και τους έκανα καμιά δουλίτσα. Ήρθαν τα κορίτσια την άλλη μέρα με πήρανε και με πήγανε στο σχολείο, στο 1ο σχολείο. Στο 1ο σχολείο των αρρένων στη Μεταμόρφωση. Εκεί πήγαιναν τα αγόρια το πρωί και τα κορίτσια το απόγευμα. Πριν έρθουμε εμείς, το καλοκαίρι, όπως είχαμε δει και ακούσει, το είχε ο Βόλος ως νοσοκομείο των τραυματιών που φέρνανε τους στρατιώτες από τη Μικρά Ασία. Όλα τα σχολεία και οι αποθήκες και τα αρχοντόσπιτα, Κοσμαδοπούλου επί της οδού Ιωλκού, τώρα έχει γίνει πολυκατοικία, η πρώτη που είχε γίνει μετά απέναντι απ’ του Ματσάγγου (πώς λέγεται η οδός αυτή) Κουταρέλια. Του Κουταρέλια το αρχοντικό είχε οικογένειες 4-5 πρόσφυγοι. Ο Κουταρέλιας που βγάλαν το όνομά του στη οδό, είχε δωρίσει ένα βαπόρι του Εθνικού Στόλου και επειδή έδωσε και το σπίτι του, ονόμασαν αυτή την οδό «Κουταρέλια», ήταν ευεργέτης (σ.σ. Εδώ η Μητέρα κάνει κάποιο λάθος. Ο Δ. Κουταρέλιας δώρισε στην Αεροπορική Άμυνα της χώρας μας, το 1936, δυο μεγάλα αεροπλάνα και όχι βαπόρι. Ο Δήμος Παγασών επί δημάρχου Κων. Σπυρίδη, τιμητικά, μετονόμασε την οδό Κωλέττη σε οδό Δ. Κουταρέλια (Απόφ. 362 / 19-06-1936). Πάντως, η ουσία είναι ότι, η Μητέρα μου ήξερε για τον ευεργέτη Κουταρέλια).
[Για τα σχολεία που πήγαιναν]

Εγώ: Τώρα να πάμε στα σχολεία. Ήταν το 1ο σχολείο που πηγαίνατε εσείς, αυτό που είναι απέναντι από την Κίτρινη Αποθήκη.
Μητέρα: Ναι, αλλά τότε δεν ήταν η Κίτρινη Αποθήκη. Το πρωί έκαναν [μάθημα] τα αγόρια, το απόγευμα τα κορίτσια (σ.σ. . Εδώ η Μητέρα μου σπεύδει να με διορθώσει. Πράγματι, η Κίτρινη Αποθήκη δεν ήταν κτισμένη το 1922, αλλά κτίστηκε, αργότερα, το 1926, από την εταιρεία America Tobacco).
Στο άλλο σχολείο [το 2ο] ήταν οι πρόσφυγοι. Με εξέτασαν, με έβαλαν στη Δευτέρα τάξη. Είχα την κυρία Ροδόπη. Αυτό έγινε το 1922, το Σεπτέμβριο που ήρθαμε. Στην Τρίτη είχα την κυρία Αριάδνη και στην Τετάρτη που ήθελα να πάω το ’24 μέχρι τον Οκτώβριο είχα την κυρία Τίτσα Λειβαδά.
Εγώ: Σε βρήκα, Μητέρα, στη Δευτέρα τάξη το 1922-23 και το 1923-24 σε βρήκα στην Τρίτη τάξη. Εκεί βρήκα ότι το επάγγελμα του πατέρα ήταν ιεροψάλτης και την άλλη χρονιά είδα εφημεριδοπώλης. Τι γίνεται αυτού;
Μητέρα: Τον πήρανε στη «ΘΕΣΣΑΛΙΑ», εφημερίδα, που τυλίγαν και στέλναν στα χωριά εφημερίδες. Έτσι, φαίνεται, διότι ούτε τυπογράφος ήταν, ούτε δημοσιογράφος. Αλλά στο σπίτι που καθόμασταν, αυτός ήταν συνέταιρος, ήτανε, τι θέση είχε ο κύριος Ζαφείρης Δασκαλόπουλος;, τον πήρε να βρίσκεται σε δουλειά. Έπαιρνε 25-30 δραχμές.
Εγώ: Είδα ότι προβιβάστηκες με άριστα έξι (6) (σ.σ. Μέχρι το 1929 η κλίμακα της βαθμολογίας ήταν από το 1 έως το 6 (άριστα). Μετά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, που τα δημοτικά σχολεία έγιναν μικτά, η βαθμολογία ορίστηκε από το 1 έως το 10 (άριστα)). Ήσουν καλή μαθήτρια;
Μητέρα: Ήμουν καλή, γιατί εκεί στο χωριό μας ήταν μικτό το σχολείο και όταν έλεγαν για την Τρίτη τάξη η δασκάλα, δίδασκε για την Τρίτη τάξη, εγώ τα έπαιρνα [τα μάθαινα] και όταν ήρθα εδώ, πραγματικά στα Θρησκευτικά. Στη Γεωγραφία, στο Βόλο, ξέρω τους δρόμους από τότε από αρχή, Ιάσονος μέχρι τέρμα Λόρδου Βύρωνος, όλους αυτούς τους δρόμους τους ξέρω, μάς τα δίδασκαν.

Εγώ: Και προβιβάστηκες με το έξι (6) και στη Δευτέρα τάξη και στην Τρίτη τάξη.
Μητέρα: Ναι, και ποιήματα με βάζαν οι δασκάλες και «σήκω Σταθαρά», όταν ήταν δύσκολα τα ονόματα του Ιακώβ, που είχε 12 παιδιά. Είχα πολλές συμμαθήτριες. Κόκκαλη, Κόταλη, Κοέν, Αναγνώστου, Καστανοπούλου, Σιλιβρίδου, Παρλαβάντζα. Μου φερνόταν καλά, παρότι δεν ήμουν καλοντυμένη. Ούτε τσάντα καλή είχα. Είχα ένα φόρεμα, που, μου ’δωσε μια πλούσια [κυρία] το φόρεμά της και φορούσα σαν μαύρα. Ήμουν ψηλή, σαν μικρομέγαλη. Αυτή [η κυρία] ήταν πολύ πλούσια. Καθόταν Ερμού με Αντωνοπούλου. Ήταν ο άντρας της καθηγητής, έπαιρνε σύνταξη, είχε σπίτια που τα νοίκιαζε, έπαιρνε πολλά χρήματα και είχε 2-3 υπηρέτριες. Δεν έκοβε το μυαλό της γυναίκας, όχι. ότι δε μας αγαπούσε, όταν πηγαίναμε εμένα με το Νίκο και τη μητέρα [έλεγε] να φάτε. Και μαγείρισσα [είχε] όλη μέρα [και έλεγε] να ταΐσεις τα παιδιά. Είχε και μια μανταρινιά, μας άφηνε να κόψουμε μανταρίνια όσα θέλουμε».
Εδώ τελείωσε την 1η Απριλίου 1992 η συνέντευξή μας, με τη μητέρα, που με ξεκάθαρο μυαλό, μας ξαναμίλησε για γεγονότα τα οποία έμεναν χαραγμένα στη μνήμη της, τρεις μήνες, πριν κοιμηθεί.
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το