Πολιτισμός

1922: Έξοδος-Προσφυγιά-Εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

Επιμέλεια
Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς

Τριακοστό δεύτερο δημοσίευμα
Σήμερα δημοσιεύουμε την 5η «Αληθινή Μικρασιάτικη Ιστορία», που συνέβη ακριβώς τις μέρες που οι καραβιές έφεραν το ανθρώπινο φορτίο (διάβαζε: τους πρόσφυγες) στο λιμάνι του Βόλου, κατά την αποβίβαση, την Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 1922. Πηγή αφήγησης, πάντα η Μαρία Σταθαρά

5. Η πηλιορείτικη καρπέτα
«Οι πλείστοι πρόσφυγες διά της «ΛΗΜΝΟΥ»
αφιχθέντες απεστάλησαν διά του ιδίου ατμοπλοίου εις
Αιδηψόν, καθόσον εις την πόλιν μας δεν υπάρχει
πλέον χώρος προ της αραιώσεως των ενταύθα
συγκεντρωθέντων».
«Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ», 23-09-1922

«Η Επιτροπή ανεύρε μερικούς αστέγους αποβιβασθέντας
χθες από την «ΛΗΜΝΟΝ», οίτινες εστεγάσθησαν αμέσως»
«Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ», 24-09-1922

Η παρακάτω αληθινή μας ιστορία συνέβη τότε, τον Σεπτέμβρη του ’22, όταν τα καράβια ξεφόρτωναν στην παραλία του Βόλου το ανθρώπινο φορτίο, τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, για να εγκατασταθούν προσωρινά σε καπναποθήκες, σχολεία, στρατώνες ή άλλα οικήματα σε διάφορα σημεία της πόλης.
Ο κυρ Γιώργης Σταθαράς – ο παππούς μου – φαμελίτης με τέσσερα ανήλικα παιδιά, ζούσε σ’ ένα χωριό στην περιοχή της Περγάμου. Οι αγαθοί χωρικοί, Τούρκοι και Έλληνες, καλλιεργούσαν τη γόνιμη πλουσιόκαρπη γη, απολαμβάνοντας τους κόπους τους. Ο πατέρας του κυρ Γιώργη, Ευστάθιος, ήταν ένας πανέξυπνος Πηλιορείτης απ’ τον Κισσό. Νέος, όμως, μετανάστευσε στα χωριά της Περγάμου, στις μικρασιατικές ακτές. Εκεί βρήκε τρόπο να καλλιεργήσει το εμπορικό του δαιμόνιο και έτσι σε λίγα χρόνια είχε ανοίξει μαγαζί γενικού εμπορίου – από καρφίτσες μέχρι πέταλα και σαμάρια – που του απέδωσε μεγάλα κέρδη. Ήξερε από ελιές, υπολόγιζε την αξία τους, γι’ αυτό χρόνο με χρόνο αγόραζε λιοπερίβολα, για να βρεθεί στο τέλος κάτοχος μεγάλης κτηματικής έκτασης με λιόδενδρα. Τούτης της υπολογίσιμης περιουσίας έγινε κάτοχος ο κυρ Γιώργης και ως μοναχοπαίδι που ήταν, όλοι τον μακάριζαν. Η ζωή κυλούσε ευτυχισμένα και ήρεμα και οι γείτονές του, ακόμα και οι Τούρκοι, από σεβασμό τον προσφωνούσαν «εφέντη Γιώργη».
Δυστυχώς, ήλθε η Μικρασιατική Τραγωδία του ’22. Οι άνθρωποι, κυνηγημένα κοπάδια, ξεσπιτώνονταν κι έφευγαν όπως-όπως στα μικρασιάτικα παράλια, αναζητώντας ένα πλεούμενο, για να περάσουν απέναντι στην Ελλάδα, για να σωθούν.
Μέσα σ’ αυτό το απελπισμένο πλήθος βρέθηκε και ο κυρ Γιώργης με την οικογένειά του. Μαζί τους δεν πρόλαβαν να πάρουν σχεδόν τίποτε. Μόνο τα ρούχα που φορούσαν κι έναν μπόγο τυλιγμένο με μια καρπέτα.

Πιθανόν η «πηλιορείτικη καρπέτα» της ιστορίας μας να έμοιαζε με την εικονιζόμενη, που είναι από την περιοχή του Λαύκου (φωτογραφία από το βιβλίο «Τα υφαντά της Θεσσαλία» του Κίτσου Μακρή (έκδοση ΕΟΕΧ. 1961))

Αυτή η καρπέτα, ριγωτή – με κόκκινες και άσπρες ρίγες – ήταν χαρακτηριστική πηλιορείτικη. Πώς βρέθηκε αυτή στις προσφυγικές αποσκευές; Α! αυτή ο κυρ Γιώργης την είχε ιδιαίτερη συμπάθεια κι αγάπη. Ήταν από τη μακαρίτισσα Κισσώτισσα μάνα του, υφασμένη από την ίδια για το προικιό της και αφραταιμένη στα κρούσταλλα νερά του Πηλίου. Αυτή η καρπέτα του θύμιζε τη μάνα του, το όμορφο Πήλιο, την πατρίδα του Ελλάδα και γι’ αυτό, πάνω στον πανικό της φευγάλας και της ταραχής, δεν την ξέχασε. Μέσα σ’ αυτή η γυναίκα του Δεσποινιώ, τύλιξε δυο-τρία ρουχαλάκια για τα παιδιά δυο κουβέρτες για στρωσίδια, τα ’κανε μπόγο και πήρε τον δρόμο της φυγής. Με «την ψυχή στο στόμα» έφθασαν όλοι τους στη σκάλα, στο Δικελί. Απ’ εκεί οι πρόσφυγες στοιβάζονταν σαν σαρδέλες στα πλοία και αποβιβάζονταν κοπαδιαστά στη Μυτιλήνη. Άλλα καράβια θα τους μετέφεραν στα κυριότερα λιμάνια της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Η οικογένεια του κυρ Γιώργη, αφού έμεινε καμιά δεκαπενταριά μέρες σε σκηνές στον δημόσιο κήπο της Μυτιλήνης, κατάφερε να μπει σ’ ένα πλοίο με προορισμό τον Βόλο. Τον τραβούσε το πανέμορφο Πήλιο και το πατρογονικό του χωριό, ο Κισσός.
Μετά από ταξίδι επτά ημερών, το ατμόπλοιο «ΛΗΜΝΟΣ» έφτασε στην προκυμαία του Βόλου. Όμως, είχαν προηγηθεί άλλα πλοία και είχαν αποβιβάσει χιλιάδες πρόσφυγες και, σχεδόν, είχαν γεμίσει τα σχολεία, οι αποθήκες και άλλοι διαθέσιμοι χώροι. Όταν το πλοίο πλησίασε, ανέβηκαν μερικοί άνθρωποι – φαίνεται ήταν οι αρχές του τόπου ή άλλοι αρμόδιοι – και είχαν συζητήσεις με τον καπετάνιο. Σε λίγο ανάμεσα στους πρόσφυγες κυκλοφόρησε μια είδηση. «Απαγορεύεται εδώ η αποβίβαση, γιατί γέμισαν οι καπναποθήκες και τα σχολεία. Θα σας αποβιβάσουμε στην Εύβοια, στο Ξεροχώρι» – είπαν οι αρχές. Μια απογοήτευση και βουβαμάρα έπεσε στους αποκαμωμένους ανθρώπους. Μετά όμως ξέσπασε μια χλαλοή, μια φασαρία με φωνές, συζητήσεις και αντεκλήσεις.

Ο κυρ Γιώργης δεν τα ’χασε. Κινήθηκε δραστήρια ανάμεσα στο φουρτουνιασμένο πλήθος και κρατώντας απ’ το χέρι τα δυο παιδιά του – το βρέφος και το μικρότερο το κρατούσε η μάνα ακολουθώντας τον πατέρα – παρουσιάστηκε οικογενειακώς στον καπετάνιο και στους αρμόδιους, που είχαν ανεβεί λίγο πριν στο καράβι. Δείχνοντας τα τέσσερα κουρασμένα και ξεθεωμένα απ’ το ταξίδι ανήλικα παιδόπουλά του, μίλησε ικετευτικά και τους παρακάλεσε να του επιτρέψουν να κατεβεί στον Βόλο, γιατί τους διαβεβαίωσε, δείχνοντας κάτι χαρτιά, ότι «κατάγομαι από τον Κισσό κι έχω συγγενείς και θα βολευτώ». Οι αρχές δίστασαν, αλλά τελικά μπρος στην επιμονή του λύγισαν και του έδωσαν άδεια να κατεβεί.
Η αποβίβαση δεν ήταν δύσκολη. Ούτε βαλίτσες είχαν, ούτε άλλο δυσβάσταχτο φορτίο. Ο μπόγος με τη ριγωτή καρπέτα ήταν όλο κι όλο το νοικοκυριό τους. Έδωσε τα παιδιά στη γυναίκα του, άρπαξε στον ώμο το μπόγο και φώναξε κάποιον βαρκάρη, που γυρόφερνε το πλοίο να πλησιάσει. Το πλοίο δεν είχε κατεβάσει τη σκάλα του στην προκυμαία και απείχε 150-200 μέτρα, γιατί το σταμάτησαν οι αρχές για να συνεννοηθούν. Έτσι, παρά τις διαμαρτυρίες των υπολοίπων, που έβλεπαν τον κυρ Γιώργη με την οικογένειά του να κατεβαίνει στη βάρκα, ο ταλαίπωρος οικογενειάρχης σε λίγο έπλεε προς την προκυμαία πανευτυχής, σφίγγοντας στην αγκαλιά του τα τρομαγμένα παιδιά του, που είδαν και έζησαν την αγωνία των γονιών τους, ώσπου να μπουν στη βάρκα.


Από την παραλία ένα πλήθος περίεργων παρακολουθούσε το πλοίο, που με στριμωγμένους σαν μερμήγκια πρόσφυγες στις κουπαστές στεκόταν δίβουλο, ξέμακρα από τον μόλο και συζητούσε για την τύχη των κυνηγημένων ανθρώπων.
Η βάρκα με τον κυρ Γιώργη απομακρύνεται αργά-αργά απ’ το πλοίο και πλησιάζει τον μόλο. Εμπρός τον μπάγκο της βάρκας πιάνει ο μπόγος με τα ρούχα τους τυλιγμένος με τη ριγωτή καρπέτα. Στο βάθος της βάρκας στριμωγμένη η οικογένεια κοιτάζει προς την παραλία.
Και το πλήθος τώρα στρέφει τα μάτια προς τη βάρκα, να δει ποιος είναι αυτός που «κατ’ εξαίρεσιν» αποβιβάζεται. Τι να δει όμως; Μια προσφυγική βασανισμένη οικογένεια με κουτσούβελα και με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των γονιών και στα μεγάλα αθώα μάτια των παιδιών. Τίποτε σπουδαίο.
Κάποιος όμως από τους περίεργους δεν κοίταζε τους ανθρώπους, αλλά περιεργαζόταν προσεκτικά τον μπόγο με τη ριγωτή πηλιορείτικη καρπέτα και σκεφτόταν. Ποιος να ’ναι αυτός ο Μικρασιάτης, που έχει πηλιορείτικη καρπέτα; Πού την βρήκε στη Μικρά Ασία και την έφερε μέχρι εδώ; Μήπως είναι κανένας Πηλιορείτης; Βρε, μπας κι είναι κανένας γνωστός; Όσο πλησίαζε η βάρκα, τόσο οι σκέψεις του στροβίλιζαν στο κεφάλι του κι άρχισε να εξέταζε προσεκτικά τη φυσιογνωμία του άνδρα και της γυναίκας. Ποιον να γνωρίσει όμως; Δυο άνθρωποι άγνωστοι, ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες, την πείνα, την αγωνία. Πάλι όμως κοιτάζει την καρπέτα. Ναι, είναι γνώριμή του. Δεν αμφιβάλλει. Είναι από αυτές τις χαρακτηριστικές ριγωτές πολύχρωμες, τις γνήσιες πηλιορείτικες καρπέτες.

Και η βάρκα με τον μπόγο στον μπάγκο πλησίαζε. Τώρα η καρπέτα ξεχώριζε καλύτερα. Φαινόταν παλιά, αλλά διατηρούσε τη φρεσκάδα της. Σε μεριές-μεριές ήταν λερωμένη, αλλά τα χρώματά της – βαθύ κόκκινο και λευκό ζαχαρί – διατηρούσαν τη λάμψη τους. Το σχέδιο απλό, ρίγες-ρίγες και η ύφανση πυκνή και καλοδουλεμένη, με γνήσιο χνουδωτό μαλλί. Τα κρόσσια – όσα φαίνονταν – στις άκρες ισοψαλιδισμένα και δεμένα υπομονετικά, τόνιζαν την ομορφιά της καρπέτας.
Τώρα πια, που ζύγωσε η βάρκα στον μόλο, ο περίεργος με δυο δρασκελιές βρίσκεται κοντά της. Αρπάζει το σχοινί, το δένει στην καδένα του μόλου και δίνει το χέρι του στον άγνωστο επιβάτη να πατήσει στη γη. Τότε, ω τότε, τι έγινε; Μια φωνή ακούγεται ταυτόχρονα από δυο στόματα. Ξάδερφε! Ξάδερφε! Τι συνέβη; Σαν από θαύμα συναντήθηκαν τα δυο μακρινά ξαδέρφια, το ένα απ’ τον Κισσό και το άλλο απ’ τη Μικρά Ασία. Αιτία; η ριγωτή καρπέτα, το πατρογονικό κειμήλιο, που αφού φτιάχτηκε στο Πήλιο, αφού χάρηκε τα χώματα της Ιωνίας, αφού συντρόφεψε την οικογένεια στο ταξίδι της προσφυγιάς, τώρα ξαναγύρισε στην πηλιορείτικη γη. Πώς τα φέρνει καμιά φορά τη τύχη!
Ο περιποιητικός ξάδερφος βόλεψε την οικογένεια του κυρ Γιώργη, σ’ ένα χάνι, που ήταν τότε κάπου στο σημερινό εργοστάσιο του Ματσάγγου, πίσω στην οδό Παύλου Μελά, γιατί στο μεταξύ έπεσε το σκοτάδι. Η φαμίλια έφαγε και κοιμήθηκε ευχαριστημένη.

Την άλλη μέρα με τη βοήθεια του ξάδερφου, ο κυρ Γιώργης βολεύτηκε σε ένα άδειο σπίτι, στις τότε παρυφές του Βόλου, στο τέρμα της οδού Μεταμορφώσεως με Αναλήψεως. Ήταν το σπίτι του Ζαφείρη Δασκαλόπουλου, που ευγενικά το παραχώρησε στους άστεγους πρόσφυγες, όπως θυμόταν η κόρη του κυρ Γιώργη, η μάνα μου. Οι γείτονες συμπόνεσαν την οικογένεια και με προθυμία έφεραν ρούχα, ψωμί, τυρί, σταφύλια. Ήταν Σεπτέμβρης 1922. Μια τραγωδία τέλειωσε, ένας αγώνας άρχιζε για την οικογένεια του κυρ Γιώργη και για το ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες της μικρασιατικής – ιωνικής γης.
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το