Θ Plus

17η του Νοέμβρη στην Αθήνα

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Μπαίνοντας στο αττικό λεκανοπέδιο μ’ έπιασε η βροχή. Λίγα οχήματα κυκλοφορούν. Πιο πολλά είναι τα περιπολικά.
Α, ναι! Σήμερα είναι η γιορτή των «παιδιών»!
Μιλάω για κείνα τα παιδιά της 17ης Νοέμβρη που γιορτάζουν με τον «τρόπο» τους μα δεν έχουν καμία σχέση με την οργάνωση ή με τη μέρα του ξεσηκωμού και του Πολυτεχνείου.
Σήμερα λοιπόν γιορτάζουν τον γενναίο ξεσηκωμό φοιτητών και λοιπών δυνάμεων. Όπως κάθε χρόνο άλλωστε.
Η Αστυνομία έχει φροντίσει να ξεγυμνώσει τον κεντρικό θύλακα της πρωτεύουσας από κάθε περιττό στολισμό. Αυτοκινήτων και πεζών.
Έτσι οι δρόμοι του κεντρικού κυκλώματος είναι όπως θα έπρεπε να είναι, ελεύθεροι σ’ ολόκληρο το ανθρωπολόι.
Υπό αυτή την έννοια ζήτω της 17ης του Νοέμβρη…
*
Μόλις έχω καταφτάσει στην Αθήνα από την επαρχία και ζητάω λίγη από την καλλιτεχνική δροσιά της. Με μπουκώνει προκαταβολικά η ξαφνική ερημιά, η απουσία ανθρώπων και οχημάτων, ενώ με εμπνέει η ταυτότητα μιας νέας αντιεξουσιαστικής πόλης.
Τραβώ Μοναστηράκι. Σε κάθε γωνιά περιττό να επισημάνω ότι είναι ακροβολισμένα τάγματα ασφαλείας των οδών.
Ε, όχι κι έτσι ρε παιδιά…
Μπαίνω στου Ψυρρή. Διασχίζω σοκάκια, περνάω στο Θησείο και ξαναπιάνω Μοναστηράκι. Ανηφορίζω Πανδρόσου.
Πουθενά εδώ τα παιδιά της αντι-εξουσίας. Εδώ βασιλεύει η καταναλωτική μανία των κυριών της μεγαλοαστικής τάξης. Φτάνω στου Χυτήρογλου, Πανδρόσου και Μνησικλέους γωνία – πω, πω, τι ’ναι τούτες οι γενικές του «κλέους» και του «δρόσου»…
*

Το τρένο στο Ρουφ

Έχει πια μεσημεριάσει και με ζώνει η πείνα. Κατηφορίζω έως τα μαγαζιά του Θησείου, δίπλα από του Αττάλου τη στοά. Στο «Διά ταύτα» μπαίνω μέσα. Έξω βρέχει.
Τα «παιδιά», τούτη την ώρα συμμετέχουν στην πορεία που αφετηρία έχει το Πολυτεχνείο και προορισμό την Αμερικάνικη Πρεσβεία. Την Πρεσβεία της χώρας που στις μέρες μας ο άνεμος την κυνηγά φέρνοντάς την όλο και πιο κοντά μας.
Πώς αλλάξαν οι καιροί…
Τα «παιδιά» έτσι κι αλλιώς μια πρεσβεία αναζητούν, ας τους τη χαρίσουνε να την περιποιηθούν. Από μακριά βέβαια.
Εγώ κινάω για το θέατρο. Α, σήμερα είπα να ιδώ τον Μιχαλακόπουλο. Κι αυτός ο αθεόφοβος, χρονιάρα μέρα, παίζει Άρθουρ Μίλερ. Εμ, Αμερικάνο συγγραφέα βρήκε ν’ ανεβάσει;
Και πού! Δίπλα από την Αμερικάνικη Πρεσβεία. Οκτώ η ώρα έχω φτάσει στα Ιλίσια. Βγάζω εισιτήριο και περιμένω την παράσταση. Άρθουρ Μίλερ είναι αυτός. Πήχτρα ο κόσμος. Τραβάει βλέπεις ο χήρος της Μαίριλυν. Όμως εγώ ήρθα για τον Μιχαλακόπουλο.
Τον είδα και ξεμπέρδεψα…
Βγήκα στη Βασιλίσσης Σοφίας και κοίταξα γύρω μου. Η βροχή τα είχε όλα εξαϋλώσει. Το οδόστρωμα, τα φώτα, τα δέντρα. Καθώς και τον δρομέα. Τους ανθρώπους, δεν ξέρω…
Πιάνω τη Βασιλέως Κωνσταντίνου, άδειος ο δρόμος και κατηφορίζω προς τον Εθνικό Κήπο. Περνώντας το Καλλιμάρμαρο και μια φέτα Αρδηττού φτάνω στην Αναπαύσεως. Την παίρνω κατά μέτωπο. Στον τελευταίο δρόμο – Τριβωνιανού – στρίβω δεξιά. Γιατί πήρα αυτό τον δρόμο; Γιατί μ’ άρεσε πάντα αυτό το όνομα: «Τριβωνιανός»!
Πόσες φορές στη ζωή μου δεν πήρα έναν δρόμο μόνο και μόνο γιατί με τραβούσε ο τίτλος της;
Όμως απόψε, 17 του Νοέμβρη, δεν κοιτώ καν τον Τριβωνιανό. Τρυπώνω πίσω από ένα πορτέλι που είναι φωτισμένο έξω δεξιά του Πρώτου Κοιμητηρίου.
Από μέσα ένας όρθιος άντρας στέκει μπάστακας στην είσοδο. Πλάι του μια ολόξανθη μαριονέτα πασπατεύει χαρτονομίσματα.
Είν’ ο παλιός φίλος από τα Μέθανα, που με κοιτά ίσα να με αναγνωρίσει. Πέρασε καιρός μαθές από τότε που ασχολήθηκα με το «νησί» του… Τη Μεθενίτικη χερσόνησο, θέλω να πω…
«Ρε, καλώς τα παιδιά από την επαρχία», μας αποστομώνει, και στρέφεται σε μια σερβιτόρα λέγοντάς της: «Φωφώ, βάλε τα παιδιά στο τραπέζι που κρατάω για πάρτη μου»…
Πάντα ένα τραπέζι θα μένει για πάρτη του αφεντικού. Ανταλλάξαμε δυο κουβέντες κι αράξαμε στο προσημειωμένο τραπεζάκι. Παραγγείλαμε ένα ποτό και γυρίσαμε να δούμε τι τρέχει απόψε στο HALF NOTE.
Μια Αφροαμερικανή τραγουδίστρια ανέβαζε τόνους, ενώ γύρω της μια μικρή μπάντα γρατζουνούσε, στον ρυθμό της τζαζ, χορδές, πλήκτρα και τύμπανα.
Στη μια και μισή το πρωί ξαναβγήκαμε στο σεργιάνι. Βροχούλα, καθρέφτες οι δρόμοι, ασυμφωνία χαρακτήρων, λόγω απουσίας οχημάτων και πεζών.
Παίρνω την κατηφόρα. Εθνικός Κήπος, Βασιλίσσσης Αμαλίας, Βουλή, Πανεπιστημίου. Ώπα! Τι γίνεται εδώ; Παρτέρια, άσφαλτος, περίπτερα, τράπεζες, θέατρα, όλα σφραγισμένα. Αδέσποτες γάτες σουλατσάρουν αμέριμνα. Πού; Στην Πανεπιστημίου!
Μονάχος κι έρημος, στην άπλα της Πανεπιστημίου. Ποιος να τ’ ακούσει…
Εκείνη την ώρα ήρθε σαν δώρο θεού η νέα ψιχάλα. Και φάνηκαν οι καθρέφτες.
Τα «παιδιά» είχανε πέσει, προφανώς, για ύπνο.
*
Το άλλο πρωί σηκώθηκα κομμάτι αργά. Είχανε πει και τις μεσημεριανές ειδήσεις. Το απόγευμα έπαιζε η εθνική ομάδα στο Μαρούσι. Ντύθηκα χοντρά, έτσουζε το κρύο.
Πήρα την Ιπποκράτους, πέρασα πρώτα από το «Μεταίχμιο» και ροβόλησα ίσαμε τη Σκουφά. Στο 23 έκανα στάση και στάθηκα προσοχή. Τόχω χούι, όταν περνώ από το 23 να βγάζω καπέλο – αν φορώ -, και να υψώνω το βλέμμα στον ουρανό του υπερκείμενου δώματος. Όλο και κάποια «στροφή» μπορεί να γλιστρήσει από τον πέμπτο. Ποιητικοί σοβάδες θέλω να πω με βαθιά θαλασσινή απόχρωση.
Ονειροπολώντας φτάνω στο Κολωνάκι. Στρίβω Τσακάλωφ. Πώ, πώ, ανεμελιά, κουλτούρα και ύφος. Ύστερα κατηφορίζω έως το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Βλέπω την έκθεση γλυπτικής διακόσμησης κι έπειτα τραβώ για το Βυζαντινό Μουσείο, όπου ένας φίλος θα με ξεναγήσει στις αίθουσες της παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής και θα τσιμπήσουμε κάτι στο καλόγουστο μαγαζάκι της πανέμορφης αυλής του.
Τα «παιδιά» από τέτοιες γειτονιές έχουν μεσάνυχτα. Απέχουν συνειδητά. Ασφαλώς τούτη την ώρα θα έχουν κατιάσει γύρω από το «άσυλο» της διαβόητης πλατείας. Κάνοντας τον «απολογισμό» της μέρας…

Η είσοδος του Βυζαντινού Μουσείου

*
Η ώρα περνά ευχάριστα, μα εγώ πρέπει να προλάβω την παράσταση στο Ρουφ. Γλιστράει ο δρόμος απ’ τη βροχή κι ωσότου φτάσω στη στροφή πούναι τα Ταξί, γίνομαι μουσκίδι. Μπαίνω και κάθομαι δίπλα από το σωφέρ.
Έως τα πρώτα φανάρια μένουμε σιωπηλοί. Στην πλατεία Συντάγματος τολμάω να τον ρωτήσω πούθε κρατάει η σκούφια του.
«Από τα Τρίκαλα», μού λέει. «Κι εσύ»; «Βόλος – Τρίκαλα», του λέω, «ένα τσιγάρο». «Απα πά, δεν καπνίζω, παίζω μπάλα», μου λέει. «Πού παίζεις» τον ρωτώ. «Έπαιζα στον Πλατανιά, ύστερα πήρα μεταγραφή για τον Ατρόμητο και τώρα βράσε ρύζι». «Παροπλίστηκες;» τον ξαναρωτώ. «Έπαθα μηνίσκο, αλλά γυμνάζομαι» μου διευκρινίζει…
Στις στήλες του Ολυμπίου Διός μου λέει για τον αγώνα. «Ποιον αγώνα» τονε ρωτώ. «Μα είσαι Έλληνας», μου απευθύνει τον λόγο επιτιμητικά. «Σήμερα παίξαμε με την Εσθονία». «Μπά, του λέω και τι κάναμε». «Χάσαμε από την Εσθονία… ούτε Παναγίες έπιασαν ούτε οι προσευχές του Άγγελου, του προπονητή»…
Χαζά χαζά πιάσαμε την Καλλιρόης. Αλλά ο ταξιτζής από τα Τρίκαλα δεν ήθελε ν’ αφήσει το ποδόσφαιρο ασχολίαστο. Και πέρασε μαζί με τον Εθνικό Κήπο και την μπάλα στο χορτάρι. «Που λες φίλε, μπάλα έμαθα στο Ζάρκο. Μαζί με τον Κοκολίτσο, ξέρεις, εκείνον που σκοτώθηκε νωρίς»…
Tην ώρα που φτάναμε τον άκουσα να μου λέει: «Άκου να σου πω, σε λίγο φεύγω απ’ την Αθήνα. Πάω Ζάρκο τρέχοντας»…

Με άφησε μέσα από την μπάρα των τρένων στο Ρουφ. Η ώρα ήταν οχτώμιση. Η βροχή είχε σταματήσει.
Πέρασα στο μπαρ, όπου υπήρχε το εισιτήριό μου, καθώς η παράσταση είχε αρχίσει. Με έμπασε ο βοηθός σκηνοθέτη από την πίσω πόρτα του βαγονιού και μ’ έστησε στο τελευταίο ανυψωμένο κουπέ από όπου είχα πανοραμική άποψη του τρένου που έτρεχε από τη Βιέννη για το Βελιγράδι. Όταν μπήκα είχε σταθμεύσει σε κάποιο χιονισμένο ύπαιθρο της Βοσνίας. Ξεκινώντας τραντάχτηκε ολόκληρο το θεατρικό βαγόνι όμοια με τον παλιό συρμό της πόστας. Ήτανε ένα από τα θαυμαστά τρυκ της παράστασης που είχε θέμα τις προκαταρκτικές ενέργειες των εμπόλεμων Ευρωπαίων, σε σκηνοθεσία Τατιάνας Λύγαρη. Συγγραφέας ο Γκράχαμ Γκρην.
Σαν τέλειωσε η παράσταση, όλος ο κόσμος της σκηνής έτρεξε στο Wagon- restaurant, για να δοκιμάσει σκαλοπίνια του σεφ, άγρια σαλάτα και ψητούς ρεβυθοκεφτέδες.
Έτσι κι εμείς. Ήμασταν πεινασμένοι κι ίσα που προλάβαμε στο τσακ ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο, με θαυμάσια διακόσμηση και πετσετάκια εποχής. Ήρθε κι ένας ηθοποιός να μας ρωτήσει αν μας άρεσε η παράσταση.
«Θα ταξιδέψουμε» τον ερωτώ. «Ναι», μου λέει «θα πάμε Μόναχο. Όχι με το ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, αλλά με το ORIANT EXPRESS».
To τρένο έκαμε στάση στη Χαμοστέρνα κι εμείς κατεβήκαμε χορτασμένοι και πανευτυχείς από το γαστριμαργικό ταξίδι.
Πήραμε ταξί και ζητήσαμε να μας πάει κέντρο. Ο ταξιτζής ήτανε Κεφαλλονίτης. Από τα Βαλσαμάτα. Ήξερε την Αθήνα απόξω κι ανακατωτά. Μα ήθελε κι αυτός να «γυρίσει» στο νησί του. Αλλά ο γιος του, βλέπεις, είναι βιδωμένος στην Αθήνα.
Άσε, μου λέει, ο γιος μου την έχει βρει εκεί στα Εξάρχεια κι όλο μπλέκεται σε φασαρίες…
Μπα, του λέω, ανήκει στην ομάδα των «παιδιών»;
«Άσε» μου λέει, «είναι δεκαεφτάρης και τον έχω χάσει… Χώρια που τον έχουν μπουζουριάσει για μια βιτρίνα που του χρεώνουν… Και νάξερε τι έγινε στο Πολυτεχνείο, ποιος σκάει…αμ ούτ’ αυτό δεν ξέρει»…
«Τα Βαλσαμάτα θα τον σώσουν, αν τον καταφέρεις», του λέω και πληρώνοντας το κόμιστρο φεύγω προβληματισμένος…
Μα όλοι οι «Αθηναίοι» θέλουν γυρίσουν στο νησί ή στο χωριό τους, αλλά ΠΑΝΤΑ θα υπάρχει ένας γιος, μια κόρη, κάποιο ΧΡΕΟΣ τέλος πάντων που θα τους εμποδίζει το γυρισμό. Ίσως και μια βροχή, σαν την αποψινή ή τη χτεσινή που γλιστράει και δεν αφήνει να ορθοποδήσεις, για να πάρεις εκ του ασφαλούς τον δρόμο της επιστροφής…
Μια βροχή που μας «κρατάει» όλους στην Αθήνα…
17, 18/11/2018

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το