Πολιτισμός

Ζωή χαρισάμενη – Μια παράσταση του Κώστα Τσιάνου με την Αγγελική Λεμονή

 

Του
Κυριάκου Παπαγεωργίου

Λένε πως ηθοποιός σημαίνει φως. Ο ηθοποιός δηλαδή ποιεί το φως; Αντλεί απ’ το φως; Ή μήπως το φως δημιουργεί το ήθος;
Ας το πούμε αλλιώς. Πώς παίζει ένας ηθοποιός; Αντικειμενικά ή υποκειμενικά; Έχει δεξιότητα μιμητική (δεξιοτεχνία θέλω να πω), διαθέτει μιμικό μηχανισμό;
Μην ξεχνάμε πως η τέχνη του υποκριτή ως πνευματική λειτουργία είναι ψυχικός καθαρμός και μαζί πνευματικός άθλος…
Ανάμεσα στον δημιουργό και στον θεατή (ή αναγνώστη) στέκεται το έργο κατάμονο, δίχως κανένα μεσάζοντα…
Ο ρόλος του ηθοποιού απαιτεί ευαισθησία και κρίση, πειθαρχία κι εσωτερική δύναμη. Αλλά και δυνατή μνήμη…
*
Ο τραγικός ή κωμικός χαρακτήρας δεν είναι απλό άθροισμα από στάσεις, κινήσεις, μορφασμούς, χειρονομίες, φωνές ή γέλια, αλλά ένα σύνολο εκφραστικών στοιχείων που καθρεφτίζει τη λειτουργική ενότητα και την εσωτερική νομοτέλεια.
Ο καλός ηθοποιός μπορεί και πρέπει να σώζει και αυτές ακόμη τις στομφώδεις φράσεις του ποιητή, να έχει ψυχρό λογισμό, βαθιά κρίση, καλλιεργημένο γούστο και να επιμένει στη μελέτη του ρόλου του.
Τα δάκρυα του ηθοποιού λένε πως κατεβαίνουν από το μυαλό του, ενώ τα δάκρυα του ευαίσθητου ανθρώπου ανεβαίνουν από την καρδιά του…
H εργασία του ηθοποιού είναι συνθετική. Προϋποθέτει: Διαίσθηση και γούστο, νηφάλια κρίση, ήρεμη σκέψη κι επίμονη σπουδή.
*
Ο ηθοποιός, γράφει ο Diderot, πλάθει un grande fantome, ένα φάντασμα που θα του δώσει ο ηθοποιός το σώμα του, για να γίνει ορατό επάνω τη σκηνή.
Αντιγράφει στον ρόλο του κάτι, που είναι το φάντασμα· μιμείται δηλαδή στάσεις, κινήσεις, μορφασμούς και χειρονομίες, τον χρωματισμό, αλλά και τον παλμό των λόγων.
«Ο ηθοποιός – όπως και ο δραματικός ποιητής – είναι πνευματικοί άνθρωποι, στην πιο αυστηρή της λέξεως έννοια, λυτρώνονται δηλαδή αδιάκοπα, μετουσιώνοντας τη ζωή σε πνευματικές δημιουργίες», έχει δηλώσει ο αξέχαστος Φώτος Πολίτης.
Και ο Σαίξπηρ πλειοδοτεί: «Να μάθετε να κρατάτε κάποια μετριοπάθεια, να συμφωνάει εκείνο που κάνετε μ’ εκείνο που λέτε, να μην ξεπερνάει το μέτρο της φύσης».
Υπάρχουν δυο τύποι ηθοποιών λέει η γερμανική Σχολή: O Sach-dichter (αυτός που παίζει το πράγμα) και ο Ich-dichter (αυτός που παίζει τον εαυτό του).
Αναλογιστείτε την περίπτωση του ηθοποιού Πόλου σε μια σκηνή του αρχαίου ελληνικού θεάτρου: Ο ηθοποιός που έπαιζε την Ηλέκτρα (στην ομώνυμη παράσταση) βγήκε στη σκηνή κρατώντας τη λάγηνο με τα κόκαλα του παιδιού του (υποτίθεται ότι κρατούσε την τέφρα του Ορέστη) και θρηνούσε πραγματικά τη δική του δυστυχία…
*
Παρακολουθώντας με πολλή προσοχή την παράσταση του Θεάτρου της Λάρισας «Ζωή χαρισάμενη», που τη σκηνοθεσία του υπογράφει ο καταξιωμένος θεατράνθρωπος Κώστας Τσιάνος, μου γεννιέται η απορία: Η πρωταγωνίστρια (περιττό ως όρος, αφού είναι μονόλογος) Αγγελική Λεμονή ποια προσόντα εκμεταλλεύτηκε και από ποια ενδοψυχικά κίνητρα καθοδηγήθηκε, για να πλάσει έτσι το ρόλο της;
Τον αντικειμενικό τύπο του ηθοποιού χρησιμοποίησε, το ψύχραιμο δηλαδή και νηφάλιο στοιχείο ή έπαιζε εν ψυχρώ; Ξεχώριζε δηλαδή τον εαυτό της από το πρόσωπο που υποδύονταν;
Προσωπικά διέκρινα στον ρόλο της τη βασική αρετή του ηθοποιού: Σκεφτόταν το κείμενο. Το φανταζότανε δραματικά. Αν και σε κάποια σημεία δεν τη βοηθούσε το κατά τα άλλα έξοχο κείμενο του Τσιάνου.
Επισημαίνω ότι η δυνατή και πολύ θεατρική σκηνή του Εμφυλίου με τον Εμμανουήλ, ήταν λειψή, ατελέσφορη και ακροθιγής. Εδώ η Λεμονή ολιγώρησε μπροστά στο κείμενο που της δόθηκε κι η ολιγωρία της είχε να κάνει με τον περιορισμένο ορίζοντα του συγγραφέα που συμπαρέσυρε και τη σκηνική της ελευθερία.…
Δεν θα μπορούσα ωστόσο να φανταστώ άλλην ηθοποιό στον ρόλο της Ζωής, όπως τον ανέδειξε η ωμότητα και ωριμότητα της Λεμονή. Γιατί τότε θα υπήρχε μεγάλη ασυμφωνία – κι απόκλιση – πολλών ηθοποιών στον ίδιο ρόλο…
Και τούτο διότι ο ηθοποιός πρέπει να κατακτήσει το δραματικό νόημα του έργου με τη φαντασία του (μια φαντασία που πρέπει να είναι σε στενή συνάρτηση με την καλλιτεχνική του συνείδηση).
Και τέτοια φαντασία και συνείδηση έχω την αίσθηση πως διαθέτει η Λεμονή, με το συγκλονιστικό της παίξιμο.
Μέσα στον παροξυσμό του αληθινού πάθους για τον ρόλο της η φαντασία της Λεμονή κράτησε τον έλεγχο και την κυριαρχία πάνω στο ψυχικό υποκείμενο.
Η Λεμονή υπέβαλε στον εαυτό του τον αυτοέλεγχο, την ενότητα, την ποικιλία και την ισομέρεια στους κυματισμούς της δράσης, όπως η τελευταία απαιτούσε από τον ρόλο της… Η ευαισθησία της συγκίνησε θεατρικά και η συγκίνηση αυτή ερεθίζοντας τον μηχανισμό των εκφραστικών της μέσων άνοιξε τον δρόμο στην έμπνευση για πτήση του ρόλου της σε υψηλά επίπεδα…
*
Ο δραματικός συγγραφέας, ο ηθοποιός, ο κριτικός, ο αναγνώστης αυτός που διαθέτει οξύ καλλιτεχνικό κριτήριο, Ο ΚΑΘΕΝΑΣ, χωριστά, θέλω να πιστεύω ότι αυτός μόνο νιώθει ότι κατέχει το γνήσιο νόημα…
Ο Τσιάνος έγραψε ένα κείμενο μεγάλου ιστορικού ανύσματος, που πιάνει από το 1927 ώς και μισό αιώνα μετά, με στόχο να κλείσει μέσα σε αυτό πολλές κοινωνικές συμβάσεις και ακρότητες, χάνοντας κάπου το μέτρο της ενότητας του χρόνου.
Στην πορεία του έργου χάνει ο θεατής τον διασκελισμό του και τα πισωγυρίσματα ακολουθούν ανώμαλή διαδρομή. Αλλά εδώ που τα λέμε και στους «Βρυκόλακες» του Ίψεν, δε συμβαίνει το ίδιο; Από τη δεύτερη πράξη και πέρα, αν είστε πρόχειροι, χάνεις τον εαυτό σου και δεν θυμάσαι τίποτα…
Ο συγγραφέας κάπου δείχνει να επηρεάζεται τόσο από το «Τρίτο Στεφάνι», όσο και από τη «Λωξάντρα».
Οι παραλλαγές και «οι ομοιότητες», όμως, όπως γράφει και ο ίδιος στο κριτικό του σημείωμα, «με πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα είναι τυχαία».
Υπέροχη η μουσική επένδυση, με τα λαϊκά της κάθε εποχής, στα ενδιάμεσα και στην αρχή του έργου. Διακριτικά τα σκηνικά της παράστασης, αλλά όχι και χαμοκέλας.
Επιτηδευμένη και ώριμη η σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου.
Μια παράσταση που έλειπε εδώ και χρόνια από το θεατρικό γίγνεσθαι της πόλης μας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το