Πολιτισμός

Υφαίνοντας ταινίες με πραγματικά γεγονότα… Διακρίσεις για τον σκηνοθέτη Δ. Κουτσιαμπασάκο σε Ελλάδα και εξωτερικό

Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο χαράχθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη του σκηνοθέτη Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, αφού δύο ταινίες του διακρίθηκαν ταυτόχρονα σε φεστιβάλ, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Ο Τρικαλινός δημιουργός, ο οποίος διατηρεί δεσμούς με τον Βόλο, έχοντας περάσει εδώ τα εφηβικά του χρόνια, μίλησε για τις πρόσφατες επιτυχίες του και τις ενδιαφέρουσες ιστορίες που διηγήθηκε στο κοινό μέσα από τη μεγάλη οθόνη.

Το ντοκιμαντέρ «Οι υφάντρες» έλαβε το βραβείο Mediterranean Memories στο PriMed – Le Festival de la Méditerranée en images στη Μασσαλία της Γαλλίας, ενώ το κοινωνικό δράμα με τίτλο «Daniel ’16» διακρίθηκε κατά σειρά στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους με το βραβείο «Καλύτερης ερμηνείας νέου ηθοποιού» (απονεμήθηκε στον Nikolas Kisker για τον ρόλο του Ντάνιελ), στο 33ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου τιμήθηκε με Ειδική Μνεία καλύτερης ελληνικής ταινίας, ενώ ο κύκλος των απονομών ολοκληρώθηκε με το βραβείο «Ευρωπαϊκές αξίες» από την αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα.

Στον… απόηχο των διαδοχικών διακρίσεων, αλλά και ενόψει της επικείμενης διαδικτυακής προβολής του επίσης βραβευμένου «Σιωπηλού μάρτυρα» στο CineDoc Βόλου, ο κ. Κουτσιαμπασάκος μίλησε για τις «Υφάντρες» και τον «Daniel ‘16», αν και στην αρχή της συζήτησης δεν έλειψε η αναφορά στα χρόνια που έζησε στον Βόλο, αφού σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών βρέθηκε στην Παιδόπολη Αγριάς. Όπως και όλοι όσοι πέρασαν από εκεί, ο Θεσσαλός σκηνοθέτης και καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όχι μόνο πρόκοψε στη ζωή του, αλλά με την ευαισθησία που τον διακρίνει μέχρι σήμερα, στην απολαυστική φιλμογραφία του έχει να παρουσιάσει έργα που φέρουν έντονα την προσωπική του σφραγίδα. «Στον Βόλο, που τον αγαπώ πολύ, τέλειωσα το σχολείο, ενώ βρέθηκα και στη Θεατρική Λέσχη Βόλου στη «χρυσή» εποχή της. Πέρα από το γεγονός ότι έχω συγγενείς, με έχουν σημαδέψει όσα έζησα εκεί», εξομολογήθηκε με περισσή ειλικρίνεια, για να προσθέσει: «Επισκέπτομαι τακτικά την πόλη, ακόμη και ως προσκεκλημένος είτε του Συλλόγου Αποφοίτων της Παιδόπολης είτε του CineDoc Βόλου που διοργανώνει η φίλη Ελένη Χρυσοπούλου και θεωρώ πως είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα φεστιβάλ στην Ελλάδα».

Η απήχηση που είχαν οι δύο τελευταίες ταινίες του, επιτρέπουν στον επιτυχημένο σκηνοθέτη να λάβει μέρος και σε άλλα κινηματογραφικά φεστιβάλ στο εξωτερικό. «Αν μία ταινία είναι τυχερή, μπορεί να ταξιδέψει σε πολλές χώρες. Ειδικά για τον «Daniel ’16» ήδη έχουμε λάβει προσκλήσεις για Νορβηγία, Δανία και Βολιβία. Το μόνο που με στεναχωρεί κάπως είναι το ότι η ολοκλήρωση αυτών των ταινιών συνέπεσε με το ξέσπασμα της πανδημίας και όλα τα φεστιβάλ διεξάγονται διαδικτυακά. Για τη διανομή της ακόμη δεν μπορούμε να πούμε το παραμικρό, αφού παρότι εκδηλώθηκε ενδιαφέρον, κανείς μας δεν γνωρίζει πότε θα ξανανοίξουν οι κινηματογραφικές αίθουσες και με ποιες προϋποθέσεις», σημείωσε με νόημα.

Αμφότερες οι ταινίες είναι εμπνευσμένες από πραγματικά γεγονότα, με τον κ. Κουτσιαμπασάκο να λέει: «Η ιστορία του Ντάνιελ ξεκίνησε από ένα άρθρο που διάβασα πριν από πολλά χρόνια στην «Ελευθεροτυπία», που αναφερόταν στις ανοικτές δομές που λειτουργούν στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’80 για τον σωφρονισμό ανήλικων Γερμανών με παραβατική συμπεριφορά. Αυτό με εξέπληξε και βρέθηκα στον Έβρο σε μία τέτοια δομή, σ’ ένα εγκαταλειμμένο χωριό για την ακρίβεια. Έτσι προέκυψε το σενάριο θίγοντας το μεταναστευτικό πρόβλημα, που αφορά όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και την Ευρώπη στο σύνολό της. Οι «Υφάντρες» πάλι, προήλθαν από μία επίσκεψή μου στη Βλάστη Κοζάνης, όπου τη δεκαετία του ’60 η ΙΜ, μια σουηδική φιλανθρωπική οργάνωση έστησε εκεί ένα κέντρο υφαντουργίας, για να βοηθήσει το χωριό που υπέφερε τότε από την αστυφιλία. Το εργοστάσιο, μέχρι και σήμερα φέρει την επωνυμία «Σουηδικό» και η αρχιτεκτονική του παραπέμπει σε χώρα της Βόρειας Ευρώπης. Όταν έμαθα λεπτομέρειες για την ιστορία του, μπήκα στη διαδικασία να κάνω το ντοκιμαντέρ. Οι γυναίκες που δούλεψαν εκεί μέχρι το 1988 που έκλεισε, παρήγαγαν με τους αργαλειούς τους εκπληκτικά προϊόντα, που γίνονταν ανάρπαστα στη Σουηδία. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που κατάλαβα είναι ότι η πραγματικότητα μοιάζει με θησαυρό, φτάνει να είσαι ευαίσθητος δέκτης και να βλέπεις τι συμβαίνει γύρω σου».

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το