Θ Plus

Ξέρεις πού πέφτει το Βαλτεσινίκο;

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Πήγαινα στην κηδεία της Άλκης Ζέη. Είχα στο μεταξύ αφήσει το αμάξι μου στην Ευγενίου Βουλγάρεως με Φωτιάδου, λίγο πιο πάνω από το Α’ Νεκροταφείο και πήγα με τα πόδια έως την Πανεπιστημίου για να παραδώσω ένα βιβλίο που μου είχε παραγγείλει ο αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Πίστευα ότι θα τα κατάφερνα να προλάβω την εκφορά στις δώδεκα, ωστόσο τελειώνοντας βγήκα στη Σταδίου δώδεκα παρά είκοσι.
«Ας πάρω ένα ταξί», έκαμα τη σκέψη κι αμέσως βάλθηκα να κάνω νεύματα σε όποιο ταξί διερχότανε εκείνη την ώρα από την «προφιλή» μου λεωφόρο.
Σε δυο λεπτά σταμάτησε κάποιο. Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε. Με ή δίχως ταυτότητα. Βαθιά εντύπωση μου προξένησε το σκύψιμο του οδηγού, για να μου ανοίξει την πλαϊνή του πόρτα.
«Μπα, ευγένεια», είπα, «ο ταξιτζής».
Ίσως είναι η πρώτη και χαρακτηριστική ένδειξη μιας σειράς λεπτομερειών που κάνουν όμορφη τη ζωή μας. Και πολύ ασυμβίβαστη με τα καθημερινά και τριμμένα λειτουργικά μας…
Κάθισα αναπαυτικά, έκαμα νεύμα ευθείας στον οδηγό κι έπειτα έριξα φευγαλέο βλέμμα στο ταμπλό. Διάσπαρτο από οσίους και αγιορείτες. Όσιος Νίκων, όσιος Ευφραίμ, όσιος…
«Για πού πάμε», ρώτησε ο ταξιτζής.
Του λέω «Πρώτο»…
«Μπα, πας στην κηδεία αυτής της κομμουνίστριας»;
«Όπα», λέω, μέσα μου… και ύστερα κενό… κενό λεκτικής τυραννίας…
Πριν προλάβω ν’ απαντήσω με διακόπτει το κινητό του κι από την άλλη άκρη του μιλάει, προφανώς, κάποιος συχωριανός του, που φέρει το όνομα Μιχόπουλος.
«Έλα ρε», του λέει ο ταξιτζής, «πού ήσουνα χτες, που σε γύρευα… περίμενα ψηλά στη ράχη… να πετάξουμε τον αετό… Πού ήσουνα; Έμεινες στα Μαγούλιανα; Kαλά ρε συ, είπαμε ότι είστε πολύ ψηλά, αλλά εμείς στο Βαλτεσινίκο, είμαστε πιο ωραίοι»…

Ακούγοντας τον ταξιτζή, να μιλάει σε κάποιον Μιχόπουλο από τα Μαγούλιανα κι ότι αυτός κατάγεται από το Βαλτεσινίκο βεβαιώθηκα ότι έχω να κάνω με Γορτύνιους κι αρχίζω ενστικτωδώς να κουνάω δίκην περιστροφής τα χέρια μου σα να θέλω να πω, αμάν αμάν..
Πώς τόπαθα και τόκανα αυτό;
Σφηνώνει εκνευρισμένος ο ταξιτζής το κινητό ανάμεσα στα μπούτια του και γυρίζει σε μένα για να του εξηγήσω τι θέλουν να πουν αυτές οι χειρονομίες που τις εκλαμβάνει σαν απομειωτικές του τόπου καταγωγής του.
«Αρκάς είναι αυτός» σκέφτομαι, «ευερέθιστος, περήφανος και μεγαλοϊδεάτης», όπως είναι όλοι οι Αρκάδες…
«Τι να σου πω, του λέω, μ’ έφκιαξες τώρα»…
«Γιατί», μου απαντά, «σου πέφτουμε λίγοι εμείς οι Γορτύνιοι», εκλαμβάνοντας τη χειρονομία μου ως υποτιμητική των Πελοποννησίων…
«Απεναντίας», του λέω, «μου πέφτετε πολλοί, κι όταν ακούω αυτά τα ονόματα (Μαγούλιανα και Βαλτεσινίκο) πετάω στα ουράνια»…
«Με δουλεύεις», με ξαναρωτά, όλος καχυποψία.
Αλλά όταν αρχίζω να του αραδιάζω τόπους, μνημεία και χωριά της περιοχής, αλλά και ιστορίες που έγραψαν οι πατριώτες του, έ τότε μπαίνει στο πνεύμα μου κι αρχίζει να χειροκροτεί.
«Πού σε πέτυχα; Στάσου να πάρω ένα δικόνε μου να του πω τι φάτσα έχω στο αγώι»…
Και ατάκα, δίχως αντίρρηση δική μου, τηλεφωνεί σε κάποιον, λέγοντάς του ότι πέτυχε λαβράκι στο αγώι που πήρε… «Ξέρει, ρε συ, απέξω κι ανακατωτά τα μέρη μας… να τον κάνουμε επίτιμο δημότη»;

«Τώρα θα μου πεις», αρχίζει και σοβαρεύεται, «από πού και πώς τα ξέρει όλα αυτά για τα χωριά μας».
Του λέω είμαι κι εγώ Αρκάς κατά το ήμισυ, όχι Γορτύνιος, βέβαια, αλλά αυτά τα μέρη τα ξέρω από το έντυπο που συνεργάζομαι…
«Ποιο έντυπο», με ρωτάει, γεμάτος θαυμασμό… To Νational Geograpfic;
«Όχι», του λέω, «η ελληνική πανομοιότυπη έκδοση του National, το Ελληνικό Πανόραμα»…
Καπάκι, ο δικός σου, ξαναπαίρνει τηλέφωνο, κάποιον άλλον τώρα, και τον αποκαλεί «μεγάλο», «μεγάλος συγγραφέας» μου λέει κι αρχίζει άλλο μακρόσυρτο θαυμαστικό αφήγημα…
«Ρε συ», ξανά τα ίδια ο ταξιτζής, «έχω στο αμάξι ένα δικό σου, που γράφει στο National και ξέρει το βιβλίο που έχεις γράψει»…
«Επ», του λέω, «κόφτο, δεν σου είπα τέτοια λόγια»…
«Σιγά τα λάχανα», μου λέει και προτείνει του αλλουνού, στο τηλέφωνο, να τα παρατήσει όλα και νάρθει να με βρει στο Πρώτο Νεκροταφείο…
Του λέω, «βιάζομαι για την κηδεία, δεν προλαβαίνω, να δω τον φίλο σου τον συγγραφέα»…
Εκείνος επιμένει και ζητάει το τηλέφωνό μου να βρεθούμε κάπου αλλού οι τρεις μας…
Του το δίνω, μου δίνει κι εκείνος μια κάρτα του που γράφει «ΠΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΗMHΤΡΙΟΥ TAXI Τα ξίδια Τα ξημερώματα Τι δουλειά κάνει; Τα ξει όλη μέρα»…
Μου ανοίγει την πόρτα για να κατέβω, όπως μου την άνοιξε ανεβαίνοντας, πάω να τον πληρώσω, μου λέει «για μια τέτοια γνωριμία θα σου πάρω τέσσερα ευράκια» και ζητεί …να μ’ ακολουθήσει θέλοντας να δώσει τον τελευταίο ασπασμό στο ξόδι της Άλκης Ζέη «κι ας είναι κομμουνίστρια»…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το