Θ Plus

Βόλος δεκαετία ’50-’60 – Η πόλη με τα παιδικά μου μάτια

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Α’ ΜΕΡΟΣ
Tο σπίτι που γεννήθηκα, Σπυρίδη – Κωνσταντά, ήταν ένα πέτρινο ημιδιώροφο που σήμερα έγινε μάρκετ. Το χώριζαν εννιά τετράγωνα από την παραλία. Περπατώντας θέλαμε πεντέξι λεπτά για να τη φτάσουμε.
Απέναντι από το γενέθλιο σπίτι ήταν το Γυμνάσιο των Αρρένων. Έπιανε όλο το τετράγωνο. Βούιζε η γειτονιά σαν σχολνούσαν οι γυμνασιόπαιδες, με τα πηλήκια και τα κοστούμια που φορούσαν.
Στη γωνία Κωνσταντά με Σπυρίδη έμενε ο γυμνασιάρχης, κάποιος Σαρόγλου, αλλά το σπίτι αυτό το είδα να τσακίζεται σαν χάρτινο κουτί με τον δεύτερο σεισμό. Κολλητά μας ήταν η Ελληνογαλλική Σχολή του Saint Joseph.
Από τη μια το Γυμνάσιο Αρρένων κι από την άλλη το Ελληνογαλλικό. Και στη μέση εμείς…
Απέναντί μας, επί της Σπυρίδη, υπήρχε ένα ωραίο τριώροφο, στο οποίο στεγαζόντουσαν οι οικογένειες του γνωστού τότε φροντιστή Χαλουλάκου και του ναυτικού πράκτορα Ηρακλή Καντά.
Στη γωνία Ρήγα Φεραίου και Σπυρίδη υπήρχε ένα μικρό μαγαζάκι σαν περίπτερο που το είχε ο μπαρμπα-Γιάννης, που τον φωνάζαμε «Κανατά», από το ομώνυμο τραγουδάκι της εποχής.
Λίγο πιο πάνω από τη Ρήγα Φεραίου, επί της Σπυρίδη, αριστερά ανηφορίζοντας, υπήρχε ένα παλιό γκαράζ, κυρίως για σούστες, αραμπάδες και δίκυκλα, που στην οροφή του, είχε βιδωμένη μια μινιατούρα από αυτοκινητάκι ποδοκίνητο που το κάναμε χάζι…
Επί της Γαζή, διαγώνια από το Γυμνάσιο, ανάμεσα Σπυρίδη και Καρτάλη, ήταν η μάντρα του Μπένη, συνεργείο για άμαξες και μεγάλα τροχοφόρα.
Στη γωνία Γαζή με Δον Δαλεζίου, απέναντι από την Κλινική Κολέτσου, ήταν το πρώτο φουρνάρικο του Λέτσιου και δίπλα στο τότε στεναδάκι έμενε μια συγγένισσά μας, που την επισκεπτόμουνα περνώντας απέξω από το φουρνάρικο. Εκεί πρωτογνώρισα τον Δημήτρη Λέτσιο, με τη λευκή του ποδιά.

Αργοναυτών και Αντωνοπούλου – Νυχτερινή όψη του Βόλου

*
Στη γωνία Γκλαβάνη με Κωνσταντά υπήρχε ένα παμπάλαιο μπακαλικάκι. Αυτό ήταν του Τζιότζιου και τα βράδια λειτουργούσε ως κρασοπουλειό. Ήμουνα δεν ήμουνα πέντε – έξι χρονώ. Κάθε τόσο με έστελνε ο πατέρας με μια νταμιτζάνα στο μπακάλικο αυτό, για να πάρω κρασί.
Ο κάπελας διατηρούσε στο υπόγειο κανονικό κελάρι με δρύινα βαρέλια, όπου έβραζε ο μούστος.
Πάνω στο μαγαζί υπήρχαν ένα ή δυο τραπεζάκια τσίγκινα με απλωμένη μια λαδόκολλα που είχε ελίτσες, σπαστό κρεμμυδάκι και κάνα αρμυρό, για την απόγευση του κρασιού. Τρεις τέσσερις μπεκρήδες τα τσούζανε αμίλητοι.
Ο κάπελας άρπαζε την νταμιτζάνα και κατέβαινε μερικά τριζάτα σκαλοπάτια έως το κελάρι. Αφουγκραζόμουνα τον ήχο της κάνουλας, το ξετάπωμα κι ύστερα τη ροή του πιοτού, καθώς άδειαζε στο γυάλινο φλασκί.
Ανέβαινε ο κάπελας, μούδινε την νταμιτζάνα, έπαιρνε το δίφραγκο και με καληνύχτιζε πάντα με την ίδια ευχή:
«Καληνύχτα του πατέρα σου και κ α λ ό ν πρόοδο σε σένα…».

Ο «Κρόνος» και το καφενείο «Κύπρος»

*
Στη γωνία Κωνσταντά με Δον Δαλεζίου ήταν το σπίτι του Δημήτρη Παπαγεωργίου, πρώτου εξάδερφου του πατέρα μου. Τα παιδιά του – δεύτερα ξαδέρφια μου – γίνανε ναυτικοί πράκτορες και ανέλαβαν μετά τον θάνατο του Ριζόπουλου, την πρακτόρευση του ΚΥΚΝΟΣ και άλλων μεγάλων δεξαμενόπλοιων.
Παιδιά του ήταν η Μαρία που παντρεύτηκε τον μπάσο της Βολιώτικης Χορωδίας Μιχάλη Κυριακόπουλο, ο Αντώνης και ο Νίκος Παπαγεωργίου.
Εκεί δούλεψα κι εγώ τα χρόνια από το ’64 μέχρι το ’66.
Λίγο πιο πάνω από του Παπαγεωργίου, επί της Δον Δαλεζίου, ήταν το ωραίο και πλούσιο νεοκλασικό του γιατρού Αδαμαντιάδη.
Σε όλη δε την πρόσοψη του τετραγώνου της Κωνσταντά, απέναντι από το γυμνάσιο, ήταν το αρχοντικό του πάμπλουτου Αιγυπτιώτη Γιαρέντη, που ζούσε με τη γυναίκα του άκληρος.
Στην Καρτάλη, γωνία με Σωκράτους, υπήρχε το ποδηλατάδικο του Φυλακτόπουλου, όπου πήγαινα το ποδήλατο για κολλήματα. Άλλα γνωστά ποδηλατάδικα της εποχής ήταν των αδελφών Γαϊτανά, επί της Γκλαβάνη, δίπλα από την Αναλήψεως κι εκείνο το παλιό μονώροφο πέτρινο στη Δεληγεώργη με Αναλήψεως που διατηρείται μέχρι σήμερα ως ένα κουφάρι.
*
Απέναντι από το πρακτορείο του ΚΥΚΝΟΣ ήταν το παλιό καφενείο των ναυτικών Ο ΠΑΓΑΣΗΤΙΚΟΣ. Με μόνιμη πελατεία τους απόμαχους της θάλασσας, που φορούσαν ναυτικά κασκέτα.
Στην άλλη γωνία της Αργοναυτών, με Καρτάλη, ήταν το άλλο μεγάλο καφενείο της παραλίας, του Παππά, από το Μουζάκι.
Διαγώνια από αυτό βρισκόταν το πρακτορείο των Λεωφορείων της Γραμμής του Πηλίου.
Ελάχιστα πιο πάνω από τα γραφεία του ΚΥΚΝΟΣ, ανέβαινε στον ουρανό μια τσίκνα από ψητά χταποδάκια, που έψηνε ο Καψάλης, ένα από τα πρώτα και πιο αυθεντικά τσιπουράδικα της πόλης, επί της Αντωνοπούλου.
Αργότερα ήρθε και ο Καβούρας στην Αντωνοπούλου ανοίγοντας ουζερί ανάμεσα Ιάσονος και Δημητριάδος.
Επί της Ιωλκού βρισκόντουσαν τρία μαγαζιά με προσωπικότητα στην πόλη: To κρεοπωλείο του Κυριακόπουλου, γωνία με Ιάσονος, η Αθηναϊκή Ταβέρνα και το νέο Φουρνάρικο των αδελφών Λέτσιου που μεταφέρθηκε από τη Γαζή.
Διαγώνια από το κρεοπωλείο υπήρχε το παλιό καφενείο του Τζέφου, ονομαστό στην πόλη και καταφύγιο όλων των οικοδόμων και των εργατών. Από κει περνούσαν όλα τα ανατρεπόμενα με οικοδομικά υλικά, για να παραλάβουν τους εργάτες που επιθυμούσαν οι οδηγοί να εργαστούν στο μεροκάματο. Δίπλα από τη γωνία Ιωλκού και Αργοναυτών υπήρχε το εστιατόριο του Μεταφτσή. Στη γωνία Ιάσονος και Αντωνοπούλου υπήρχε το γραφείο εργολαβικών επιχειρήσεων του Φαφίτη. Από κει κανονίζονταν όλες οι μεταφορές των υλικών ανοικοδόμησης.
Στη Δημητριάδος υπήρχε το μαγαζί του Χαλκιαδόπουλου, δίπλα από το ξενοδοχείο Άδμητος, που αποτελούσε και το τερματικό του συρμού Βόλου-Λάρισας. Από εκεί επιβιβάζονταν οι καμπίσιοι για να πάνε στα χωριά τους.
Διαγώνια είχαμε τα παλιά ψαράδικα που στεγαζόντουσαν σε παλιά τσίγκινα κοβούκλια.
*
Ο πατέρας είχε ξεκινήσει ως οδηγός αγοραίου, έγινε φορτηγατζής, ξανάγινε ταξιτζής και τελείωσε την καριέρα του ως οδηγός ανατρεπομένου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 είχε στην κατοχή και ιδιοκτησία του ένα αγοραίο, ελκυστικό και φιγουράτο. Μια μαύρη Φορντ με «μουστάκια», όπως την αποκαλούσαν χαρακτηριστικά.
Η θέση που έκανε πιάτσα το αγοραίο ήταν μπροστά από ένα εστιατόριο πολυτελείας, που ανήκε στην αλυσίδα εστιατορίων της ΟΛΥΜΠΟΣ – ΝΑΟΥΣΑ. Κάπα Καρτάλη, ανάμεσα Ιάσονος και Δημητριάδος, δεξιά κατά την άνοδο.
Εκεί μαζευόντουσαν όλα τα σωφεράκια και περιμένανε αγώι.
Κατά τη διάρκεια των εκλογών μισθώνανε το αγοραίο του πατέρα διάφοροι υποψήφιοι βουλευτές και κολλούσαν στο παρμπρίζ αφίσες τους. Με αυτό πραγματοποιούσαν τον γύρο της πόλης κορνάροντας και διαφημίζοντας την υποψηφιότητά τους.
Όταν ο πατέρας έχασε τη λιμουζίνα, του έδωσαν γι’ αποζημίωση ένα φορτηγό, της κακιάς ώρας. Όλο πάθαινε ζημιές και το πήγαινε έως την Αντωνοπούλου, όπου μεταξύ της Ανθίμου Γαζή και της Κωνσταντά υπήρχε μεγάλο συνεργείο αυτοκινήτων του Ιατρίδη.
Λίγο παρακάτω, γωνία Αντωνοπούλου με Γαζή στεγαζόταν τότε το Αστυνομικό Τμήμα. Διαγώνια η πλατεία Ελευθερίας με δυο χαρακτηριστικές εικόνες: Τους υπαίθριους φωτογράφους και τα μικρά πλεχτά καγκελάκια ολόγυρα από την πλατεία.

Το θρυλικό «Κύκνος»

*
Μέσα δεκαετίας του πενήντα. Η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου ήταν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Περιμέναμε τον πατέρα να μας πάρει, εμένα και την αδερφή μου και να μας ταξιδέψει στον κόσμο των παιχνιδιών.
Ήταν η μέρα για τα δώρα μας. Καθιερωμένη κάθε χρόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Στην πόλη είχε ανοίξει υποκατάστημα ο Κατράτζος και πήρε τα μυαλά των παιδιών. Δε γνωρίζαμε άλλον προορισμό παρά μονάχα το KATΡAΤZΟΣ ΣΠΟΡ (Ερμού, ανάμεσα Ιωλκού και Αντωνοπούλου).
Από τη Σπυρίδη κατηφορίζαμε έως την Ερμού. Εκεί κλίναμε επί δεξιά αφήνοντας αριστερά μας το ζαχαροπλαστείο «ΕΛΒΕΤΙΚΟ» κι οδεύαμε έως τη λαμπερή είσοδο του Κατράτζου, όπου βέβαια επικρατούσε πανδαιμόνιο.
Ζουφώναμε κει μέσα ρίχνοντας αδηφάγα βλέμματα στη λειτουργία των μηχανικών παιχνιδιών.
Ο πρώτος όροφος ήτανε πλαισιωμένος από ηλεκτρικά παιχνίδια και αθλητικά είδη, κυρίως μπάλες ποδοσφαίρου διαφόρων μεγεθών.
Η αδερφή μου εξαφανιζόταν πίσω από τα κουκλόσπιτα.
Εγώ έβρισκα τον τρόπο και τον χρόνο κι ελισσόμουνα ανάμεσα στα τροχήλατα αμαξίδια. Όμως δεν ήταν αυτή η επιθυμία μου. Ο κόσμος της μπάλας ήταν αυτός που έθελγε το μάτι και την καρδιά κι απομυζούσε κάθε μου σκέψη κι ενδιαφέρον. Όμως ο πατέρας που δεν είχε κανένα ενδιαφέρον με το ποδόσφαιρο, έκαμε τα στραβά μάτια στον θάλαμο της μπάλας.
Βλέπεις εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε μπάλες και το πιο συνηθισμένο ήταν να κλωτσάμε στρογγυλεμένα τόπια, καμωμένα από ρετάλια υφάσματα…
Ψώνιζα αναγκαστικά το δώρο μου από τον όροφο των παιχνιδιών, λοξοκοιτούσα κατεβαίνοντας τα τόπια, και φεύγαμε, ευχαριστημένοι, με τα καινούργια μας πρωτοχρονιάτικα δώρα, όποια κι αν ήταν αυτά.
Το βράδυ της παραμονής ξάπλωνα αγκαλιά με το δώρο, το κούρδιζα, το αφουγκραζόμουνα σε όλες τις οκτάβες του και κοιμόμουνα με το όνειρο πως του χρόνου, θα υποχρέωνα τον πατέρα με μαλαγανιές να μου πάρει ένα καινούργιο τόπι, ας ήταν και λαστιχένιο…
Όταν έπιαναν οι ζέστες, και τα σπίτια καίγαν σαν καμίνια, οι φαμελίτες κανόνιζαν, τις Κυριακές τα βράδια, να τρώνε παρά θίν’ αλός. Πακετάριζαν το βραδινό τους σε πετσέτες εποχής και μαζί με ένα πρόχειρο χράμι ή μια κουρελού κατηφόριζαν στις κοντινές παραλίες, όπου δειπνούσανε στρώνοντας πλάι στο κύμα.
Συνήθως ό,τι περίσσευε από το μεσημεριανό γεύμα, αποτελούσε το βραδινό τσιμπούσι της οικογένειας που συνήθιζε να στρώνει και ν’ αποθέτει πάνω στη κουρελού συνοδεύοντάς το με κρασί που προμηθεύονταν από τα παρακείμενα καταστήματα.
Αυτό ήταν μια παγιωμένη συνήθεια που την τηρούσαμε πάντα, τα καλοκαίρια. Για μας τα παιδιά αυτή η έξοδος αποτελούσε ένα επιπλέον κίνητρο, αφού παίζαμε ανέμελα δίπλα από τη θάλασσα, τρέχοντας ή πετώντας πλακουτσωτές πετρούλες στο νερό.
Η συνηθέστερη από αυτές τις βραδινές εξόδους γινότανε στον Άναυρο. Αλλά δεν είμασταν οι μόνοι. Το ίδιο πράγμα έκαμαν πολλοί φαμελίτες, με τις οικογένειές τους και άλλες φιλικές συντροφιές. Στον Άναυρο λειτουργούσαν τρία μαγαζιά, η Καλλιθέα, το Ακταίον και η Αύρα του Νικοβιώτη, από την οποία προμηθευόμασταν κρασί, μπύρες ή και οτιδήποτε άλλο χρειαζόμαστε.
Αλλά το πιο όμορφο αναμνηστικό από αυτές τις λαχταριστές βραδινές εξόδους ήταν οι χοροί που γίνονταν στην πίστα της Αύρας, με την αυτοσχέδια ορχήστρα λαϊκών οργάνων.
Τις Κυριακές τα βράδια, εκτός από τον Άναυρο, πηγαίναμε με τη βενζίνα είτε στα Πευκάκια είτε στις Αλυκές, για φαγητό. Μερικές φορές αράζαμε και στα «Καλαμάκια» (ανάμεσα σε καλαμιές), πάνω από το σημερινό Ξενία.

Την Πρωτοχρονιά η συνέχεια.

*Οι φωτογραφίες του Δημήτρη Λέτσιου από το αρχείο του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το