Οικονομία

Τράπεζες: Προς παράταση ο «πάγος» στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων

Σε παράταση του προγράμματος που «πάγωσε» τα κυμαινόμενα επιτόκια των ενήμερων στεγαστικών δανείων στα επίπεδα του περασμένου Μαρτίου, ώστε να προστατευθούν οι χιλιάδες δανειολήπτες από τις αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ προσανατολίζονται οι τράπεζες που θέλουν να διατηρήσουν την υγιή τα χαρτοφυλάκια τους.

Το πρόγραμμα διάρκειας 12 μηνών που ξεκίνησε την περασμένη άνοιξη και στο οποίο εντάχθηκαν αυτόματα όλα τα ενήμερα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου δημιουργώντας δίχτυ ασφαλείας τόσο για τους δανειολήπτες αναμένεται σύμφωνα με πληροφορίες να παραταθεί μέχρι τα επιτόκια της ΕΚΤ να επιστρέψουν στα επίπεδα του Μαρτίου του 2023. Η διάρκεια της παράτασης του προγράμματος θα εξαρτηθεί από την πολιτική της ΕΚΤ, δηλαδή την ταχύτητα αποκλιμάκωσης των επιτοκίων.

Ειδικότερα, οι τράπεζες προσανατολίζονται να διατηρήσουν το πρόγραμμα μέχρι το euribor 3μήνου (το επιτόκιο αναφοράς για τα περισσότερα στεγαστικά δάνεια) να διαμορφωθεί κάτω από το 3% και το οποίο σήμερα προσεγγίζει το 4% (3,928% στις 12/12/2023). Κι αυτό γιατί οι τράπεζες, στο πλαίσιο του προγράμματος για τα στεγαστικά δάνεια, μείωσαν τον περασμένο Απρίλιο, κατά περίπου 20 εκατοστιαίες μονάδες τα επιτόκια βάσης (euribor, libor κπλ) της 31η Μαρτίου 2023 και πάνω σε αυτό προσέθεσαν το αντίστοιχο περιθώριο (spread) και την προβλεπόμενη από τον νόμο εισφορά ώστε να διαμορφωθεί το «νέο» επιτόκιο.

Για παράδειγμα, για ένα συνεπή δανειολήπτη με δάνειο 100.000 ευρώ διάρκειας 20 ετών (το δάνειο είναι στην τράπεζα) το επιτόκιο «κλείδωσε» στο 5,35% (επιτόκιο βάσης 2,85% + 2,5% spread) και δόση διαμορφώθηκε σε περίπου 690 ευρώ, έναντι 723 ευρώ που θα έπρεπε να καταβάλει όταν το euribor 3μήνου ήταν στο 3,50% και 753 ευρώ με euribor στο 4% Υπενθυμίζεται ότι το κόστος του προγράμματος καλύπτεται από τις τράπεζες και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Οι εκτιμήσεις των αναλυτών τοποθετούν έναρξη της αποκλιμάκωσης των βασικών επιτοκίων μεταξύ Απριλίου – Ιουνίου 2024 ωστόσο ζητούμενο αποτελεί η ταχύτητα της πτώσης των επιτοκίων. Η Goldman Sachs που πρόσφατα εκτίμησε ότι η πρώτη μείωση από την ΕΚΤ θα γίνει το β’ τρίμηνο και όχι το γ’ τρίμηνο 2024 εκτιμά με σταδιακές μειώσεις επιτοκίων (κατά 25μ.β κάθε φορά) το τρέχον επιτόκιο από 4% θα διαμορφωθεί στο 2,25% στις αρχές του 2025.

Αναζητούνται πελάτες για τα στεγαστικά δάνεια
Η αναθέρμανση της στεγαστικής πίστης αποτελεί ζητούμενο για τις ελληνικές τράπεζες καθώς τα υψηλά επιτόκια, ο υψηλός πληθωρισμός και οι αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων «πάγωσαν» τη ζήτηση για νέα δάνεια.

Η Εθνική Τράπεζα προσανατολίζεται στην αύξηση του ποσοστού χρηματοδότησης στο 90% της αξίας του ακινήτου – όπως προβλεπόταν στο πρόγραμμα «Σπίτι Μου» από έως 80% που είναι σήμερα . Για παράδειγμα, αν κάποιος θέλει να αγοράσει ακίνητο 100.000 ευρώ η τράπεζα δίνει δάνειο ως 80.000 ευρώ και τα υπόλοιπα 20.000 ευρώ είναι ίδια κεφάλαια του αγοραστή. Σημειώνεται ότι μόνο στην Εθνική Τράπεζα, περί τις 2.500 αιτήσεις έμειναν εκτός του προγράμματος «Σπίτι μου» καθώς εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα ο προϋπολογισμός ενώ λόγω και των ασφυκτικών προθεσμιών του προγράμματος πολλοί ήταν εκείνοι που δεν κατάφεραν να βρουν ακίνητο. Υπό μελέτη είναι και η δημιουργία δανειακού προγράμματος για απόκτηση στέγης για νέα ζευγάρια.

Πάντως στελέχη της αγοράς υπογραμμίζουν και το μείζον πρόβλημα των 750.000 «κενών ακίνητων» που μειώνουν την προσφορά και αυξάνουν τις τιμές πώλησης και ενοικίασης Σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη του ΕΤΕΡΟΝ η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά κενών κατοικιών στην Ευρώπη με μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στην απογραφή του 2011 καταγράφηκαν, σε σύνολο 6.371.901 κανονικών κατοικιών, 897.968 κενές κατοικίες εκτός χρήσης, δηλαδή προς ενοικίαση, προς πώληση, προς κατεδάφιση ή για άλλο λόγο, αριθμός που αντιστοιχεί στο 14% των κατοικιών. Συνολικά οι μη-κατοικούμενες κατοικίες, που περιλαμβάνουν και τις εξοχικές και δευτερεύουσες κατοικίες, ήταν 2.249.813, αριθμός που αντιστοιχεί στο 35% του συνολικού οικιστικού αποθέματος της χώρας.

Μάλιστα, ο αριθμός κενών διαμερισμάτων στην περιοχή της Αττικής αυξήθηκε κατά 77% το 2011 συγκριτικά με το 2001, ενώ μόνο στον Δήμο Αθηναίων τα κενά διαμερίσματα έφτασαν τις 132.000.

Πηγή: imerisia.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το