Του Κυριάκου Παπαγεωργίου
Εκεί κοντά στο πρωτοΰπνι, αρχές δεκαετίας του πενήντα, ερχόταν να με νανουρίσει, κάθε βράδυ, το τελευταίο σφύριγμα του τρένου, δέκα και πενήντα πέντε ακριβώς, την ώρα που τσούλαγε πάνω στις ράγες από του Χαλκιαδόπουλου με προορισμό την Αθήνα.
Δεν κοιμόμουνα αν δεν το άκουγα πρώτα, να σφυρίζει μέσα στη γαλήνη της νύχτας, σε μια πόλη που «κοιμόταν με τις κότες»…
Αυτός ο βαθύς, πνιχτός και παρατεταμένος συριγμός του τρένου, με κράτησε ξύπνιο πολλά χρόνια, ωσότου έσβησε ανεξήγητα, ύστερα από παρέμβαση του τοπικού δημάρχου, γιατί ενοχλούσε, λέει, τους κουρασμένους και μεροκαματιάρηδες δημότες του.
*
Το σύριγμα του τρένου έμεινε σταθερό κι αλώβητο στη μνήμη μου μέχρι που η μάνα μας ανέβασε στον συρμό του Μουτζούρη για να πάμε πρώτη φορά για μπάνιο…
Είχε όμως προηγηθεί ένα ταξίδι με το τρένο, από τον Σταθμό Πελοποννήσου της Αθήνας έως τη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας. Με το «κομοστρίνι», όπως τόλεγε η γιαγιά η Μπουλίνα από τη Βρωμοσέλα. Δεν θα ξεχάσω από κείνο το ταξίδι, τη μεγαλειώδη και παράξενη στροφή στον Αχλαδόκαμπο, όπου ο συρμός γύριζε με τον κώλο…
Η μάνα λοιπόν μας έπαιρνε μικρά παιδιά και μας κατέβαζε στη Δημητριάδος, στάση Σπυρίδη, απ’ όπου ανεβαίναμε στον Μουτζούρη για να κάνουμε μια διαδρομή, άντε χιλίων μέτρων, έως τη στάση του Αναύρου, όπου κατεβαίναμε για να πάμε στη λαϊκή πλαζ.
Αστικό τρένο, θα μου πείτε; Όχι και ναι…
Ο Μουτζούρης έκαμε το καθημερινό του δρομολόγιο από τον Σταθμό του Βόλου έως τις Μηλιές κι ενδιάμεσα έκαμε και όλες τις κανονικές, αλλά και τις ζητούμενες στάσεις. Δε χαλούσε χατίρι σε κανέναν.
Πέρασαν τα χρόνια κι ήρθε η επάρατη που κατήργησε τον Μουτζούρη, πανάθεμά τη. Ασύμφορος, ήταν ο επίσημος ισχυρισμός του ανεκδιήγητου εκείνου υπουργού επί του Συντονισμού. Μας συντόνισε μια και καλή αποσυντονίζοντας τις βόλτες με το θρυλικό τρενάκι. Που πέρα των άλλων μας χάλασε και τις καρναβαλίστικες εκδηλώσεις, μια και κάθε Απόκρια ντύναμε τον Μουτζούρη, μια δράκο και μια σταχτοπούτα…
*
Καταργώντας η χούντα τον Μουτζούρη και απελευθερώνοντας τη γραμμή, οι καινοτόμοι του σιδηροδρομικού επιτελείου, μου έδωσαν το έναυσμα να κάμω την πρώτη πεζοπορία μου πάνω στις στενές ράγες της πηλιορείτικης γραμμής, σε ολόκληρη την απόσταση μέχρι τις Μηλιές.
Πριν όμως απ’ αυτή την πορεία στις γραμμές του τρένου είχα πάρει το βάφτισμα της σιδηροδρομικής διάσχισης, με …το ποδήλατο, ακολουθώντας τον Μάη του 1970 τον Μουτζούρη που έπνεε τα λοίσθια και έτρεχε με ταχύτητα τοπικού ανέμου…
Η παρέα μου από την Αθήνα που είχε έρθει γι’ αυτό τον σκοπό, ήταν κρεμασμένη στο τελευταίο βαγόνι του Μουτζούρη κι εγώ ξοπίσω του με κοφτές και γενναίες πεταλιές προσπαθούσα να μη χάσω την επαφή μου με το τρένο.
Βέβαια προβληματίστηκα σε κάποια γεφυρώματα, αλλά η λύση ήταν έτοιμη. Έπαιρνα στον ώμο το ποδήλατο – ποδήλατο με κοντές ρόδες, που μόλις το είχε φέρει ο φίλος γουναράς από τη Γερμανία – και διάβαινα έτσι τα ενδιάμεσα κενά. Ύστερα ξαναπετάλιζα και πλησίαζα τον συρμό που αγκομαχούσε.
*
Τον επόμενο χρόνο, Μάιο αν θυμάμαι καλά του ’71, καταργήθηκε η γραμμή, αφοπλίστηκε ο Μουτζούρης κι ερήμωσαν οι σταθμοί του Πηλίου. Έμειναν ορφανές οι γέφυρες και σκοτεινά τα περάσματα, ενώ οι άνθρωποι βρήκαν διέξοδο στους δρόμους που ανοίχτηκαν για χάρη τους κι αγόρασαν Ντατσούνια και Τογιότες.
Τότε ήταν που πήρα την απόφαση να κάνω ολόκληρη την πορεία του τρένου, της γραμμής θέλω να πω, περνώντας απ’ όλους τους σταθμούς, τις γέφυρες, τις χαράδρες, τα καλύβια, τα λιόφυτα και τους οικισμούς που είχαν μαραζώσει.
Αυτό άλλωστε ήταν το ζητούμενο. Να περπατήσω κατά μήκος της γραμμής, δίχως την παρουσία του τρένου, των σταθμαρχών, της καπνιάς και του φασαριόζικου κόσμου, παραγγελιοδόχων, εμπορευάμενων και διαμετακομιστών.
Η πορεία μου ήταν συναρπαστική. Γεμάτη εκπλήξεις. Εκπλήξεις από κυνηγούς, σκυλιά, μουλαράδες και λιόπανα. Γιομάτος λιόπανα ο τόπος. Γι’ αυτό και γύρω από τη γραμμή του τρένου υπήρχαν καλύβια και γαλιάγρες για τη συλλογή και την επεξεργασία των ελιών.
Οι αγρότες με κοιτούσαν σαν ουρανοκατέβατο και παραξενεμένοι ρωτούσαν αν θα ξανάρθει ο Μουτζούρης. Με βλέπανε μονάχο και νομίζανε πως ήμουν κάποιος υπάλληλος της γραμμής ελπίζοντας πως πίσω μου ακολουθούσε προληπτική η ντρεζίνα.
*
Tι συνέλεξα από κείνη την πορεία πάνω στις ράγες της πηλιορείτικης γραμμής; Οι πρώτες δυνατές εντυπώσεις ήταν η γέφυρα του Βρύχωνα, η πεντάτοξη ολοπέτρινη κι εντυπωσιακή γέφυρα πάνω από το Μαλάκι, που αποκαλείται «γέφυρα Ντε Κίρικο», ο παλιός σταθμός των Λεχωνίων, όπου γυρίστηκαν οι σκηνές από την ταινία «Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά», οι πέντε άλλες πέτρινες γέφυρες, οι δυο σπουδαίοι σταθμοί του Ογλά και των Αργυραίικων, η περίτεχνη σιδηροδρομική γέφυρα των Μηλεών και τέλος ο πανέμορφος κι ειδυλλιακός σταθμός του Μουτζούρη, με τα ερείπια του ωραιότατου ξενοδοχείου μέσα στη ρεματιά. Εντυπωσιακό ήταν και το τερματικό του σταθμού εξαιτίας του ότι διέθετε αυτοκινούμενο σύστημα επαναστροφής της μηχανής.
*
Όλη αυτή η πεζοπορική διάσχιση που επαναλήφθηκε δεκάδες φορές, από τότε μέχρι σήμερα, στοίχισε όχι μόνο σε διαφορετικές εντυπώσεις, αλλά και σε διαφορετικές εκτιμήσεις, διαθέσεις και εναλλαγές της οδοιπορίας, με τις αντίστοιχες ειδυλλιακές εικόνες και συναισθήματα.
Όπως λόγου χάρη τη διάσχιση ελαιοκτημάτων με ή δίχως παρεκκλίσεις, μεσ’ από παλιούρια και βατιές, αλλά κι ακατοίκητα καλύβια χωρικών που εμφανίζονται στο διάβα μας, στηθαία, υδρονομείς τούνελ, κάγκελα κι όλα σε απόλυτη αρμονία και οπτικό συγχρονισμό, πάντοτε, με το γαλάζιο νυφικό της θάλασσας των Παγασών.
Η κατεύθυνσή μας θα είναι καθαρά ανατολική, οι γέφυρες επιβλητικές, με τα κιγκλιδώματα και κυρίως την υπόμνηση των πινακίδων ότι «Απαγορεύεται το περιφέρεσθαι επί της γραμμής».
Όσοι τολμούν και κατεβαίνουν στον πάτο των γεφυρών αντικρίζουν το πανόραμα ενός δασωμένου ουρανού που επισφραγίζει, με μιαν απαράμιλλη ευρυγώνια κάτοψη, τη συναρπαστική χορεία όλων των βάθρων που σαν αέρινοι στυλίτες απογειώνουν τους τοξωτούς θόλους.
Θόλοι και θολίτες ανανεώνουν τον μαγικό κύκλο, ενώ οι θάμνοι στεφανώνουν τις γέφυρες κι αναπάντεχα σκαληνά οι ρεματιές γωνιάζουν τη θέα.
Παράλληλες τροχιές οι ράγες δε συναντιούνται πουθενά, μήτε στον χρόνο μήτε στους σταθμούς.
Ωραία και νοσταλγική κάνουμε στάση στη Γατζέα, όπου ο «γερμανός», από τον συνοικισμό, θα μας φιλέψει τσίπουρο με τσιτσίραβλα.
Ορθές γωνίες τα βράχια απέναντι συγκρατούνε τις γέφυρες και μια σταθερή υποτείνουσα το βουνό κατεβαίνει προς τη θάλασσα, αποστερώντας τις άλλες, ισομήκεις πλευρές από το φως που έχουν ανάγκη.
*
Συνεχίζοντας να βαδίζουμε προς τον σταθμό του Ογλά ανάμεσα από τις ράγες της γραμμής ή από τα ρείθρα και τα κράσπεδά της, μας συμβαίνει ν’ απαντούμε ανθρώπους και «ανθρώπους»…
Όλες οι εκπλήξεις συνάζονται εδωνά, για να χτίσουν έναν αξονικό «θρίαμβο» του περίπατου πάνω στις στενές ράγες της σιδηροδρομικής μας πορείας.
Δυο ξωμάχοι έχουν φράξει όλο το πλάτος της γραμμής με τα απλωμένα λιόπανα για τη συλλογή του ελαιόκαρπου.
Ένα ζεύγος ηλικιωμένων Γερμανών βαδίζει αντίστροφα από μας ανακρατώντας από το χέρι δυο εύσωμα σκυλιά που είναι έτοιμα να μας ορμήξουν.
Φτάνοντας στην επόμενη σιδερένια γέφυρα, αφουγκράζομαι τον ρυθμό και την ανάσα κάποιων μεγαλόσωμων ζώων. Περνώντας τη γέφυρα βλέπουμε από την άλλη μεριά άλλα τρία μουλάρια που έχουν φράξει την πορεία μας πάνω στη γραμμή. Στέκονται διαγώνια και αναχαιτίζουν οποιαδήποτε απόπειρα να περάσουμε.
Αναμένουν, ως φαίνεται, τα άλλα δυο που έχουν οπισθοχωρήσει. Την ίδια ώρα από την άλλη μεριά της γραμμής κάνει την εμφάνισή του ένας ποδηλάτης, με ολόσωμη φόρμα και περνάει σα να μην τρέχει τίποτα.
Αφήνουμε τα μουλάρια να τριποδίσουν, πάνω στο μήκος της γραμμής, δίχως τον φόβο κανενός σαλτιμπάγκου Μουτζούρη. Πλατάνια χρυσοστόλιστα, σχίνα ανάμιχτα με λαδανιές, μυρωδάτα και φουντωτά, ασημόχρωμες ελιές και στη μέση οι δυο σιδηροτροχιές, οι ανάδελφες και πάντα χωρισμένες.
Όταν πια θα έχει τελέψει η πορεία μας και θα γέρνει η μέρα για να αργοσβήσει το φως, θα μας έχουν διχάσει οι αντινομίες των ανθρώπων. Κάποιοι ρομαντικοί σχεδίασαν με πόνο αυτό που σήμερα φαντάζει για εργάρα του τεχνολογικού πολιτισμού και κάποιοι άλλοι προς ευκολία τους και για φτηνούς λόγους – που δεν άξιζαν – το θυσίασαν για χάρη του αυτοκινούμενου μέλλοντός τους.
Μ’ όλα αυτά ο εκτροχιασμός του Μουτζούρη δεν θα είναι οριστικός.
Το αγαπημένο τρενάκι των παιδικών χρόνων θ’ αλλάξει λίγο τα ρούχα του και θα ξανασφυρίξει…