Θ Plus

Το κελί της καλογριάς από μια διάσχιση του ουράνιου θόλου της Πορτίτσας

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Η πορεία που θα αφηγηθούμε είναι πέρα για πέρα αληθινή και αντανακλάει τη βαθύτερη εσωτερική ανάγκη και παρόρμηση του ανυπόταχτου ανθρώπου, αλλά και της συνειδητής ανυπακοής του στις σειρήνες της νωχέλειας και της συμβατικής ζωής.
Η διάσχιση που πραγματοποιήσαμε δυο άνθρωποι από τον Βόλο, με το ίδιο μήκος συνειδησιακού κύματος, ευδόκησε να μετατρέψει μιαν απλή πεζοπορία σε εναλλακτική πρόταση διασκελισμού του αυθεντικού γρεβενιώτικου περιβάλλοντος. Οι περισσότεροι πεζοπόροι πραγματοποιούν την κατάβαση από το συμβατικό μονοπάτι της Πορτίτσας, μέχρι το ομώνυμο φαράγγι και την κοίτη του Βενέτικου ποταμού.

Εμείς αντίθετα αρπάξαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις μας σε μια απροσδόκητη περιπέτεια στον ίδιο πάνω κάτω χώρο. Με μια συνειδητή αποδοχή όλων των πιθανοτήτων και της περιπέτειας. Μιας περιπέτειας που ξετυλίγει η αυθεντική φύση, όπως η τελευταία διαρθρώνεται από το έλλογο στοιχείο του κοσμικού Είναι.
Η διάβαση του επάνω σκέλους των βράχων που στεγάζουν την Πορτίτσα είναι ένα από τα πιο δύσκολα κι ίσως απονενοημένα διασχίσματα που μπορεί να πραγματοποιήσει ο πεζοπόρος στο ορεινό πεδίο του ελλαδικού κυκλώματος, συντονισμένος στη γραμμή της εσωτερικής του παρόρμησης, αλλά και στο κάλεσμα της άγριας μα ευδόκιμης περιπέτειας.
*
Το κελί της καλογριάς είναι μια περίπου φανταστική έως εξωπραγματική τοποθεσία στην άκρη μιας χαίνουσας ρωγμής της φύσης που περιβάλλει το μυστήριο του αθέατου φαραγγιού. Αλλιώς θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω ως ένα σύμβολο εξωλογικού φαινομένου που καλεί τον ατιθάσευτο άνθρωπο να αντιμετωπίσει τη μοίρα και μαζί τον προορισμό του.
Το φαράγγι, αλλά και το γεφύρι της Πορτίτσας, βρίσκονται χωμένα βαθιά στον πάτο της κοιλάδας του Βενέτικου ποταμού, κάτω από το χωριό Σπήλαιο Γρεβενών. Το χωριό αυτό είναι χτισμένο στο ανατολικό φρύδι του Όρλιακα.
Ο Όρλιακας τέλος αποτελεί μια βραχώδη, ανεξάρτητη και επιμήκη οροσειρά που έχει περίεργη διάταξη, κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά, αφετηρία τις ομαλές απολήξεις της Βασιλίτσας και τελικό προορισμό το φρύδι του Σπηλαίου. Ανατολικά του χωριού επιχωριάζουν οι κατωφερείς πλαγιές της κοιλάδας του Αζίζ Αγά, εκεί δηλαδή όπου ανοίγεται η ψαλίδα του Βενέτικου για να ησυχάσει έπειτα από αλλεπάλληλα στενώματα και πιέσεις που δέχεται από τα φαράγγια της γρεβενιώτικης ενδοχώρας.
Το Σπήλαιο, ένας ιδιότυπος φυσικός προμαχώνας, αντιστέκεται στην ισχυρή διαπάλη των κρεμαστών βράχων και διατηρεί μια πρωτόγονη σχέση με αυτά. Κρεμαστό, όπως είναι και το ίδιο δεν θα μπορούσε να μη διαθέτει κρεμαστές γιρλάντες απολήξεων που ζυμώνονται γύρω από το διχαλωτό χωριό.
Το περιβάλλον αυτού του ιδιόμορφου ορεινού χωριού συντηρείται από ένα επιβλητικό ποτάμι, τον Βενέτικο, ο οποίος οχυρώνεται κάτω από ένα εντυπωσιακό ανάγλυφο και στο πέρασμά του αφήνει έντονα αποτυπώματα σοβαρού αλλά και πανέμορφου υδροκρίτη. Άλλωστε ο Βενέτικος είναι το ποτάμι που διαμορφώνει πλήθος κοιλάδες στη γρεβενιώτικη ενδοχώρα δημιουργώντας μια δυναμική υδροφόρα δεξαμενή στη Βόρεια Ελλάδα.
Δεύτερο σημαντικό κριτήριο ομορφιάς του Σπηλαίου είναι τα τέσσερα ιστορικά και ολοπέτρινα τοξωτά γεφύρια που το περιβάλλουν. Όμως το πιο εντυπωσιακό είναι το φαράγγι στον πυθμένα της κοιλάδας που στενεύει τόσο ώστε να μην μπορεί να πετάξει ή να διαφύγει ανάερα από τις κάθετες ορθοπλαγιές του κανένα πετούμενο.

Το φαράγγι και το γεφύρι από την κορυφή του βράχου

*
Φτάνουμε στην είσοδο του χωριού, ύστερα από ένα εντυπωσιακό πέρασμα της κάθετης ορθοπλαγιάς που το αποκόπτει από κάθε ομαλή σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Παρκάρουμε έξω από το μοναστήρι της Παναγίας, παμπάλαιο μεταβυζαντινό μοναστήρι, από το οποίο πέρασε, διέμεινε και δίδαξε για κάμποσο ο Πατροκοσμάς από την Αιτωλία.
Υπάρχει και ειδική αναφορά για το πέρασμα αυτό του μάρτυρα καλόγερου, αφού στέκει ακόμα ολόρθη μα ξεφτισμένη η φτελιά στον ίσκιο της οποίας κοιμόταν ο ιερομόναχος.
Ακολουθούμε κατόπι το δρομάκι που οδηγεί στον λόφο της κορφής του χωριού, για ν’ αποθαυμάσουμε το ένστολο σύμπαν και να λειτουργηθούμε στη χωροθεσία της γρεβενιώτικης πανδαισίας.
Από εκεί ψηλά στοχεύουμε τη διαδρομή τόσο προς το φαράγγι, όσο και προς την οροφή του, που απαιτεί ικανές και τολμηρές αντιστάσεις.
Κατηφορίζουμε από το χωριό διασχίζοντας τα τελευταία σπίτια του μέχρι να συναντήσουμε έναν χωριανό, του οποίου η όψη μαρτυράει άνθρωπο πονηρό και υποψιασμένο.
Ζητάμε πληροφορίες για το Κελί της Καλόγριας κι εκείνος μας αντιρωτά αν είμαστε «απ’ αυτουνούς τους…» (αφήνοντας ημιτελή – και αποσπασματική – την ερώτησή του).
«Αυτοίνοι» κατ’ αυτόν, με τους οποίους μοιάζουμε κι εμείς, είναι οι χρυσοθήρες, που αναζητούν λίρες στο βουνό ή στα απάτητα κακοτόπια της υπαίθρου…
Τον διαβεβαιώνουμε πως είμαστε «απ’ αυτουνούς» και πως θα του αποδώσουμε – μια και μας «αναγνώρισε» – το μισό από την ποσότητα που θα βρούμε…
*
Διασχίζουμε μια κατωφερή κι επικλινή πλαγιά που μας οδηγεί στο νομιζόμενο χρυσό της γρεβενιώτικης εξοχής.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα καμπυλωτό λιβάδι, γεμάτο κρίνους, λυγαριές και σχίνα. Το τέμνουμε περνώντας στα ακρόμπαρα των βράχων και των σχίνων, όπου τελειώνει κάθε υποψία διαδρόμου προς την άκρη του γκρεμού.
Εκεί κάθε νουνεχής και εχέφρων άνθρωπος θα σταματούσε, αφού αναλογιζόταν τις συνέπειες μιας εξωλογικής απόπειρας να διατάμει τον ανώμαλο βράχινο όγκο του οροπεδίου.
Ούτε καν κοιταζόμαστε. Αναλαμβάνουμε κι επιχειρούμε να εκτελέσουμε μια συμφωνία υψηλού κινδύνου.
Η απόπειρα αυτή έχει προέλευση την επιθυμία ανάδυσης του κρυφού ψυχισμού από τα κατάβαθα του Είναι μας και εντέλει την πραγμάτωση του αδύνατου. Αναδύεται ως αδιαπραγμάτευτη επινόηση της στιγμής, πολυτιμότερη από οποιονδήποτε θησαυρό ή οποιαδήποτε φιλοδοξία.
Είναι μια ακατάσχετη ορμή του βουλητικού που ενυπάρχει σε όλα τα ανθρώπινα όντα. Ψηλαφητά προχωρούμε στο άγνωστο μέσα από μια διαδικασία συμφιλίωσης τόσο με τον εαυτό μας, όσο και με την αδυσώπητη φύση του περιβάλλοντος.
Συμφιλιωθήκαμε με τους ακρέμονες των σχίνων και τις παγίδες που κρύβουν τις σκοτεινές ρωγμές των βράχων.
Η προώθησή μας αυτή είναι αποκλειστικά και μόνο προνόμιο μιας ευέλικτης και διψασμένης ψυχής που αναζητάει το ανυπέρθετο αιχμαλωτίζοντας ταυτόχρονα μιαν απρόσιτη ακρόπολη, εγκλωβίζοντας στο γείσο της ζωφόρου της την αίσθηση του καλού δαίμονα και της παντοχαράς.
Σερνόμαστε με βραχίονες και μηρούς για μιαν απόσταση πενήντα περίπου μέτρων ωσότου βρεθούμε στην πραγματική ακρόπολη των βράχων.
Η φύση πια είναι ιδωμένη από το ύψος του τερματικού αυτών των βράχων που επιστεγάζουν το φαράγγι, ενώ την ίδια στιγμή μας προκαλεί η ίδια ν’ αναλογιστούμε ποιος είναι ο «ελαττωματικός νους» αυτής της ζωής: Η ίδια η φύση ή εμείς τα πιόνια μιας περιορισμένης «φύσης»;
Βρισκόμαστε ενώπιοι ενωπίω μπροστά στο μετερίζι μιας ιδέας που δε φοβάται το χρόνο μηδέ την ύλη.
Και ισορροπούμε μετά φόβου Θεού απέναντι στην άκρη όλων των αισθήσεων. Σαρώνουμε το βλέμμα μας στον πάτο των δυο ορθόβραχων που συνθλίβουν το ποτάμι του Βενέτικου στα μάγγανά τους, αφήνοντας μονάχα ένα εφαλτήριο από την καμπύλη του τόξου, καθώς το τελευταίο γεφυρώνει το μέγα θαύμα.
Ακριβώς απέναντί μας στη μέση του όρθιου βράχου κοιλαίνει μια σπηλιά που λέγεται πως ζούσε κάποτε ένας ασκητής. Το πώς μπορούσε να σκαρφαλώσει ίσαμε κει είναι η μεγάλη μας απορία (το «θαυμάζειν»).
Από αυτό το ύψος διαβάζουμε το νόημα της αληθινής φύσης, παζαρεύουμε την ταυτότητά μας και εξαγοράζουμε το διαβατήριο μιας άλλης ζωής.

Το φαράγγι και το γεφύρι της Πορτίτσας

*
Όμως όλα τελειώνουν. Όπως τέλος έχει και τούτο το αστρικό ορόσημο της παντοδύναμης θέας. Και κάνουμε πίσω προκειμένου να πάρουμε την περιβόητη στράτα που οδηγεί στον πάτο του φαραγγιού μέσα από την αυθεντική ολοπέτρινη διαδρομή της.
Στη διαδρομή της επιστροφής στον καθεαυτό «κόσμο» πέφτουμε πάνω σε μια μάντρα από αρχαίες πέτρες που πρέπει να σηματοδοτούν το «κελί της καλόγριας».
Η δαιδαλώδης κατάβαση που επιχειρούμε στη συνέχεια ώς τον πάτο του φαραγγιού, είναι μια από τις πιο μελετημένες καταστρώσεις και επικλινείς διασχίσεις καλντεριμιών στην Ελλάδα.
Θα χρειαστούμε μισή ώρα μέχρι να πατώσουμε στην κοίτη του ποταμού, σε μιαν άκρη του πρώτου θωρακισμένου βράχου, όπου στριμώχνεται το μυστήριο της φύσης που ακούει στο όνομα Πορτίτσα. Οι δυο μάστιγες των βράχων παγιδεύουν το νερό του Βενέτικου σε ένα ελάχιστο εύρος.
Αμέσως μετά θα πάρουμε τον δρόμο που κινείται παράλληλα με τη ροή του Βενέτικου, ωσότου τον εγκαταλείψουμε στρεφόμενοι εγκάρσια προς το βουνό αφήνοντας το ποτάμι ελεύθερο να διασπάται σε πολλαπλές κοίτες.
Θ’ ακολουθήσουμε το αχνό χωμάτινο μονοπάτι που ανηφορίζει εγκάρσια προς το Σπήλαιο. Άλλη μισή ώρα περπάτημα θα μας φέρει στα πρώτα σπίτια του χωριού από τη δυτική του άκρη, εκεί όπου ανακαλύπτουμε τα υπολείμματα του παλιού κάστρου.
Το κάστρο αυτό είναι ονομαστό από τα χρόνια του θρυλικού οπλαρχηγού Ζιάκα που έδρασε στην περιοχή. Φόβητρο των Οθωμανών ο Ζιάκας, είχε κατατρομοκρατήσει τους αγάδες της περιοχής ενισχύοντας την άμυνα του Σπηλαίου που έτσι κι αλλιώς ήταν από τη φύση του αμυντικός προμαχώνας.
Το κάστρο εκτείνεται στον λόφο του χωριού διασχίζει τη βόρεια διασέλα κι ανηφορίζει ως τη δαντελωτή κορυφογραμμή του Όρλιακα σχηματίζοντας ένα εντυπωσιακό γάμα που προφυλάσσει τους κατοίκους από τις έξωθεν επελάσεις.
Έξω από το κάστρο συναντώ τον Θανάση Βαβρίτσα, έναν βιγλάτορα των βουνών, που φυλάει Θερμοπύλες στο οχυρωμένο αυτό προπύργιο του Όρλιακα. Είναι άριστα ενημερωμένος και μεταδίνει όσες πληροφορίες θεωρεί απαραίτητες για την κατάγνωση της πλούσιας τοπικής ιστορίας.
*
Η μέρα παίρνει να γέρνει από τη μεριά της Βασιλίτσας, ενόσω εμείς στροβιλιζόμαστε ακόμη γύρω από τους υπεράξονες του Βενέτικου αναζητώντας εικόνες και θραύσματα από όσα μαγικά τερτίπια κρύβει το περιβάλλον του Σπηλαίου.
Κι όταν η μέρα σκιαμαχήσει συνθηκολογώντας με το αντίπαλο δέος, εμείς θα έχουμε εγκαταλείψει τις απανωτές αυτές ομορφιές του γρεβενιώτικου χωριού για να κατηφορίσουμε στις δαπανηρές συμβατικότητες της επίπεδης ζωής μας…
Δεκέμβρης του ’18
ΥΓ. Για να φτάσει κανένας στο φαράγγι του Σπηλαίου και στον Βενέτικο ποταμό, θα πάρει τον δρόμο για Γρεβενά. Δυο χιλιόμετρα μετά τους Αγίους Θεοδώρους θα στρίψει αριστερά για Δεσπότη και αφού περάσει τον Βενέτικο και τη νέα Εγνατία θα κατευθυνθεί προς Μαυραναίους. Από εκεί θα έχει ως οδηγό του τoν Ζιάκα και το Περιβόλι. Όταν φτάσει στον Ζιάκα θα στρίψει για Σπήλαιο αριστερά, φτάνοντας ύστερα από τρία χιλιόμετρα έξω από τη Μονή Παναγιάς.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το