Τοπικά

Το Εργατικό Κέντρο Βόλου γράφει ιστορία – “Το έλλειμμα πολιτικής στην Ελλάδα και στην Ε.Ε προσδιορίζει την αβεβαιότητα για το αύριο”

Στο μέλλον της εργασίας και την οπτική των συνδικάτων αφιέρωσε την ομιλία του ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, στην εκδήλωση για την παρουσίαση του «Λευκώματος» του Εργατικού Κέντρου, από τα 110 χρόνια ίδρυσής του, που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα στον πολυχώρο Τσαλαπάτα.

Η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών επέλεξε να γιορτάσει την ιστορική επέτειο των 110 χρόνων από την ίδρυση του ΕΚ Βόλου φιλοδοξώντας να συμβάλλει στη συζήτηση που διεξάγεται σχετικά με το μέλλον εργασίας υπό το πρίσμα των πρόσφατων καταιγιστικών εξελίξεων στο χώρο της τεχνολογίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως η 4η Βιομηχανική Επανάσταση.

Όπως είπε ο κ. Παναγόπουλος τα συνδικάτα δοκιμάστηκαν και άντεξαν γιατί εκφράζουν τη δύναμη της οργανωμένης συλλογικότητας. Θα υπάρχουν όσο υπάρχει κοινωνική ανισότητα και η ανάγκη των εργαζομένων για ένα καλύτερο αύριο.

«Σήμερα στο κατώφλι μιας νέας αμφίσημης εποχής, αφουγκραζόμαστε τις επικείμενες βαθιές αλλαγές στο εργασιακό περιβάλλον και στην οικονομία.

Και τούτο διότι, στο πλαίσιο του σκληρού παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού, εκτεταμένες διαδικασίες αυτοματοποίησης και ψηφιοποίησης μεταβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εργασία, μετασχηματίζοντας την οργάνωση και τη δομή της», είπε.

Όπως είπε, η ανησυχία για τις δυσμενείς επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών στην απασχόληση και τα εισοδήματα δεν είναι καινοφανής. Σήμερα, η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο τεχνολογικός μετασχηματισμός που συντελείται συνοδεύεται από διευρυνόμενες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, πόλωση και αποκλεισμό στις αγορές εργασίας, δημογραφικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της μετανάστευσης, οικονομική και κοινωνική αστάθεια και κρίσιμες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.

Πρότεινε να αξιοποιηθεί η ψηφιακή επανάσταση με τρόπο τέτοιο ώστε να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, η προστασία του περιβάλλοντος, οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού.

Συνεπώς η συζήτηση για το νέο τεχνικό-οικονομικό πρότυπο δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στα θέματα της τεχνολογικής αλλαγής και των συνεπειών της, αλλά πρέπει να επεκταθεί στα ουσιαστικά ζητήματα της πολιτικής και της δημοκρατίας που αποτελούν και τους θεμελιακούς οδηγούς της οικονομικής και κοινωνικής προόδου.

Ο ίδιος δήλωσε πως η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή. Υπάρχει διάχυτη αφενός μεγάλη αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα της χώρας και αφετέρου ένα νέο πλέγμα οικονομικών, πολιτικών και γεωπολιτικών κινδύνων. Το έλλειμμα, όπως είπε, πολιτικής στην Ελλάδα και στην ΕΕ προσδιορίζει την σημερινή αβεβαιότητα μας για το αύριο.

«Ως Γενική Συνομοσπονδία από την αρχή της κρίσης είχαμε αντιταχθεί σθεναρά στην φιλοσοφία και την στόχευση των προγραμμάτων προσαρμογής, και είχαμε επίσης επισημάνει τον κίνδυνο της αύξησης του λαϊκισμού. Είχαμε επισημάνει ότι ο συνδυασμός λιτότητας, απορρύθμισης, εργασιακής αβεβαιότητας και οικονομικής ανισότητας θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στη ποιότητα της δημοκρατία μας. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν αποδυναμώθηκε ο κοινωνικός διάλογος, όταν οι ιδεοληψίες σκέπασαν την πραγματικότητα», τόνισε και σημείωσε πως ο μόνος τρόπος αντιστροφής είναι να γίνει από όλους κατανοητό ότι η αγορά εργασίας αποτελεί τον «φυσικό» χώρο μέσα στον οποίον πραγματώνεται το αναφαίρετο και διαρκές ανθρώπινο δικαίωμα της εργασίας, ικανοποιείται η ανάγκη κάθε ατόμου για κοινωνική προσφορά, για ισότιμη ένταξη στο κοινωνικό σύνολο, για συλλογική δράση και διεκδίκηση. Άσκησε κριτική στην Υπουργό Εργασίας και την κατηγόρησε ότι επιτίθεται συστηματικά στα Συνδικάτα και την ΓΣΕΕ ενώ χαρακτήρισε «λυπηρή την άρνηση της ΓΣΕΕ να εκπροσωπήσει τους Έλληνες εργαζόμενους στη διαβούλευση για τον κατώτατο μισθό». Ταυτόχρονα, όμως, όπως είπε, αποκάλυψε την προειλημμένη Κυβερνητική απόφαση «συμμετέχουσας της ΓΣΕΕ ή μη, να προχωρήσει σε (κάποια) αύξηση του κατώτατου μισθού».

«Η δήλωση της Υπουργού έρχεται να επιβεβαιώσει τους λόγους για τους οποίους ομόφωνα αποφάνθηκαν τα όργανα της ΓΣΕΕ, να μην αποσταλούν εκπρόσωποί μας ενώπιον της ειδικής επιτροπής διαβούλευσης για τον καθορισμό -με Κυβερνητική απόφαση- του κατώτατου μισθού.

Θέλουμε πίσω τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, χωρίς διάκριση σε βάρος των νέων εργαζομένων.

Αντί η Κυβέρνηση να απολογηθεί για τον θεσμικό «ενταφιασμό» της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, κάνει αντιπολίτευση στα συνδικάτα για προφανώς επικοινωνιακούς λόγους.

Η Κυβέρνηση εν γνώσει της ενεργοποιεί έναν κρατικό μηχανισμό «βόμβα» στα θεμέλια του εργατικού μισθού.

Αντιλαμβανόμαστε το άγχος της προεκλογικής προετοιμασίας και την ανάγκη για περισσότερη επικοινωνιακή προβολή, αλλά στις δημοκρατίες η διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων διεξάγεται ελεύθερα μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, δίχως περιοριστικά μέτρα, διοικητικές αποφάσεις και «παρεμβάσεις» -μέσω νουθεσιών- στους κοινωνικούς εταίρους», δήλωσε.

Ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου κ. Θ. Παπαδημόπουλος αναφέρθηκε στην ιστορία του Εργατικού Κέντρου, που είναι το πρώτο που ιδρύθηκε στη χώρα και στην έκδοση στην οποία καταγράφονται συνοπτικά οι μεγαλύτεροι σταθμοί αυτών των 110 χρόνων μίας πορείας, που δεν ήταν πάντα εύκολη και ανέφελη.

Αν ανατρέξετε μέσα στις σελίδες του λευκώματος, θα δείτε πως έδρασε το ΕΚΒ σε συνεργασία με τα σωματεία των εργαζομένων και πως σ’ αυτή τη μακρόχρονη πορεία αποτέλεσε πάντα το «αποκούμπι» του κάθε εργαζόμενου και εργαζόμενης.

Το περιεχόμενό του λευκώματος αποτελεί ουσιαστικά ένα οδοιπορικό τιμής στους ανθρώπους εκείνους που αγωνίστηκαν, μόχθησαν, συγκρούστηκαν και κατάφεραν να κερδίσουν σε όλες αυτές τις δεκαετίες, καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας.

«Με ζωντάνια, δυναμισμό και μαχητικότητα από το 1908 μέχρι σήμερα το τοπικό συνδικαλιστικό κίνημα μαζικοποιήθηκε. Ήταν η «φωνή» του Βολιώτικου λαού στη μάχη της διεκδίκησης καλύτερων όρων ζωής. Πήρε τη σκυτάλη και διεκδίκησε κοινωνικές, οικονομικές μεταρρυθμίσεις, πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες.

Στην πορεία του χρόνου, άνθησε και «σφράγισε» μία ολόκληρη εποχή, δημιουργώντας ένα μαζικό, δυναμικό συνδικαλιστικό κίνημα, που με μαχητικότητα διεκδίκησε «ίση αμοιβή για ίση εργασία» σε άνδρες, γυναίκες, νέους και νέες.

Πρωτοστάτησε στους αγώνες για τη διατήρηση των εργατικών κεκτημένων, στον εκδημοκρατισμό των συνδικάτων, στην αύξηση της απασχόλησης.

Σ’ αυτή την πορεία πλαισίωσαν το ΕΚΒ, σπουδαίες προσωπικότητες, ικανοί συνδικαλιστές που έχουν ταυτόχρονα διακριθεί και ως εργαζόμενοι και είμαστε υπερήφανοι για αυτό.

Αυτή η πορεία ωστόσο ανακόπηκε όταν εκδηλώθηκε η πολύπλευρη κρίση στη χώρα μας.

Οι συνδικαλιστικές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η λανθασμένη εικόνα στους εργαζόμενους, του συμβιβασμού.

Ο συνδικαλισμός εμφανίστηκε με ένταση χωρίς ενωμένη δράση των εργαζομένων και αποδιοργανωμένος πολλές φορές εξαιτίας του παραταξιακού συνδικαλισμού.

Έγινε πολλές φορές «παιχνιδάκι» στα χέρια των εργοδοτών και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών προστατών τους την περίοδο της κρίσης και των Μνημονίων. Η απομαζικοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, η αποχή των εργαζομένων από τη δράση τους, ήταν πλέον θέμα χρόνου.

Αν κάτι χρειάζεται σήμερα το συνδικαλιστικό κίνημα, είναι ακριβώς η επανασύνδεσή του με τα προβλήματα των εργαζομένων, η προώθηση και η περιφρούρηση της ενότητας μέσα από τον αγώνα για την επίλυση των προβλημάτων, γεγονός που αποτελεί πρωταρχικό όρο και προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών αγώνων και την καταξίωση του κοινωνικού του ρόλου.

Η συζήτηση αυτή πρέπει να οργανωθεί άμεσα. Να είναι ανοιχτή, χωρίς προκαταλήψεις και αγκυλώσεις, να εκτείνεται στην διάρθρωση και τη λειτουργία του συνδικαλισμού, στις αρχές του, τις διεκδικήσεις του, στην ενότητα του, στις μορφές αγώνα που πρέπει να ακολουθήσουμε σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο.

Η εργασιακή αβεβαιότητα, οι διακρίσεις, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η φτωχοποίηση των εργαζομένων και όλες οι δυσμενείς επιπτώσεις των αντιλαϊκών πολιτικών των μνημονίων, πρέπει να αντιμετωπιστούν με δυναμισμό και προτάσεις.

Είμαστε εμείς οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα που αποτελούμε από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις του οικονομικού και κοινωνικού κατακερματισμού, της εργασιακής επισφάλειας, της εποχικής και αδήλωτης εργασίας, που τείνουν να γίνουν κυρίαρχο μοντέλο στην ελληνική πραγματικότητα.

Επιβάλλεται να είμαστε σθεναρά απέναντι σ’ όσους επιβουλεύονται με τις πολιτικές τους το μέλλον της εργασίας και προσπαθούν με τρόπο ξεδιάντροπο πολλές φορές, να μας υποδείξουν ότι «πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι», αποδεχόμενοι μοιρολατρικά τις επιπτώσεις μίας πολιτικής που υπηρετεί μόνο τους αριθμούς και όχι τον άνθρωπο», δήλωσε.

Επιτέθηκε στην Κυβέρνηση που όπως είπε έχει κατεδαφίσει το κοινωνικό κράτος και βαπτίζει τα επιδόματα… ανθρωπιστική πολιτική.

«Για την αναστροφή αυτής της κατάστασης χρειάζεται άμεσα αλλαγή “πλεύσης”. Αξιοποίηση των μεγάλων συγκριτικών υποδομικών πλεονασμάτων που διαθέτει ο Νομός, ενθάρρυνση και όχι αποθάρρυνση καινοτόμων πρωτοβουλιών ανάπτυξης, τερματισμό της βάναυσης υπερφορολόγησης. Αν δεν γίνουν όλα τα παραπάνω, η Μαγνησία θα συνεχίζει να βυθίζεται στο υφεσιακό τέλμα της, όπως και ολόκληρη η χώρα», είπε.

Επιμέλεια-Φωτό: Ηρώ Καγιοπούλου

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το