Άρθρα

Το δημοτικό μας τραγούδι – Όψεις και απόψεις από τον Β. Δ. Αναγνωστόπουλο

Της Μαγδαληνής Θωμά

Είκοσι χρόνια κείμενα και μια ζωή αφιερωμένη: Έτσι βαραίνει ο μόχθος του βιβλίου αυτού. Περιτριγυρισμένο από κείμενα που το αγκαλιάζουν, το δημοτικό τραγούδι εδώ αγαπιέται κι αποκαλύπτεται. Γίνεται περιβόλι ανθισμένο – το γόνιμο έδαφος ενός πολιτισμού με διάρκεια στον χρόνο. Πώς να μη συνεχίζεις να το ποτίζει;
Κι αν πάρουμε απ’ τον τίτλο, «Το δημοτικό μας τραγούδι», η προσωπική αντωνυμία «μας» στοχεύει ευθύβολα στην καρδιά μας – την καρδιά ενός συλλογικού εαυτού, που προσεταιρίζεται μια τέτοια συλλογική δημιουργία ειδάλλως, δεν θα ήταν το δημοτικό τραγούδι κομμάτι αναπόσπαστο δικό μας. Αλλά επειδή το τραγούδι αυτό με τη στιχουργική και τη ρυθμική του, το μέλος και τον χορό είναι δώρο του λαού που το δημιούργησε, γίνεται κι αντίδωρο μαζί του λαού που το χαίρεται και το χορεύει. Αμφότερες οι εκδηλώσεις το εποίησαν εν σοφία.

Tα κείμενα στο βιβλίο του Β. Δ. Αναγνωστόπουλου επικεντρώνονται όλα στο δημοτικό τραγούδι, τις ποικίλες πλευρές και εκφάνσεις του, τις λειτουργίες και χρήσεις του, τις σημασίες που μπορεί να δεχτεί μέσα στον χρόνο. Εισηγήσεις, πρόλογοι, βιβλιοκριτικές, έρευνες: Μια ομόκεντρη θεματική με κυκλική φορά γύρω από έναν άξονα, όπως το άλογο στ’ αλώνι. Τον άξονα της δημοτικής ποίησης – της καρδιάς που το πυρώνει.
Διότι η σχέση του ερευνητή με το αντικείμενό του αναζωπυρώνεται μέσα στον χρόνο: Είναι μια σχέση μονάκριβη, βαθιά αισθηματική, σχέση σωματική, θα λέγαμε, αφού έχει να κάνει και με τον ίδιο, ως δημιουργό. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά στον Πρόλογό του, «το δημοτικό τραγούδι μπήκε ενωρίς στη ζωή μου για να μείνει», λέει. Από τα πρώτα ποιητικά του σκιρτήματα, ίσαμε τα ύστερα, το δεκαπεντασύλλαβο αγόρι μέτρησε χρόνια και συλλαβές και την αγάπη του την κράτησε. Είναι η ίδια αγάπη που πλουτίζει τη μελέτη αυτή, μια έρευνα καρδιάς.
Και γι’ αυτό τον λόγο, λοιπόν, η ματιά του ερευνητή είναι ατόφια και καθαρή, όπως ατόφιο και καθαρό είναι το μέταλλο της λαϊκής δημιουργίας. Μπροστά σ’ έναν τέτοιο θησαυρό, ο συγγραφέας του βιβλίου προχωράει πέρα από τα τετριμμένα. Φωτίζει πτυχές ανεξερεύνητες, εμβαθαίνει και στοχάζεται, αναμετρά και κρίνει. Το ανανεωμένο βλέμμα του, βαθιά σύγχρονο, διαπερνάει την εποχή μας, μιλάει και για λογαριασμό της. Πολυσύχναστο το πεδίο μελέτης των δημοτικών τραγουδιών, αλλά και ανεξάντλητο, αφού η δημοτική ποίηση, το αντηχείο αυτό του ελληνικού πολιτισμού, έχει αφήσει τα ίχνη της παντού σε κάθε πτυχή του βίου, σε κάθε έκφραση της παλιάς και νεότερης ζωής. Και το κυριότερο: Έχει περάσει επιτυχώς ή και ανεπιτυχώς ακόμα στη σύγχρονη δημιουργία. Κι όσο θα δίνει υλικό για στίχους και θα εμπνέει τραγούδια και χορούς, η δημοτική ποίηση θα αναβιώνει με τον τρόπο της. Άσε που, μέσα στην ασφυξία της σύγχρονης πρακτικότητας, θα έχουμε πάντα ανάγκη το οξυγόνο του συλλογικού φαντασιακού, τη μαγεία ενός παραμυθιού, ενός θρύλου ή ενός στίχου. Αυτά μας ενθαρρύνει να αναλογιστούμε, ανάμεσα στ’ άλλα, το βιβλίο αυτό: «Καιρός να δούμε τα πράγματα αλλιώς», επισημαίνει.

Προβληματισμοί για το στοιχείο της προφορικότητας, που συνιστά το βίωμα των δημοτικών τραγουδιών, όπως και για τη σημασία της καταγραφής τους με τα σύγχρονα μέσα, διατυπώνονται κιόλας από τα πρώτα κεφάλαια, ενώ η ανάλυση, επισημαίνοντας την τριαδική τους διάσταση, τον συνδυασμό ποίησης, μουσικής και χορού, τα προβάλλει ως δημιουργήματα αιώνων που έλκουν την καταγωγή τους από το αρχαίο δράμα. Αποτελούν προβολή του ελληνικού πολιτισμού στη διάρκειά του, ένα κομμάτι της ιστορίας του. Αυτή η εμβάθυνση της οπτικής στη διάσταση του χρόνου συνδυάζεται με τη συλλογή, κατάταξη και κατηγοριοποίηση των δημοτικών τραγουδιών ανάλογα με τη θεματική τους. Η πορεία τους στον χρόνο, άλλωστε, τροφοδοτεί τις παραλλαγές τους και τις πολλαπλές τους μορφές.
Με βάση τις υποδείξεις των αρχικών συλλογών, ώς τις σύγχρονες έρευνες, η παρούσα μελέτη παραπέμπει, αναλύει και συνθέτει τα συμπεράσματά της. Από τον Claude Fauriel και τον Tommaseo, στον Νικόλαο Πολίτη, Μιχαηλίδη Νουάρο, Αθανάσιο Οικονομίδη, αλλά και σε κατοπινότερους, σύγχρονους, τον αείμνηστο Κώστα Λιάπη, Νίκο Μπαζιάνα, ο κατάλογος μακραίνει, Βασιλική Κοζιού, Θόδωρος Δερεχάνης, Λάζαρος Αρσενίου, Μηνάς Αλεξιάδης, Γιώργος Δ. Παναγιώτου, Νίκη Σαλπαδήμου και Στέλιος Ματζούρης, Δημήτρης Πλιάτσικας, Ιάσων Ευαγγέλου, Παντελής Μπουκάλας, Γιώργος Καραμπελιάς, Περικλής Π. Καίσαρης, ερευνητές και συλλογείς των δημοτικών τραγουδιών που εστίασαν το ενδιαφέρον τους σε ειδικότερες ή ευρύτερες περιοχές από το Βυζάντιο και την τουρκοκρατία, συγκριτικές διαδρομές και αλληλεπιδράσεις, που ξεπερνούν καμιά φορά τον ελληνόφωνο κόσμο, αναζητώντας την έκφραση της δημοτικής ποίησης σε παγκόσμια κλίμακα, όπως είναι, για παράδειγμα, το έργο του Περικλή Π. Καίσαρη για την «Παγκόσμια Δημοτική Ποίηση» σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου. Η εμβάθυνση στον χρόνο, επομένως, βγαίνει κερδισμένη από την έκταση της ματιάς στον γεωγραφικό χώρο, την ανθρωπογεωγραφία του πολιτισμού.

Αλλά η μακροσκοπική θεώρηση δεν αποκλείει και τη μικροσκοπική ανάλυση, μια και η σύνθεση του βιβλίου το επιτρέπει: Το δημοτικό τραγούδι, αληθινό ορυχείο συλλογικής μνήμης αποκαλύπτει πολλά. Στους στίχους του καταθέτει την Ιστορία – κάποτε μάλιστα είχε κι έναν ειδικότερο ειδησεογραφικό ρόλο, όταν μετέφερε τα τρέχοντα διά βοής – ενώ αποκαλύπτει, παράλληλα, και την κοινωνία. Το κριτήριο γίνεται, εδώ, πραγματολογικό και ο ερευνητής εξετάζει τα μοτίβα των ρόλων, των οικογενειακών και λοιπών κοινωνικών σχέσεων, τα ήθη και τις αξίες που τα συνοδεύουν. Τα στερεότυπα που κυριαρχούν είναι κι εκείνα που ανατρέπονται: Τίποτα από τα καθιερωμένα δεν μένει απείραχτο, η εξαίρεση αναμετριέται με τον κανόνα. Συντηρητικός, όσο και ανατρεπτικός ο χαρακτήρας της λαϊκής δημιουργίας μεταφέρει πολύτιμα στοιχεία για το αμάλγαμα της ανθρώπινης φύσης.

Την προσοχή τραβούν, επίσης, δυο κεντρικά κεφάλαια του βιβλίου, εργασίες «γραφής διαρκείας», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας τις χαρακτηρίζει, που συνδέουν το δημοτικό τραγούδι με τα όνειρα, αφενός, όσο και με τα παραμύθια, αφετέρου, ανιχνεύοντας ένα στοιχείο αφήγησης πεζόμορφης: Το δημοτικό τραγούδι σκίζει το κουκούλι του για να περάσει στην αναζήτηση άλλων παράλληλων ειδών συλλογικής δημιουργίας, σε μια ώσμωση πεζού και έμμετρου λόγου, μια «ειδολογική μετάσταση», ενώ με ανάλογη ετοιμότητα, η εικονοπλαστική λειτουργία της αφήγησής του ευνοεί, από την άλλη, τον λόγο του ονείρου και τα σύμβολά του. Ο ερευνητής θα αναζητήσει πηγές, ακόμα και στο εξωκειμενικό σώμα των αρχαίων αντιλήψεων που συνδέουν το όνειρο με την προφητεία, τη μαγεία. Ένα αναπόφευκτο ανθρωπολογικό και ψυχαναλυτικό κριτήριο συνεπικουρεί, και εμπλουτίζει. Είναι φανερό πως το δημοτικό τραγούδι μπορεί να πετάξει μακριά πολύ από τη φωλιά του, μαζεύοντας τους σπόρους του λαϊκού πολιτισμού.

Σε ανάλογο πλαίσιο, παρουσιάζεται και η σχέση του δημοτικού τραγουδιού με τη λόγια ποίηση και λογοτεχνία. Τέτοιες παρατηρήσεις συναντούμε λίγο-πολύ σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου, μαζί με στίχους διάσπαρτους που ικανοποιούν την απόλαυση της ανάγνωσης, πρώτα απ’ όλα – το αντικείμενο της έρευνας έχει τη δική του ξέχωρη χάρη που ο συγγραφέας του βιβλίου δεν παραλείπει συχνά-πυκνά να θυμίζει – αλλά μια ειδικότερη σχέση επίδρασης και αμοιβαιότητας των ειδών παρουσιάζεται στο κεφάλαιο που αναφέρεται στο «δημοτικοφανές ποίημα του Μένιου Μουρτζόπουλου», όπως και στο «δεκαπεντασύλλαβο αγόρι», φυσικά.

Στην περίπτωση του ποιήματος του Μουρτζόπουλου, η «Μακρινιτσιώτικη συμβουλή» γίνεται στιχούργημα δεκαπεντασύλλαβο, που βηματίζει ιαμβικά, υιοθετώντας το πνεύμα της δημοτικής ποίησης κατά γράμμα. Ανάλογη έμπνευση πυροδοτεί και την άγουρη, μα τόσο καλοσχεδιασμένη σύνθεση του δεκαπεντασύλλαβου ποιήματος ενός μικρού αγοριού της Α’ Γυμνασίου, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον συγγραφέα σε μια από τις πρώτες του περιπέτειες της ποιητικής γραφής. Η εμπειρία αυτή, αποσταγμένη μέσα από το φίλτρο της μνήμης, μεταφέρει τη δροσιά της πρώτης συγκίνησης και γίνεται αφορμή, στο κεφάλαιο αυτό του βιβλίου, να φιλοτεχνήσει ο ώριμος πια δημιουργός ένα εργόχειρο λόγου: Για την τέχνη, τη ζωή και τη δημιουργία. Στενός ο κρίκος και αρραγής ο δεσμός με τη δημοτική ποίηση που κρίνεται αναγκαία σαν την ανάσα, ένα απαραίτητο στοιχείο για τη συνέχεια της πολιτισμικής ζωής.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το