Πολιτισμός

Το Άσυλον Παιδιού Βόλου μετά τους σεισμούς του 1955

 

Της Χαρούλας Φράγκου,
Ποιήτριας – συγγραφέα

 

Κάποιοι υποστηρίζουν πως η επιστροφή στο παρελθόν, η αναμόχλευση και αναφορά γεγονότων, προσώπων και καταστάσεων που χάνονται στην ερεβώδη ομίχλη του, αποτελούν στείρα υπόθεση και τροχοπέδη στην πρόοδο και στη ροή της ζωής του ανθρώπου. Η ανάγκη να προσαρμοστεί στα δεδομένα τού σήμερα φαντάζει σχεδόν επιτακτική και ούτε λόγος να γίνεται στη νοσηρή παραμονή και προσκόληση στα περασμένα που κατά τη γνώμη τους είναι αντικείμενο εξερεύνησης των μουσείων και μόνο.
Φυσικά και αναντίρρητα θα συμφωνήσουμε πως αρμόζει να κοιτάζουμε μπροστά.
Στο μέλλον άλλωστε ελπίζουμε…Μας χρωστά και του…χρωστούμε.
Ακυρώνοντας όμως τις αναμνήσεις μας ή παραμερίζοντάς τες τί μένει? Λογικά ο μισός εαυτός μας. Που θα ανατρέξουμε ν’ αναζητήσουμε την εικόνα του σε πλήρη μορφή? Πώς θα μπορέσουμε να παραδόσουμε στα παιδιά μας και γενικά στους νεώτερους την ιστορία μας μικρό ή μεγάλο κομμάτι του παζλ της ιστορίας του κόσμου, τις ριζιμιές μας καλές κακές που φόρτισαν με νηνεμίες και μπουνάτσες μα και τρικυμίες και έντονη συγκίνηση την ψυχή μας?
Χρεία λοιπόν και καθήκον μας κάποια νωπά και ζωντανά αποκρυσταλώματα του χρόνου να τα διατηρήσουμε και να τα περάσουμε στις υπόλοιπες γεννιές σαν υγιή αντισώματα στην πολιτισμική και πολιτιστική μας εξέλιξη κυρίως ως άνθρωποι αλλά και ως κοινωνίες έστω.
Σκέψεις και ερωταποκρίσεις χρόνων τα παραπάνω στον εαυτό μου αλλά και πρόσφατα όταν μου ζητήθηκε να συμμετέχω στην επετειακή αναφορά σχετικά με το μακροβιώτερο φιλανθρωπικό Ίδρυμα του Βόλου, το « Άσυλον Παιδιού» που φέτος μετρά 100 χρόνια από την ίδρυσή του όσο και η Μικρασιατική Καταστροφή (1922-2022) και η ζωή του μέχρι σήμερα, με τις όποιες αλλαγές, αποτελεί παράλληλη πορεία με την ιστορία του Έθνους, της πόλης, αλλά για κάποιο λόγο και με την προσωπική μου ζωή αφού σ’ένα αίφνης της μοίρας αποτέλεσε κομμάτι της πολύχρονο και μάλιστα σεβαστικό.

2

Οι ολέθριοι σεισμοί του 1955 και η σπουδαία δωρεά της Σουηδικής Οργάνωσης Radda Barnen στο Άσυλο Παιδιού Βόλου..

Οι σεισμοί της 19ης Απριλίου του 1955 που έσπειραν τον τρόμο και άλλαξαν ριζικά το νεοκλασικό προφίλ της αξιολάτρευτης πόλης μας και ο θάνατος του πατέρα μου το Μάη του 1955 μετά από την οικονομική καταστροφή του εργοστασίου μας «υποκάμισα πυτζάμες robe de chambre Αφοι Ηλία » έλεγε η επιγραφή, έφεραν τη μητέρα μου κι’ εμένα από την οδό Γαλλίας με Μαυροκορδάτου τρείς δρόμους πιο κάτω μετανάστριες στην αυλή που στέγαζε τότε το «Άσυλο Παιδιού» Δημητριάδος με Φιλελλήνων στα «Κύματα».
Μια μικρή άσπρη σκηνή αντικατέστησε το σπίτι μας που είχε καταστεί ακατοίκητο ( σαν τσόφλι από αυγό έχει γίνει είχαν πει οι ιθύνοντες) και που ευτυχώς η Εθνική Τράπεζα ιδιοκτήτρια του οικοπέδου και της οικοδομής του Ασύλου παραχώρησε στο θείο μου ως ανώτερο υπάλληλό της επιτρέποντας να τη χρησιμοποιήσουμε στο χώρο για ν’ απαγκιάσουμε το…κεφάλι μας. Σε σκηνές έμεναν και τα κορίτσια του ιδρύματος, όπως θυμάμαι, αφού το διώροφο κτίριο που τους στέγαζε ράγισε σε εκατό μεριές και οι σωροί από πέτρες εμπόδιζε να βαδίσεις. Αργότερα μεταφέρθηκαν και φιλοξενήθηκαν προσωρινά στο Σικιαρίδειο Ίδρυμα Αθηνών για να εγκατασταθούν κατόπιν για ένα διάστημα στο παλιό εργοστάσιο υφασμάτων των αδελφών Παπαγεωργίου στα Παλαιά.
Η γνωριμία μου έτσι με το ίδρυμα του Ασύλου και τους ανθρώπους του ξεκινά το 1955 από τα «Κύματα» και προτίθεται να συνεχιστεί με άλλες συνθήκες και στενότερους δεσμούς δύο χρόνια αργότερα το 1957 στο καινούργιο πλέον κτίριο δωρεά της Σουηδικής Οργάνωσης Radda Barnen στη θέση «Λεύκα» συνοικία Αγίου Βασιλείου όπου η μητέρα μου προσλαμβάνεται εργαζόμενη ως παιδοκόμος κι’ εγώ ως φιλοξενουμένη του.
Η άφιξή μας συνέπεσε, καλή μας τύχη, με τα εγκαίνεια του Ιδρύματος που έγιναν υπό την προεδρεία της δεσποινίδος Μαίρης Κόττα και του Διοικητικού Συμβουλίου, τη διεθύντρια Αμαλία Ζογλοπίτου το προσωπικό και τα παιδιά με κάθε επισημότητα παρουσία των Αρχών της πόλις και φιλόστοργων Βολιωτών στις 23 Ιουνίου του 1957 με την ευλογία του Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ και αποτέλεσε φωτεινό γεγονός για τη ζοφερή και πολύμοχθη εποχή.
Ως θαύμα χαρακτηρίστηκε από όλους η θεάρεστη προσφορά της Σουηδικής Οργάνωσης Radda Barnen προς τα σεισμόπληκτα ορφανά

 

3

Ελληνόπουλα και συγκίνησε από καρδιάς το γεγονός πως συμμετείχαν στο ποσόν των 12.000.000 δρχ. κόστους με έρανο και οι Σουηδοί πολίτες.
Η μαρμάρινη πλάκα που αναφέρει την Radda Barnen ως μεγαλύτερη ευεργέτιδα του Ασύλου υπάρχει στην είσοδό του μέχρι σήμερα. Και πως αλλιώς μπορούσε άλλωστε να συμβεί αφού πέραν του κτιρίου μια πολυτελής οικοσκευή συνόδευε με κάθε λεπτομέρεια και πρόσδιδε ιδιαίτερη αίγλη στα μάτια των παιδιών αλλά και όσων τα επισκέπτονταν. Αίθουσες πλουτισμένες επίπλων, σαλόνι, εργαστήρι, σχολείο, επτά κοιτώνες με ένα από τα χρώματα της ίριδος τα κουβερλί τους, τραπεζαρία με όλα τα σύγχρονα για την εποχή κομφόρ, ποτήρια, πιάτα πορσελάνης και…καραβάνες inox, τρέϊλερ για το κουβάλημα των φαγητών, σύγχρονη κουζίνα με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας οι συσκευές της, δωμάτιο πλύσης, σιδερωτήριο και μεγάλες εγκαταστάσεις λουτρών με ντουσιέρες για τη σωστή σωματική υγιεινή των τροφίμων.
Προς τιμήν των Σουηδών ευεργετών το Φθινόπωρο του 1957 πραγματοποιήθηκε επίσης νέα σπουδαία εκδήλωση με συναισθήματα έντονης συγκίνησης και ενθουσιασμού σαν τότε στα εγκαίνεια και ακόμη παραπάνω…
«Κόσμος πολύς, επίσημοι, δωρητές, συμβούλιο…Χώρεσαν όλοι στη μεγάλη αίθουσα του εργαστηρίου και στο πελώριο σαλόνι που άνοιγε στις γιορτές. Οι Σουηδέζες κυρίες Zetterlund και Κέρστιν Βρυάκο, με τα κομψά τους καπελάκια , αληθινές Ευρωπαίες. Καπέλο φορεί και η κυρία Νομάρχου. Ο κ. Παπαδάκος ο νομάρχης, ο κ. Κλαψόπουλος, ο δήμαρχος, ο κ. Καρατζάς, διευθυντής της Κοινωνικής Πρόνοιας , χαιρετούν και ευχαριστούν τα στελέχη της Radda Barnen ενώ συγχαίρουν την πρόεδρο κ. Κάτια Γαλανού και τις δεσποινίδες του Συμβουλίου. Ο αρχιμανδρίτης Κλήμης με τον πατέρα Γεώργιο Χριστόπουλο ψάλλουν ευχές. Ανασαίνουμε λιβάνι και θεία μέθεξη» σελ. 51( Τα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες….)

Η ζωή αλλιώς κοντά στα «κορίτσια με τις «άσπρες κορδέλες»

Το μοίρασμα της ζωής μου με άλλα 48 παιδιά πέρασε είναι αλήθεια από σαράντα κύμματα που άλλοτε γαλήνια και μυροστάλακτα άλλοτε με υποφώσκουσα ένταση και μελαγχολία σφυρηλάτησαν και σφράγισαν την εφηβική μου ψυχή.
Νέοι κανόνες στην καθημέρα, καινούργια συναισθήματα με έντονες εκλάμψεις χαράς και ξεγνοιασιάς ή αλόγιστης πολλές φορές θλίψης…Χαμήλωμα στα «θέλω μου» μοναχοπαίδι έως τότε.. Μοίρασμα

4

της αγαπημένης μου μητέρας σε μικρά μικρά κομματάκια προσφοράς για τόσες ορφανές καρδούλες… Κάποιο αγκαθάκι φόβου μήπως πάψει να’ναι μόνο δική μου…. Άγια αρμονία ευτυχώς και αντέρεισμα η αξία της φιλίας που μαγικό απολοίθωμα στο χρόνο ολόδροση και τρυφερή παραμένει μέχρι σήμερα αθάνατη και ατόφια να με δένει με πρόσωπα εκείνης της ομιχλώδους πλην άχραντης εποχής αδελφικά και ευφρόσυνα.
Στο βιβλίο μου ιστορική ψυχογραφική μυθιστοριογραφία με τίτλο «Τα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλλες» που αξιώθηκα να γράψω και
κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη κάπως έτσι περιγράφω το πέρασμα μου και τη μοναδική αυτή βιοματική εμπειρία.
«Πέντε ολόκληρα χρόνια η ζωή μου ζυμώθηκε με γλυκά και αλμυρά υλικά. Πέρασαν στις φλέβες και στην καρδιά τα συστατικά τους , έτσι που να μην μπορώ κανένα ν’ απορρίψω. Σαν το αφράτο ψωμί που πρωτοαγάπησα, σαν τα φασόλια και τις ελιές, που αν μη τι άλλο συνήθησα με τον καιρό, όπως τις ανησυχίες των παιδιών, τα γέλια, τα δάκρυα, τα μαλώματα και τα ξεσπάσματά τους. Τίποτα πια δεν μου είναι ξένο..Όλα μου ανήκουν έγιναν και δικά μου. Όλα, ακόμα και η μοναξιά τους…Το αναπόφευκτο ξεκλήρισμα απ’ την οικογένεια, το άδειο χεράκι απ’ το χέρι της μάνας, ο κούφιος αντίλαλος της φωνής του πατέρα , η ανάσα και η μυρουδιά που κουβαλά το σπιτικό…..»
Μωράκι την έφεραν στο Ίδρυμα τη Δάφνη. Ένας λεβέντης ως εκεί πάνω ο πατέρας πολεμούσε στο Πλιασίδι. Ανήμπορη η μάνα απ’ τα δεινά του πολέμου και της κατοχής με δυο μικρά παιδιά στην αγκαλιά παραδίδει την τελευταία της πνοή στο άκουσμα του θανάτου του..Έφυγε ν’ ανταμώσει η Μαρία το Γιάννη της…Είπαν όλοι…Άγγελοι οι γονείς άφηναν τους δικούς τους αγγέλους στη γη, στην καλοσύνη και τη συμπόνια των ξένων..
Φυντανάκι έξη χρονών η Ευτυχούλα είδε την πόρτα του ιδρύματος ν’ ανοίγει αφού η πόρτα του πατρικού είχε αλοίμονο κλείσει μετά το θάνατο της μητέρας και την ανημπόρια του πατέρα.
Θύμα πολέμου η Φροσούλα ζει την πυρπόληση της επιχείρησης του πατέρα της στο κέντρο του Βόλου και τη φρίκη να χάνεται ο ίδιος απ’ τα χέρια του εχθρού.
Θύμα πολέμου και το Ισμηνάκι από χωριό της Όθρυος νωρίς στη φιλανθρωπία με δυο αδέλφια μικρότερα και μια χαροκαμένη μάνα να καρτερούν τον πατέρα που χαμένος στα βουνά της Αλβανίας δεν ήρθε ποτέ.
Η απώλεια της μάνας και για τον ξανθό άγγελο τη Μαργαρίτα υπαίτια του ξεσπιτωμού αυτής και των τριών μικρότερων αδελφών της..Η Μαργαρίτα στο Άσυλο και τ’ αδέλφια της στην Παιδόπολη.
5

Ανάπηρη και τσακισμένη από την πολιομυελίτιδα η Ακριβούλα χωρίς πατέρα προσπαθεί να συγκατοικίσει με 48 παιδιά με όλα της τα προβλήματα..
Ανίκανη ωστόσο να δεχτεί τη διαμονή της στο ίδρυμα η Αφροδίτη. Ευγνωμονεί τους ευεργέτες της αλλά κρατά μέχρι σήμερα κρυφή τη συγκεκριμένη περίοδο της ζωής της.
Το αίμα στο μαντήλι του πατέρα και ο συνεχής βήχας αναγκάζουν τη μάνα ν’ αποχωριστεί τα παιδόπουλα τριών μόλις και πέντε χρονών.
Η φυματίωση μάστιγα της εποχής για τον εξαντλημένο πληθυσμό της Ελλάδας και η αδυναμία πολλές φορές αντιμετώπισής της οδηγούσαν επίσης στην ορφάνεια και στα ιδρύματα πολλά παιδιά.
Σαφώς και δεν υπάρχει χειρότερη εμπειρία από την απομάκρυνση ενός παιδιού από την οικογενειακή εστία. Σαφώς και δεν μπορείς να συλλάβεις την αγωνία και τον τραυματισμένο του ψυχισμό όταν βίαια η μοίρα το χωρίζει από τους γονείς του. Επίπονες ωστόσο καταστάσεις αναγκάζουν πολλές φορές αυτή τη μεταστέγαση στο ξένο περιβάλον. Και χάνεται τότε ο κόσμος όλος. Εκεί λοιπόν καλείται το ίδρυμα και οι άνθρωποι που το αποτελούν να παίξουν το ρόλο της αγκαλιάς της μητέρας, του πατέρα, να σκύψουν καλόγνωμα και στο πιο δύσκολο πρόβλημα και να προσπαθήσουν να το λύσουν, Να γίνει η αγάπη τους και η υπομονή τους το μετάξινο κουκούλι που θα μετατρέψει την παιδική ανασφάλεια, το θρήνο και την οργή, σε γαλήνη και ελπίδα. Κι’ όσο κι’αν φαίνεται απίστευτο «η καλωσύνη καμμιά φορά των ξένων είναι το πιο σίγουρο θερμοκήπιο για να μεταμορφώσει την κάμπια σε χρυσαλίδα».
Μέλωμα και αναπαμός λοιπόν η φροντίδα και η στοργή έχουν το δικό τους μερτικό σ’ αυτό εδώ το Ίδρυμα. Πέρα από τη σωστή, παιδεία (δεν λείπει ασφαλώς και η αυστηρότητα) πέρα από τη μόρφωση για όσα κορίτσια το επιθυμούν ή την εκμάθηση επαγγέλματος, τα Ασυλάκια απολαμβάνουν γιορτές, κατασκηνώσεις, εκδρομές, παιχνίδι, κουκλοθέατρο ακόμη και γάμος γίνεται ερωτευμένης τροφίμου με κάθε μεγαλοπρέπεια….
Για το Άσυλο Παιδιού Βόλου είπαν πως υπήρξε από τα Ορφανοτροφεία με τον λιγότερο ιδρυματισμό. Από την αδελφική επαφή που μέχρι σήμερα διατηρώ με κάποιες από τις κοπέλες που συγκατοικήσαμε τότε και εκ του αποτελέσματος η γνώμη μου περιττεύει.
Καταξιωμένα άτομα, γυναίκες δυνατές, σύζυγοι και μητέρες ακολουθώντας παραδείγματα και αξίες που τους δόθηκαν σπούδασαν εργάστηκαν έστησαν σπιτικά πρόκοψαν.

 

6

Και, τα χρόνια πέρασαν…. Το Άσυλο Παιδιού Βόλου ως Φιλανθρωπικό Ίδρυμα δεν υπάρχει πια. Οι λόγοι ευτυχώς εξέλιπαν. Από το 1996 το κτίριο στη «Λεύκα» μεταξύ των οδών Γιάννη Δήμου- Κουταρέλια-Τριανταφυλλίδη και Αθλητικού Κέντρου πέρασε στη δικαιοδοσία του Δήμου Βόλου και στην κρίση των εκάστοτε υπευθύνων για τη χρήση του. Ένα διάστημα ανακαινίστηκε και φιλοξενήθηκε ο παιδικός σταθμός «Αρίων». Ωραία εποχή μακάρι να συνεχιζόταν..
Σήμερα στεγάζονται σε τμήμα του κτιρίου τα ΚΑΠΗ του Αγίου Βασιλείου και προσωρινά το κέντρο εξυπηρέτησης πολιτών για δωρεάν rapid test του covid 19. Το πνεύμα της προσφοράς εξακολουθεί ευτυχώςνα υφίσταται με άλλες μορφές όμως μακράν εκείνης για την οποία δωρήθηκε. Να φιλοξενεί παιδιά.
Στα ωχρά μονοπάτια της συλλογής μου εξηνταπέντε χρόνια μετά δρασκελώ και αποδέχομαι φυσικά τις όποιες αλλαγές.. Φλερτάρω και προχωρώ με την ανανέωση και την πρόοδο. Δεν παύω ωστόσο να νοσταλγώ και να τριγυρνώ στους θαλάμους εκείνης της εποχής μαζί με τα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλλες, ν’ ακούω τους ψιθύρους μιας άσπιλης νιότης που οι ευαίσθητοι ήχοι της ράγιζαν τη σιγαλιά, με αισθήματα αγάπης ελπίδας αδελφοσύνης και να δένω μια λευκή κορδέλα στα μαλλιά μου….που ποτέ δε φόρεσα…
Άνεμος αναπόλησης εν μέσω συνεχών επιστροφών θαρρώ πως μόλις ομολογήθηκε…

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το