Πολιτισμός

Το «Άσυλο Παιδιού Βόλου», 1922-1944

 

Της
Μαρίτας Τσιαδήμα,
κατόχου Μεταπτυχιακού
στην Ιστορία

1922-1928. Η σύσταση του Σωματείου και τα πρώτα χρόνια
Το Άσυλο Παιδιού Βόλου ιδρύθηκε το 1922 από μία ομάδα νεαρών εθελοντριών από τους κόλπους της αστικής τάξης και η οικονομική βάση του ταμείου του Ασύλου ήταν προϊόν εράνου μεταξύ των δεσποινίδων του Συμβουλίου.
Από το 1922 έως το 1928 η συντριπτική πλειοψηφία των μικρών τροφίμων απαρτίζεται από παιδιά προσφύγων, άλλα ορφανά και άλλα με έναν γονιό, αδύναμο να τους προσφέρει τα βασικά αγαθά της επιβίωσης, πόσο μάλλον της εκπαίδευσης και της ηθικής ανατροφής.
Τα παιδιά των προσφύγων περισυλλέγονται από τις γυναίκες του ιδρύματος από επιταγμένα κτήρια, αποθήκες, σχολεία, εκκλησίες κ.λπ. Στο ίδρυμα δεν εισάγονται μόνο ορφανά παιδιά και από τους δύο γονείς, αλλά και ορφανά από μητέρα ή πατέρα που δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στην κάλυψη των βασικών βιοποριστικών αναγκών των παιδιών τους. Σύμφωνα με το καταστατικό του Ασύλου, προβλεπόταν η μέριμνα και για τις φτωχές γυναίκες, που άφηναν τα παιδιά τους στο ίδρυμα και αναζητούσαν εργασία. Αργότερα οι στόχοι του ιδρύματος προσανατολίστηκαν αυστηρά στα φτωχά παιδιά.
Απώτερος στόχος του ιδρύματος είναι η αποκατάσταση των τροφίμων, η οποία γίνεται μέσω της εκπαίδευσης και της εκμάθησης μιας τέχνης. Τα πρώτα χρόνια, κατόπιν αποφάσεως του υπουργείου Παιδείας, κτίζεται το σχολείο του Ασύλου, αποτελούμενο από 4 αίθουσες, στο οποίο φοιτούν και μαθαίνουν τα πρώτα γράμματα παιδιά ηλικίας 6-13 ετών. Κυρίως όμως η επαγγελματική εκπαίδευση και η πρακτική άσκηση σε μια βιοποριστική τέχνη είναι αυτές που πιστοποιούν την επιτυχία του φιλανθρωπικού έργου. Για τον λόγο αυτό μετά την αποφοίτησή τους από το Δημοτικό Σχολείο μαθαίνουν βιοποριστικά επαγγέλματα, τα μεν αγόρια εκτός του Ασύλου, τα δε κορίτσια στα εργαστήρια υφαντουργικής, ραπτικής και κεντητικής του Ασύλου. Ειδικότερα για τα κορίτσια οι εισπράξεις από τα εργαστήρια κατατίθενται στην Εθνική Τράπεζα στο όνομα της κάθε ορφανής, ώστε φεύγοντας από το Άσυλο να έχουν ένα μικρό κεφάλαιο, ανάλογα με την εργασία τους, απαραίτητο για την αποκατάστασή τους. Μέσω της πρακτικής άσκησης σε μία τέχνη και της πειθαρχίας που αυτή απαιτεί, τα παιδιά συνηθίζουν τη χειρωνακτική εργασία και εντάσσονται αργότερα στους κόλπους της κοινωνίας με εφόδια και γνώσεις που θα τα μετατρέψουν σε χρήσιμη παραγωγική δύναμη.

1929-1939. Τα χρόνια των αλλαγών και της ακμής
Στη δεκαετία του 1930 το Άσυλο Παιδιού Βόλου συνεχίζει να διαγράφει μια σταθερή πορεία στον τομέα του φιλανθρωπικού έργου. Μία από τις μεγαλύτερες αλλαγές που επιφέρει το τέλος της δεκαετίας του 1920 είναι η ελάττωση και αργότερα ο αποκλεισμός από το ίδρυμα των αρρένων τροφίμων, επειδή παρουσιάστηκαν μερικά «κρούσματα εκφυλισμού» ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια ηλικίας 7-8 ετών. Το 1932 το Διοικητικό Συμβούλιο επιχειρεί να ελαττώσει τον αριθμό των παιδιών που φιλοξενεί λόγω της οικονομικής κρίσης, η οποία το κλονίζει με τον φόβο ακόμη και της διάλυσης. Αποφασίζει να παραδώσει τα παιδιά στους κηδεμόνες όταν αυτοί υπάρχουν και κρατά στο ίδρυμα μόνο τα ορφανά παιδιά. Οι περισσότεροι τρόφιμοι είναι πλέον από τη Μαγνησία και από άλλες πόλεις της Ελλάδας και όχι παιδιά προσφύγων. Για τον λόγο αυτόν μια επιτροπή του Ασύλου είχε την αρμοδιότητα να πηγαίνει σε διάφορα χωριά της δικαιοδοσίας της και να εντοπίζει ορφανά και από τους δύο γονείς κορίτσια.
Μεγάλη βαρύτητα δίνεται πάντα στην υγεία των μικρών τροφίμων. Ο γιατρός Σωτήριος Τσούκας, αλλά και άλλοι ιδιώτες γιατροί κάθε μήνα στέλνουν στο Υγειονομικό Κέντρο Βόλου τη «νοσολογική κίνηση» του Ασύλου. Το 1935 μάλιστα το υπουργείο Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως αποστέλλει από την Κεντρική Φαρμακαποθήκη φαρμακευτικό υλικό υπέρ του Ασύλου, ενώ την ίδια χρονιά στέλνονται φάρμακα και από το Εθνικό Συμβούλιο Προστασίας Μητρότητας και Παιδικών Ηλικιών. Το 1939 γίνεται ειδική μνεία στην ασθένεια της φυματίωσης, για την οποία το Δ.Σ. καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες, ώστε να σώσει τα νέα εισερχόμενα παιδιά, τα οποία ως επί το πλείστον είναι από φυματικούς γονείς, από τη φοβερή μάστιγα της εποχής.
Ο σκοπός του Ασύλου παραμένει η αποκατάσταση των τροφίμων μέσω καταρχήν της περίθαλψης και της φροντίδας και στη συνέχεια της διαπαιδαγώγησης, της επαγγελματικής κατάρτισης και της γενικότερης αποκατάστασης. Για τα κορίτσια ειδικά όταν αυτά δείχνουν ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον για τα γράμματα, στέλνονται σε ανώτερα σχολεία, όπως το Γυμνάσιο ή η Εμπορική Σχολή. Μία τρόφιμος μάλιστα, η Αθηνά Παπαδοπούλου, εισάγεται στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1932 το Ορφανοτροφείο «Εθνική Στέγη» στέλνει στο Άσυλο πλεκτομηχανές, ενώ το 1936 τα εργαστήρια του ιδρύματος αυξάνονται και εμπλουτίζονται με νέα μηχανήματα με αποτέλεσμα όχι μόνο όλος ο ιματισμός των τροφίμων να κατασκευάζεται εντός του ιδρύματος, αλλά και να τους δοθούν πολλές εξωτερικές παραγγελίες. Αυτό οδηγεί δύο χρόνια αργότερα, το 1939, στην απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου να παραμένουν οι τρόφιμοι μετά την εκμάθηση της τέχνης (ράψιμο, πλεκτομηχανές, κέντημα, αργαλειοί) στο ίδρυμα για τέσσερα χρόνια, ώστε να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε αυτό.
Εκτός της επαγγελματικής κατάρτισης, η προσοχή του Διοικητικού Συμβουλίου στρέφεται στην αποκατάσταση των κοριτσιών μέσω υιοθεσιών, γάμων και τοποθετήσεων σε διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα. Οι πληροφορίες εκμαιεύονται από τους δημάρχους και τους προέδρους Κοινοτήτων, οι οποίοι πιστοποιούν το ήθος και την καλή κατάσταση των ενδιαφερομένων. Τα κορίτσια δεν επιτρέπεται να αποστέλλονται ως οικιακοί βοηθοί, αλλά μόνο ως υιοθετημένα παιδιά σε οικογένειες. Αρκετές τρόφιμοι στέλνονται σε νοσοκομεία, ώστε να εκπαιδευτούν και στη συνέχεια να υπηρετήσουν ως νοσηλεύτριες στα θεραπευτικά ιδρύματα του Βόλου και σε άλλες πόλεις.
Σημαντική θέση στην ιστορία του ιδρύματος αποτελεί η απονομή χρυσού βραβείου από την Ελλανόδικο Επιτροπή στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης του 1937, που συνοδεύεται και με χρηματικό έπαθλο.
Οι πόροι του ιδρύματος προέρχονται, εκτός από τις συνδρομές των τακτικών και αρωγών μελών, από τις επιχορηγήσεις του κράτους, από άλλα Δημοσίου Δικαίου Νομικά Πρόσωπα και από τον Δήμο Παγασών. Σημαντικά είναι τα έσοδα από τους εράνους, οι οποίοι γίνονται κατόπιν άδειας της Νομαρχίας, από γιορτές, διαλέξεις, χοροεσπερίδες και φιλανθρωπικές αγορές. Τα οικονομικά του Ασύλου επίσης ενισχύονται από δωρεές, κληρονομιές και κληροδοσίες. Μεγάλη αίσθηση την εποχή αυτή δημιουργεί το κληροδότημα του Επαμεινώνδα Κυριαζή προς το Άσυλο, το οποίο αγγίζει τις 7.000 λίρες Αγγλίας και διατίθεται ολόκληρο υπέρ της ανέγερσης του κτηρίου του Ασύλου. Το κληροδότημα τελικά δεν προλαβαίνει να περιέλθει στο ίδρυμα γιατί μεσολαβεί ο πόλεμος και το Άσυλο παραμένει στο υπάρχον κτήριο, το οποίο ανήκει στη Διεύθυνση Δημόσιων Κτημάτων.
Το 1939 ο Αντώνιος Λάμπος, έμπορος και επίτιμο μέλος του Ασύλου, προτείνει στο Δημοτικό Συμβούλιο την εξαγορά του οικήματος και του οικοπέδου όπου στεγάζεται το Άσυλο. Λίγο καιρό αργότερα το Δημοτικό Συμβούλιο απορρίπτει την πρόταση του Ασύλου να παραχωρήσει ο Δήμος πέντε στρέμματα από τα δημοτικά κτήματα «Τσιμπούκη» για ανέγερση κτηρίου. Με την έλευση του πολέμου εγκαταλείπονται όλα τα σχέδια για ένα κτήριο που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες του ιδρύματος.
Το τέλος της δεκαετίας του 1930 επισφραγίζεται με τη μετατροπή του σωματείου του Ασύλου σε φιλανθρωπικό ίδρυμα και σύμφωνα με το βασιλικό διάταγμα το Άσυλο Παιδιού Βόλου είναι πλέον νομικό πρόσωπο, το οποίο τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως. Ως φιλανθρωπικό ίδρυμα συνεχίζει εφεξής το έργο του το Άσυλο προσφέροντας τα μέσα επιβίωσης, περίθαλψης και αποκατάστασης στα ορφανά παιδιά. Και αν τα γεγονότα της δεκαετίας του 1920 αποτέλεσαν την αφορμή για τη σύσταση του ιδρύματος, στη δεκαετία του 1930 στήνονται οι βάσεις για την περαιτέρω εξέλιξή του και οργανώνεται η δομή, η λειτουργία και οι στόχοι των μελών του.

1940-1944. Τα χρόνια του πολέμου
Με την έναρξη του πολέμου το 1940 παρατηρούνται προβλήματα στις αγορές και κάποια σχετική έλλειψη αγαθών διατροφής. Ωστόσο ο ελληνοϊταλικός πόλεμος δε φαίνεται να φέρνει δραματικές αλλαγές στον επισιτισμό της πόλης και του Ασύλου ειδικότερα, αφού συνεχίζει να στεγάζει 95 κορίτσια. Τα μαθήματα του μονοτάξιου Δημοτικού Σχολείου συνεχίζονται κανονικά και επιπλέον συνεχίζονται οι δημοτικές και κρατικές ενισχύσεις. Τους θερινούς μήνες μάλιστα λειτουργεί και η κατασκήνωση στο Σουτραλί Αγριάς. Τα ορφανά κορίτσια συνεχίζουν να εργάζονται στα εργαστήρια. Τον Ιούλιο του 1940 συντάσσεται ένας εσωτερικός κανονισμός, στον οποίο αναφέρεται πως δεκτά γίνονται κορίτσια ηλικίας έξι έως δέκα ετών, ενώ προβλέπεται και η εισαγωγή κοριτσιών επί πληρωμή σε περίπτωση γονέων «ανίκανων ή ανήθικων».
Οι πρώτες αλλαγές στη ζωή του ιδρύματος έρχονται το 1941 όταν οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής επιτάσσουν το κτήριο του Ασύλου και το Άσυλο μεταφέρεται στα Άνω Λεχώνια, στη «βίλα του Χατζηκυριαζή». Την άνοιξη του 1941 τα τρόφιμα γίνονται κυριολεκτικά σπάνια, αλλά το Άσυλο λαμβάνει βοήθεια από τον Δήμο Παγασών, τον Ερυθρό Σταυρό και το υπουργείο Επισιτισμού. Το 1942 το Άσυλο συνεχίζει να στεγάζεται στα Λεχώνια, όμως το διοικητικό συμβούλιο προσπαθεί εις μάτην να επιστρέψει στον Βόλο λόγω των υπέρογκων εξόδων μεταφοράς των τροφίμων και των άλλων αναγκαίων ειδών. Ο επισιτισμός καθίσταται ολοένα και πιο δυσχερής με αποτέλεσμα να προσφέρεται μαγειρεμένο φαγητό στα παιδιά μία φορά την ημέρα. Το βάρος των τροφίμων ελαττώνεται και υπάρχουν συμπτώματα υποβιταμίνωσης και εξάντλησης, καθώς και πληγές στο σώμα τους.
Στις 12 Ιουνίου 1942 το Άσυλο αποστέλλει τηλεγράφημα στο υπουργείο Εθνικής Πρόνοιας, το οποίο φωτογραφίζει ακριβώς την πραγματικότητα «στερούμεθα τελείως χρημάτων». Το 1942 μάλιστα καταγράφεται κι ένας θάνατος παιδιού από φυματίωση, ο πρώτος μετά το 1929. Υπάρχει πλέον, εκτός από τα τρόφιμα, έλλειψη κλινών, στρωμάτων, ιματισμού και τα παιδιά ζουν ρακένδυτα σε εντελώς ανθυγιεινό περιβάλλον. Τα εργαστήρια υφαντικής και πλεκτικής δεν λειτουργούν, ενώ το σχολείο συνεχίζει τη λειτουργία του όπως και τα υπόλοιπα σχολεία του κράτους. Ο χειμώνας του 1942 είναι ο πιο δύσκολος, όμως στους επόμενους μήνες η κατάσταση δείχνει σημάδια βελτίωσης.
Με αργούς ρυθμούς ο Βόλος αρχίζει να τροφοδοτείται και πάλι με τα βασικά είδη διαβίωσης. Χάρη στον Ερυθρό Σταυρό, τους κρατικούς και δημοτικούς φορείς, οι οποίοι ξαναβρίσκουν τον χαμένο τους ρόλο, το Άσυλο ενισχύεται οικονομικά και υλικά. Τον Σεπτέμβριο του 1943 κατορθώνεται επιτέλους η μεταστέγαση του ιδρύματος στον Βόλο στην οικία Χατζηκυριαζή (Γαλλίας και Κ. Καρτάλη), επιταχθείσα από τον νομάρχη Μαγνησίας, απ’ όπου μετακινείται από τον ΕΛΑΣ το Δεκέμβριο του 1944. Στη συνέχεια στεγάζεται στο μέγαρο Περβανά (σημ. Διοικητήριο), αλλά λόγω στέγασης εκεί του Στρατιωτικού Νοσοκομείου κρίθηκε ασυμβίβαστη η συστέγαση, και μεταφέρεται πλέον σε κτήριο της Εθνικής Τράπεζας (Δημητριάδος και Φιλελλήνων), όπου θα παραμείνει μέχρι τους σεισμούς.
Μεταφερόμενο πλέον στον Βόλο το Άσυλο προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί και να εξασφαλίσει κάποιους κρατικούς πόρους για τη λειτουργία του. Σημαντικές είναι και οι δωρεές από φορείς και ιδιώτες, όπως η Επιτροπή Εράνου, η Ένωση Συντακτών Βόλου, οι Υιοί Παρασκευόπουλοι και οι Αδελφοί Ματσάγγου. Αρχίζουν να λειτουργούν και πάλι τα εργαστήρια υφαντικής και πλεκτικής, καθώς επίσης και το σχολείο, ενώ βελτιωμένη παρουσιάζεται και η υγεία των τροφίμων.
Η περίοδος που έπεται με τη λήξη του πολέμου είναι μια περίοδος ανασυγκρότησης σε πολλά επίπεδα. Το Άσυλο αναζητά μόνιμη στέγη, αναδεικνύονται νέα πρόσωπα και εμφανίζονται νέοι αρωγοί στο πλευρό του ιδρύματος. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι επίσης δύσκολα λόγω του Εμφυλίου Πολέμου, αλλά το Άσυλο συνεχίζει να γράφει τη δική του ιστορία στον τομέα της προσφοράς φιλανθρωπικού έργου.

Πηγές
Γ.Α.Κ. Μαγνησίας, Αρχείο Άσυλο Παιδιού Βόλου 1922-1944.
ΔΗΚΙ, Αρχείο Δήμου Παγασών, Πρακτικά Συνεδριάσεων Δημοτικού Συμβουλίου Παγασών.
Αννίτα Πρασσά, «Το Άσυλο του εθελοντισμού για 75 χρόνια», Εφημερίδα Θεσσαλία, Ενθ. Διαδρομές, 18.11.2001.
Αννίτα Πρασσά, «Το Άσυλο Παιδιού Βόλου, 1922-1996», περ. Εν Βόλω, τχ. 21 (2006).
Προφορική Μαρτυρία Ελένης Κορμάζου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ασύλου Παιδιού Βόλου τα έτη 1937-1942.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το