Πολιτισμός

Τιμή στις άγνωστες ηρωίδες του 21’ από την ιστορικό-συγγραφέα Βασιλική Λάζου

Το ταξίδι σε λαμπρές σελίδες της Ιστορίας του ελληνικού έθνους συνεχίζεται μέσα από τους νέους τίτλους που κυκλοφορούν τον τελευταίο καιρό και συνθέτουν ένα περίτεχνο λογοτεχνικό ψηφιδωτό για την Ελληνική Επανάσταση. Πλάι στους γνωστούς ήρωες του 1821, καινούργιες εκδόσεις φωτίζουν τη ζωή από άγνωστες, μέχρι πρότινος, αγωνίστριες, οι οποίες συμμετείχαν στην εποποιία που γράφτηκε πριν από διακόσια χρόνια, όπως η Μεσολογγίτισσα Τασούλα Γυφτογιάννη.

Η ηρωική της στάση αποτυπώθηκε μέχρι και από τον Παλαμά, τον οποίον συνάντησε σε μεγάλη ηλικία και του εξιστόρησε όσα έζησε. Κι όταν η γερόντισσα καταλάβαινε πως ζύγωνε η στερνή της ώρα, ζήτησε από τους οικείους της να τη θάψουν με την αντρική στολή που φόρεσε στην Έξοδο του Μεσολογγίου και την οποία έκρυβε δεκαετίες ολόκληρες στον πάτο ενός μπαούλου. «Η Τασούλα Γυφτογιάννη συμμετείχε στην άμυνα του Μεσολογγίου, κατά τη διάρκεια της τρίτης πολιορκίας. Πήρε μέρος στην Έξοδο και ήταν μία από τις δεκατρείς μόλις γυναίκες που επέζησαν ελεύθερες και δεν αιχμαλωτίστηκαν από τους Οθωμανούς», είπε χθες από τον Βόλο η κ. Βασιλική Λάζου, η οποία μίλησε σε ειδική εκδήλωση για την εξαιρετική μονογραφία του Λυκείου των Ελληνίδων Βόλου (ΛΕΒ) με τίτλο: «Μικρό δοξαστικό σε άγνωστες ηρωίδες της Επανάστασης του 1821: Η Μεσολογγίτισσα Τασούλα Γυφτογιάννη».

Η ιστορικός και συγγραφέας, η οποία πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο «1821 – Γυναίκες και Επανάσταση» (εκδόσεις Διόπτρα), έκανε λόγο για μία προσεγμένη έκδοση, που αναδεικνύει μία σπουδαία γυναίκα, όπως ήταν η Γυφτογιάννη: «Έπειτα από ένα γιλέκο που δώρισε στο Λύκειο Ελληνίδων Βόλου μία απόγονός της και κατά τα λεγόμενά της ανήκε σε εκείνη, με πρωτοβουλία της διευθύντριας του Λυκείου κ. Μαρίας Σπανού, αναζητήθηκαν περισσότερες πληροφορίες. Βρέθηκαν στοιχεία στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Αιτωλοακαρνανία και αφού συνδυάστηκαν τα αρχεία με την παράδοση, τις αφηγήσεις και γενικότερα οποιαδήποτε γραπτή πηγή υπήρχε για την οικογένεια της Τασούλας Γυφτογιάννη, η κατάληξη ήταν αυτό το βιβλίο. Πλαισιώνεται από εικονογραφικό υλικό που αφορά στις γυναίκες της Επανάστασης, έχει τεκμηριωμένη έρευνα και πλούσια βιβλιογραφία. Μας υπενθυμίζει δε ότι η Ιστορία γράφεται και από τις ανώνυμες ηρωίδες, που συχνά παραβλέπουμε και δεν έχουν λάβει την προσοχή που θα έπρεπε στην ιστοριογραφία».

Η Βασιλική Λάζου έκανε ιδιαίτερη μνεία στην αντρική στολή που φόρεσε η Μεσολογγίτισσα αγωνίστρια στην Έξοδο και με την οποία ζήτησε να θαφτεί: «Πολλές γυναίκες ντύθηκαν αντρίκια τότε, αν και δεν έφεραν οπλισμό, ώστε εάν σκοτώνονταν, να σκοτώνονταν ως άντρες. Η μοίρα της αιχμαλωσίας ήταν τόσο ζοφερή, που προτιμούσαν τον θάνατο από τη σκλαβιά. Η Γυφτογιάννη, όταν έφτασε σε βαθιά γεράματα αποκάλυψε στους δικούς της πως στον πάτο του σεντουκιού της υπήρχε η στολή που φορούσε κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου και ζήτησε να τη ντύσουν με αυτή στο νεκροκρέβατο. Το ίδιο έπραξε και η Σάνα, η υπηρέτρια της οικογένειας Μάγιερ, που εξέδιδε τα «Ελληνικά Χρονικά» στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Για τη Γυφτογιάννη διαβάζουμε πως «κηδεύθηκε με πρωτοφανή συρροή λαού, μέσα σε πραγματική θρηνωδία», παρότι η ίδια κατά τη διάρκεια της ζωής της δεν είχε παινευτεί για τη συμμετοχή της στην πολιορκία, όπως και ότι πιο νέα, ανήκε στο σώμα των «Γελεκτσήδων», ενός σώματος άοπλων εφήβων που συνέβαλε στην πολεμική προσπάθεια των υπερασπιστών του Μεσολογγίου».

Κλείνοντας, η κ. Λάζου στάθηκε στη συνάντηση της Γυφτογιάννη με τον Κωστή Παλαμά: «Αφηγήθηκε σε μεγάλη ηλικία την ιστορία της στον Παλαμά, ο οποίος εμπνεύστηκε το ποίημα «Τα νιάτα της γιαγιάς». Ιστορικά αυτό δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη. Στα τέλη του 19ου αιώνα η Μεγάλη Ιδέα είναι ακόμη ζωντανή και το μικρό τότε ελληνικό κράτος ήθελε να επεκτείνει τα σύνορά του. Από τότε στράφηκαν στο 1821 και στις γυναίκες που αποτελούσαν μέρος της εθνικής προσπάθειας». Και για τα αντρίκεια ρούχα της Γυφτογιάννη, ο σπουδαίος ποιητής γράφει με γλαφυρότητα στη συλλογή του «Τα τραγούδια της πατρίδος μου»: «Γλίτωσ’ απίστευτα μ’ εσάς απ’ της σκλαβιάς τα πάθη, τη νύχτα που η πατρίδα μας εκάηκε κι εχάθη. Τώρα σαν έρθ’ η ώρα μου και φύγω και πεθάνω, εσείς να τ’ απιθώσετε στην κάσα μου επάνω. Παιδιά μου, δε μου φαίνεται κακός ο χάρος τόσο, σα συλλογιέμαι πως εκεί μαζί μ’ αυτά θα λιώσω».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το