Τοπικά

Θεόδωρος Αγιώτης: Μάρτυρας της φρίκης στην κόλαση των Ναζί

Τα βάσανα του Θεόδωρου Αγιώτη από τους Γερμανούς κατακτητές κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, δεν τελείωσαν με τον εγκλεισμό του στην Κίτρινη Αποθήκη. Έζησε ακόμη πιο φριχτά πράγματα, όταν στάλθηκε από τον Βόλο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουγκσμπουρκ, καταφέρνοντας ωστόσο να επιστρέψει ζωντανός στην Ελλάδα.

Στο σημερινό δεύτερο μέρος της συνέντευξης του υπερήλικα Πηλιορείτη από το Μετόχι, που αποτελεί συνέχεια της χθεσινής δημοσίευσης με τις αναμνήσεις του από το κολαστήριο της Κίτρινης Αποθήκης, ο 95χρονος Θεόδωρος Αγιώτης ολοκληρώνει την αφήγησή του από το πιο ταραγμένο κομμάτι της ζωής του. Ένας εφιάλτης που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1944 με τη σύλληψή του στο Πήλιο μαζί με άλλους συγχωριανούς του και έλαβε τέλος με την ήττα του Γ’ Ράιχ και την παράδοση της ναζιστικής Γερμανίας το 1945. Στο φύλλο της Τρίτης, ο κ. Αγιώτης μίλησε για το πώς αιχμαλωτίστηκε από τα κατοχικά στρατεύματα, αλλά και τους βασανισμούς που υπέστη. Σήμερα διηγείται όλα όσα ακολούθησαν μετά τη μεταγωγή του από την Κίτρινη Αποθήκη.
Αρχικά στάλθηκε στη Λάρισα, όπου βρέθηκε να τον σημαδεύει ένα γερμανικό πολυβόλο. «Νόμιζα πως ήρθε το τέλος και είχα κλείσει τα μάτια για να μη δω τις σφαίρες να μας χτυπάνε, αφού περίμενα τον Γερμανό να πατήσει τη σκανδάλη», είπε με πόνο ψυχής, καθώς έφερε στη θύμησή του τις στιγμές εκείνες. Όμως, η μοίρα είχε άλλα σχέδια για τον 20χρονο τότε νεαρό: «Από τη Λάρισα μας έστειλαν στη Θεσσαλονίκη, στριμώχνοντάς μας σε βαγόνια που στοίβαζαν ζώα. Μαζί μας στο βαγόνι ήταν ένας μαυραγορίτης από τη Θεσσαλονίκη, τον οποίον είχαν συλλάβει. Γνώριζε γερμανικά. Τον ρώτησα πού πηγαίναμε. «Στου Παύλου Μελά», αποκρίθηκε. Εάν σε πήγαιναν εκεί δεν γλίτωνες. Μόλις φτάσαμε από τα παράθυρα άκουγα τους φυλακισμένους που έλεγαν τον ύμνο του ΕΛΑΣ. «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα, το δίκιο και τη λευτεριά, σ’ ακροβουνό και σε κοιλάδα, πέτα πολέμα με καρδιά». Όλοι εκείνοι ήταν για σκότωμα. Τελικά μας έστειλαν στο Ντουντουλάρ (σ.σ. στα Διαβατά Θεσσαλονίκης), σε κάτι παλιούς στρατώνες του ιππικού. Έναν μήνα έμεινα. Στο Ασβεστοχώρι οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει δύο μεγάλους σταθμούς ασύρματης επικοινωνίας. Σαν το Πλιασίδι, ένα πράγμα. Κόβαμε χόρτα και καμουφλάραμε τις εγκαταστάσεις».

Ένα απόγευμα μπήκε στο τρένο που τον μετέφερε στη Γερμανία: «Οι συνθήκες ήταν παντελώς άθλιες. Μέσα στο βαγόνι υπήρχε ένα βαρέλι, όπου κάναμε την ανάγκη μας και τίποτε άλλο. Μπήκαμε στη Γιουγκοσλαβία. Μαζί μας ταξίδευε ένας Ηπειρώτης. Βγάζει από την τσέπη του μία εφημερίδα γιουγκοσλάβικη και μας ενημέρωσε πως έγινε η απόβαση στη Νορμανδία και οι Γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν. Πού είχε βρει την εφημερίδα; Από έναν Σέρβο σιδηροδρομικό στο Βελιγράδι. Μέσα από μία χαραμάδα στο βαγόνι του την είχε περάσει».
Μεσολάβησε μία σύντομη στάση στη Βιέννη, όπου καταγράφηκε από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό: «Ζητούσαν τα στοιχεία μας και μας φωτογράφιζαν. Έβαλα ένα σανιδάκι μπροστά, είχα τον αριθμό 130052. Ήταν γραμμένος με κιμωλία. Στο συνεργείο που ήμασταν, άκουσα κάποιον να μας ρωτά: «Έλληνες είστε;». Σάστισα. Είχε γεννηθεί στη Γαλλία, αλλά ήταν δικός μας. «Εφόσον περνάμε τα στοιχεία σας εδώ, μη φοβάστε. Αρκεί να μη δοκιμάσετε να δραπετεύσετε», μας συμβούλεψε. Ανακουφίστηκα, καθώς σκέφτηκα ότι τουλάχιστον δεν μας πήγαιναν για εκτέλεση».
Τελικός προορισμός του κ. Αγιώτη ήταν το Άουγκσμπουργκ. «Υπήρχε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζαν «Στούκας», τα αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως και οι σύμμαχοι χτυπούσαν συχνά. Με τόσες βόμβες που έχω «φάει», είναι θαύμα που γλίτωσα. Όταν μας έβγαζαν για καταναγκαστική εργασία, γνώρισα μία Γερμανίδα. Ίρμα Ιλενμπέργκερ την έλεγαν. Στο σπίτι της είχε ραδιόφωνο. Την έβγαζα έξω να φυλά τσίλιες κι εγώ μέσα άκουγα το BBC. Είχε ελληνικό πρόγραμμα και μάθαινα πληροφορίες, που τις έγραφα σε μία εφημερίδα που την έφτιαχνα μόνος μου στο χέρι. Παράνομα φυσικά. Αυτά ήταν όσα έζησα τότε. Πράγματα πολύ φριχτά κι ας ακούγονται σαν παραμύθι τώρα», κατέληξε με νόημα ο κ. Αγιώτης.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το