Οικονομία

ΤΧΣ: Τι πρέπει να γίνει για να λειτουργήσει η διαχείριση των “κόκκινων” δανείων

ad8d436e33904f2e87b2a69c4fdf554b

Την επικαιροποιημένη μελέτη του για τα νομικά και διαδικαστικά εμπόδια στη διαχείριση των “κόκκινων” δανείων, η οποία έγινε στη βάση της αρχικής μελέτης του Οκτωβρίου 2015 και κατόπιν της επιταγής του συμπληρωματικού τεχνικού μνημονίου που υπογράφηκε στις 16 Ιουνίου 2016, ολοκλήρωσε το ΤΧΣ.
Στη μελέτη προτείνονται οι δράσεις που πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη του 2016, ώστε να προχωρήσει αποτελεσματικά η διαχείριση των “κόκκινων” δανείων. Μεταξύ άλλων, αναφέρονται η άμεση διευθέτηση της διαδικασίας μετοχοποίησης δανείων υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και της αποπομπής μη συνεργάσιμων διοικήσεων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε αναδιάρθρωση, η προώθηση του εξωδικαστικού συμβιβασμού, η αυστηρότερη χρήση των προϋποθέσεων για την ένταξη υπερχρεωμένων νοικοκυριών στο νόμο Κατσέλη, το ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς για τις μεταβιβάσεις δανείων σε εταιρίες διαχείρισης καθώς και απόλυτα συγκεκριμένες (“στενές”) υποχρεώσεις των τελευταίων έναντι των δανειοληπτών, η ευνοϊκή πρόβλεψη για την απόσβεση των ζημιών (σε βάθος 30ετίας) που θα καταγράψουν οι τράπεζες από τις διαγραφές και τις μεταβιβάσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στόχος της μελέτης, όπως αναγράφεται στην εισαγωγική της έκθεση, είναι να εντοπίσει τους περιορισμούς για την ανάπτυξη μιας δυναμικής αγοράς των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω της οποίας θα ανακουφιστούν οι τράπεζες από το βάρος των “κόκκινων” δανείων, θα ενισχυθούν οι αξίες ανάκτησης επισφαλών χορηγήσεων και θα προσελκυσθεί εξωτερική χρηματοδότηση και τεχνογνωσία για τις αναδιαρθρώσεις χρέους. Όπως τονίζεται στη μελέτη μία αγορά διαχείρισης των NPLs θα εισφέρει σημαντικά κεφάλαια στις επιχειρήσεις και θα προωθήσει την ανάπτυξη, ενώ θα δημιουργήσει έναν ενάρετο κύκλο όπου η πρόοδος στην εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών και η αναδιάρθρωση υπερχρεωμένων δανειοληπτών θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη, θα βελτιώσει την κερδοφορία των τραπεζών και θα απελευθερώσει πόρους για νέα δάνεια που θα προωθήσουν την οικονομική ανάκαμψη.
Η μελέτη διαπιστώνει ότι το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι ένα πολύπλευρο πρόβλημα με παραμέτρους νομικές, δικαστικές, πολιτιστικές, καθώς και ρυθμιστικών εμποδίων (φορολογικά, διοικητικά κ.λπ.) που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Ακόμη και αν οι ελληνικές αρχές έχουν ήδη νομοθετήσει ή ξεκινήσει μια σειρά από νομικές και δικαστικές μεταρρυθμίσεις εντός του 2015 και 2016, εξακολουθούν να παραμένουν διαρθρωτικά προβλήματα που χρήζουν ρύθμισης, επισημαίνει η μελέτη.
Οι πιο σημαντικές αφορούν:
– Την έλλειψη εξειδικευμένων και έμπειρων δικαστών για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
– Τις αδυναμίες του νομικού πλαισίου που έχει οδηγήσει σε μεγάλες καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα νέες και συσσωρευμένες παλαιές υποθέσεις οδηγούν σε σημαντικές καθυστερήσεις τη διαδικασία ακρόασης στο δικαστήριο. Παράλληλα, οι σύμβουλοι αφερεγγυότητας έχουν περιορισμένη εμπειρία σε αναδιαρθρώσεις χρέους. Η πρόβλεψη του ν. 4336/2015 για την αύξηση του αριθμού των δικαστών στα Ειρηνοδικεία είναι βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
– Το αδύναμο και μη ευέλικτο καθεστώς αφερεγγυότητας, το ελλιπές θεσμικό πλαίσιο και η αναποτελεσματική διαδικασία των πλειστηριασμών οδηγούν επίσης σε σημαντικές καθυστερήσεις ή καμία ενέργεια επιβολής.
Ο νόμος 3869/2010 (Κατσέλη)
Οι πρόσφατες τροποποιήσεις στο λεγόμενο νόμο Κατσέλη με το ν. 4346/2015, θέτουν τις βάσεις για αποτελεσματικότερη εφαρμογή του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Ωστόσο, παραμένουν εμπόδια που πρέπει να επανεξεταστούν προκειμένου ο νόμος να παρέχει δίχτυ προστασίας στους πραγματικά ευάλωτους δανειολήπτες, μειώνοντας τη δυνατότητα πρόσβασης σε στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Ειδικότερα, ο νόμος προβλέπει αυτόματη αναστολή όλων των δράσεων επιβολής από την τράπεζα από τη στιγμή υποβολής της αίτησης του δανειολήπτη για την ένταξή του σε αυτόν. Η αναστολή αυτή παραμένει σε ισχύ μέχρι την ακρόαση για επιβολή προσωρινών μέτρων, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμη και ένα χρόνο (και αυτό είναι το σύνηθες) μετά την αίτηση ένταξης του δανειολήπτη.
Οι δικαστικές εντολές παγώματος των ενεργειών σε βάρος του δανειολήπτη εκδίδονται “γενναιόδωρα”.
Οι εξαιρέσεις από τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνουν συχνά και στοιχεία πέραν της πρώτης κατοικίας. Υπό το ισχύον νομικό πλαίσιο, είναι δαπανηρό και χρονοβόρο να κηρυχθεί δανειολήπτης σε πτώχευση, δηλαδή σε θέση να μην μπορεί να εκπληρώσει τις οφειλές του, δεδομένου ότι απαιτείται νέα απόφαση από αρμόδιο δικαστήριο.
Ο νόμος προβλέπει ότι οι εμπράγματες εξασφαλίσεις των πιστωτών στην κύρια κατοικία του δανειολήπτη πάνω από μία αξία, μπορούν να παρακαμφθούν από τον δικαστή κατά το χρόνο ακρόασης της υπόθεσης, μειώνοντας έτσι την ευθύνη του χρέους του, χωρίς μάλιστα να προβλέπεται πλαφόν για τέτοιου είδους μειώσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, οι δικαστικές αρχές εξαιρούν από τη ρευστοποίηση περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη που δεν εμπίπτουν στη στενή προστασία του νόμου όπως π.χ. δευτερεύουσες κατοικίες ή πρώτες κατοικίες μεγάλης αξίας.
Ο νόμος 4307/2014
Ο νόμος που ψηφίστηκε στις 15/11/2014 εισήγαγε έκτακτα μέτρα προσωρινής ανακούφισης για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες από χρέη σε τράπεζες, Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία και εισήγαγε τη διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού που όμως δεν έχει υλοποιηθεί. Για να λειτουργήσει μία τέτοια διαδικασία απαιτούνται κίνητρα, μεταξύ άλλων φορολογικά, μία συνολική αντιμετώπιση του διακανονισμού χρέους προς τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα και μία εξορθολογισμένη διαδικασία διαπραγματεύσεων υπό την ηγεσία του πιστωτή που έχει καλύτερη γνώση του οφειλέτη. Σε περίπτωση δικαστικής εμπλοκής, αυτή πρέπει να παραμείνει στον ελάχιστο δυνατό βαθμό και μόνο στην περίπτωση κατάφωρης παραβίασης των νομικών απαιτήσεων.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, το ΤΧΣ είναι εις γνώσιν της νομοθεσίας που προτείνει το Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών και Τουρισμού σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους μμε και ελευθέρων επαγγελματιών. Η προτεινόμενη διαδικασία έχει πολλές ομοιότητες με την προ αφερεγγυότητας ταχεία διαδικασία του ν. 4307/2014 (ο οποίος έχει παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη διαδικασία του άρθρου 106Β του Πτωχευτικού Κώδικα) και φιλοδοξεί να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις πιστωτών – υπερχρεωμένων μμε και ελευθέρων επαγγελματιών με την παρέμβαση ενός πιστοποιημένου διαμεσολαβητή, την τυποποίηση των αποτιμήσεων και των κριτηρίων βιωσιμότητας, καθώς και την επικύρωση σχεδίου αναδιάρθρωσης από ειδική πλειοψηφία των πιστωτών κατά την ακροαματική διαδικασία στο δικαστήριο.
Η πρόταση προς το παρόν έχει τη μορφή σχεδίου και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί κατά πόσον θα είναι αποτελεσματική η διαμεσολαβητική διαδικασία.
Τις βάσεις για καλύτερη προστασία των δικαιωμάτων των πιστωτών έχει θέσει ο τροποποιημένος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Ωστόσο και εδώ παραμένουν εμπόδια όπως:
α) ακόμα επιτρέπει με την κατάθεση αίτηση του δανειολήπτη να καταργείται οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια σε βάρος περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη, εγείροντας έτσι ζητήματα με τους εκτελεστούς τίτλους,
β) στερείται κινήτρων για την εξωδικαστική διευθέτηση χρεών και απαιτείται ομογενοποίηση διαδικασιών και μείωση του κόστους στις δικαστικές διαδικασίες κατά των δανειοληπτών,
γ) είναι αμφίβολο εάν μέσω των διαδικασιών του ΚΠολΔ και δεδομένου του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και του οικονομικού κλίματος, οι ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων στο άμεσο μέλλον θα έχουν αποδόσεις για τους πιστωτές.
Πτωχευτικός Κώδικας
Έχουν γίνει θετικά βήματα την προπτωχευτική διαδικασία που την καθιστούν πιο αποτελεσματική, ωστόσο υπάρχει περιθώριο βελτίωσης.
Συγκεκριμένα:
Οι πιστωτές δεν μπορούν να ελέγξουν αν το ακίνητο που δηλώνει ως μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο ο δανειολήπτης που αιτείται την υπαγωγή του στο νόμο 3869/2010 ή βάσει του Πτωχευτικού Κώδικα, είναι όντως το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο. Αυτό είναι ένα σημαντικό εμπόδιο που ενθαρρύνει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Αν και έχουν γίνει προσπάθειες κλεισίματος εκκρεμών υποθέσεων, οι διαδικασίες πρέπει να βελτιωθούν περαιτέρω ώστε να εξασφαλίζεται το κλείσιμο των υποθέσεων χρέους εντός της τριετίας που συνιστά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η διαδικασία ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων μπορεί να διαρκέσει μέχρι 10 χρόνια ή και περισσότερο, με σειρά αρνητικών συνεπειών όπως η απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, η χαμηλή ανάκτηση από τους πιστωτές και η υπερβολική επιβάρυνση για το δικαστικό σύστημα.
Θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν και να ολοκληρωθούν οι βασικές αρχές και στόχοι του ν. 3869/2010 και του Πτωχευτικού Κώδικα σχετικά με τις αναδιαρθρώσεις χρεών και της διαδικασίες ρευστοποίησης απαιτήσεων.

Άλλα νομικά εμπόδια
Όταν η συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο μιας υπερχρεωμένης επιχείρησης (στην περίπτωση μη επικυρωμένης αναδιάρθρωσης) είναι το αποτέλεσμα μετοχοποίησης χρέους (debt to equity swap), τότε η υποχρέωση του τρίτου μέρους να προβεί σε δημόσια προσφορά δεν θα πρέπει να ισχύει.
Η μετατροπή χρέους σε μετοχικό κεφάλαιο θα πρέπει να επιβάλλεται στις μη συνεργάσιμες διοικήσεις των επιχειρήσεων που μπλοκάρουν τις αναδιαρθρώσεις και το δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, να κρίνει καταχρηστική την αρνητική ψήφο των διοικήσεων στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Το δικαστήριο νομιμοποιείται από το άρθρο 106γ του Πτωχευτικού Κώδικα να ορίσει ειδικό αντιπρόσωπο του μη συνεργάσιμου μετόχου ώστε να ψηφίσει αντ΄ αυτού το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Παρά το ότι η πρόβλεψη του νόμου είναι σύμφωνη με ανάλογες προσπάθειες στην Ευρώπη για τη διευκόλυνση της μετοχοποίησης χρέους υπό αναδιάρθρωση εταιριών, εντούτοις δεν υπάρχει αντίστοιχη ρητή θεσμοθέτησή της και η εφαρμογή της αποδεικνύεται “δυσκίνητη” στην πράξη.
Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την προστασία των οφειλετών (3869/2010, 3758/2007, 2251/1994, 4307/2014 και ο Κώδικας Δεοντολογίας) ώστε να ευθυγραμμιστεί και να ενισχύσει το κανονιστικό πλαίσιο και τη νομική συνοχή, τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης και τον περιορισμό των ευκαιριών για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.

Μεταβίβαση και διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων
Ο νόμος 4354 που ψηφίστηκε στα τέλη Νοεμβρίου 2015 προβλέπει το είδος των εταιριών και τις προδιαγραφές που πρέπει να έχουν ώστε να μπορούν να αποκτήσουν χαρτοφυλάκια δανείων από τράπεζες, τη φορολογική μεταβίβαση των εν λόγω μεταβιβάσεων, καθώς και τις προϋποθέσεις της μεταβίβασης. Ωστόσο, σχετικά με τη μεταβίβαση και εκχώρηση δανείων, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα εμπόδια:
Α) Βάσει του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων, τα προς μεταβίβαση χαρτοφυλάκια περιλαμβάνουν τόσο μη εξυπηρετούμενα, όσο και εξυπηρετούμενα δάνεια. Ωστόσο, ο νόμος 3758/2009 (περί εταιρικών γνωστοποιήσεων) περιλαμβάνει διάταξη που απαγορεύει γενικά την εκχώρηση ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εισπρακτικές εταιρίες ή τρίτους. Η ενεργοποίηση του πρόσφατου νόμου για τα NPLs επιτρέπει τέτοιος μεταφορές στο βαθμό που είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του. Με βάση τους ανωτέρω νόμους συνδυαστικά, φαίνεται ότι η μεταβίβαση “δεξαμενών” δανείων, συμπεριλαμβανομένων των μη εξυπηρετούμενων, μπορεί να γίνει μόνο σύμφωνα με το νόμο για τα NPLs και όχι με βάση το νόμο περί τιτλοποιήσεων. Οι δύο νόμοι πρέπει να ευθυγραμμιστούν προς την ίδια κατεύθυνση.
Β) Ο νόμος για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων προβλέπει απαγόρευση των συμβατικών απαγορεύσεων για τη μεταφορά δανειακών χαρτοφυλακίων, καθώς και για την καταχώρηση της μεταβίβασης σε δημόσιο βιβλίο. Σε αντίθεση με το νόμο περί τιτλοποίησης που θεωρεί μια τέτοια καταχώρηση ως ειδοποίηση προς τον οφειλέτη, ο νόμος για τα NPLs εξακολουθεί να απαιτεί ειδοποίηση του τελευταίου με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο.
Γ) Ο νόμος περί τιτλοποιήσεων απαλλάσσει τις μεταβιβάσεις από όλους τους φόρους, ενώ με το νόμο για τα NPLs οι μεταβιβάσεις υπόκεινται σε ΦΠΑ. Θα πρέπει να εξεταστεί η εξαίρεση των μεταβιβάσεων από ΦΠΑ, όπως και κάθε άλλου φόρου όπως χαρτοσήμου.
Δ) Ο νόμος περί τιτλοποίησης προβλέπει ότι ο εκδοχέας των απαιτήσεων απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων εξαναγκασμού έναντι του δανειολήπτη που έχει ο μεταβιβάζων. Η διάταξη αυτή δεν επαναλαμβάνεται στο νόμο για τη διαχείριση των NPLs.
Θέματα του νόμου που αφορούν στη διαχείριση δανείων
Α) Σε αντίθεση με το νόμο περί τιτλοποιήσεων, δεν υπάρχει άμεση εξαίρεση από τους κανόνες περί ιδιωτικών δεδομένων για τη μεταφορά δανεικών φακέλων. Καθώς δεν προβλέπεται παράκαμψη της υποχρέωσης του απορρήτου μεταξύ μεταβιβάζοντος την απαίτηση και διαχειριστή, μπορεί να θεωρηθεί ότι απαιτείται από τον μεταβιβάζοντα να διατηρήσει τον έλεγχο των μεταφερόμενων αρχείων ως προς τις εμπιστευτικές πληροφορίες των πελατών.
Β) Ο νόμος για τα NPLs απαιτεί από τον διαχειριστή να εισπράξει για λογαριασμό του εκδοχέα την εισφορά του ν. 128/75. Στην πράξη, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν υπόκεινται στην είσπραξη της εν λόγω εισφοράς για μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Η εξαίρεση αυτή δεν προβλέπεται ρητά στο νόμο για τους εκδοχείς των απαιτήσεων και καθώς η εισφορά του νόμου 128 δεν προβλέπεται ότι θα πληρωθεί από τον δανειολήπτη, θα πρέπει να υπάρξει η σχετική εξαίρεση για τον εκδοχέα ώστε να μην υπάρχει φορολογική επιβάρυνση.
Γ) Οι εκδοχείς απαιτήσεων (εταιρίες διαχείρισης) ορίζεται ότι γίνονται πλέον πάροχοι του δανειολήπτη και θα πρέπει να εφαρμόζουν, ως εκ τούτου, τους νόμους περί προστασίας των καταναλωτών και τον Κώδικα Δεοντολογίας, καθώς και να λαμβάνουν μέριμνα για κοινωνικά ευαίσθητες ομάδες. Κάτι τέτοιο όμως, σε περίπτωση διαφωνίας διαχειριστή με τον οφειλέτη δανειολήπτη, μπορεί να μεταφέρει στον πρώτο το βάρος της απόδειξης, προς όφελος του δανειολήπτη. Σύγχυση μπορεί να υπάρξει επίσης με το πεδίο και την έκταση της υποχρέωσης των διαχειριστών έναντι των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να εξειδικευτούν και καθοριστούν σαφώς οι υποχρεώσεις του διαχειριστή.
Δ) Ο νόμος για τα NPLs εντάσσει τους διαχειριστές στις διατάξεις του νόμου περί Γνωστοποιήσεων του Εταιρικού Δικαίου. Πρόσφατη τροποποίηση του νόμου κάνει ειδική αναφορά στις διατάξεις 4,5, 6α, 6β, 8 και 10 από τις Γνωστοποιήσεις του Εταιρικού Δικαίου. Ωστόσο, αυτές οι διασταυρούμενες αναφορές μπορεί να δημιουργήσουν σύγχυση με όσα ισχύουν για τις γνωστοποιήσεις από τις εισπρακτικές εταιρίες, εμποδίζοντας δράσεις εξαναγκασμού του οφειλέτη για την είσπραξη της οφειλής.
Ε) Από φορολογικής σκοπιάς, πρέπει να εξεταστούν αναθεωρήσεων στο ελληνικό φορολογικό πλαίσιο που δημιουργούν περιβάλλον αβεβαιότητας. Η φορολογία της ιδιοκτησίας ακινήτων που βασίζεται σε αντικειμενικές αξίες που μπορεί να υπερβαίνουν τις τρέχουσες εμπορικές αξίες, μπορεί να αποθαρρύνει πιθανούς αγοραστές τόσο στο πλαίσιο εθελοντικής, όσο και εξαναγκαστικής πώλησης του ακινήτου.
Το ισχύον φορολογικό πλαίσιο μπορεί να έχει επιπτώσεις στις προβλέψεις των τραπεζών για τα δανεικά τους χαρτοφυλάκια, με επιπτώσεις στα κεφάλαιά τους, αποτρέποντας έτσι τη διαχείριση των NPLs. Τόσο οι διαγραφές, όσο και οι μεταβιβάσεις δανείων επιταχύνουν την αναγνώριση φορολογικών ζημιών από τις τράπεζες, με διπλή αρνητική επίδραση: α) αυξάνει τις υφιστάμενες ήδη φορολογικές ζημίες των τραπεζών. Αυτές μπορούν να μεταφερθούν, συμψηφιζόμενες με φορολογητέα εισοδήματα, μόνο μέχρι 5 έτη. Πράγμα που σημαίνει ότι αν μία τράπεζα προχωρήσει σε σημαντικές διαγραφές ή εκχωρήσεις δανείων βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, θα χάσει πιθανώς το φορολογικό όφελος για τις συσσωρευμένες προβλέψεις με βάση τα όσα προβλέπονται για τον αναβαλλόμενο φόρο, ενώ β) ακόμη και αν τα αναμενόμενα φορολογητέα εισοδήματα για τα επόμενα 5 χρόνια ήταν αρκετά για να απορροφήσουν τις φορολογικές ζημίες από τέτοιες διαγραφές και μεταβιβάσεις δανείων, η τράπεζα που θα προέβαινε σε αυτές θα αναγκαζόταν να αντικαταστήσει επιλέξιμες φορολογητέες απαιτήσεις (αναβαλλόμενος φόρος DTA) με μη επιλέξιμες και αυτό θα μείωνε τα εποπτικά της κεφάλαια.
Για να μετριαστεί η παραπάνω επίπτωση προτείνεται οι ζημίες που θα προέλθουν από διαγραφές και μεταβιβάσεις δανείων να αντιμετωπιστούν όπως οι ζημιές από το PSI και να μπορέσουν να αποσβεστούν από τις τράπεζες σε βάθος 30ετίας (αυτό μπορεί να γίνει με τροποποίηση του άρθρου 27 του ν. 4172/2013.
Διοικητικά εμπόδια
Εντοπίζεται αναποτελεσματική καταγραφή (αρχεία) της ακίνητης περιουσίας, η οποία συμβάλει στην καθυστέρηση της διαδικασίας των πλειστηριασμών, καθώς και αδιαφάνεια στην αγορά που καθιστά πολύ δύσκολη την αντικειμενική εκτίμηση της αξίας των ακινήτων.
Από την πλευρά των τραπεζών, η έλλειψη πλήρων και ενημερωμένων αρχείων για την πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών σε σχέση και με τις οφειλές τους στο Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, αυξάνει τον ηθικό κίνδυνο κατά την επιλογή πελατών για χορηγήσεις δανείων, εμποδίζοντας και τις συναλλαγές σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το