Άρθρα

Τα πάθη του έρωτα

Tου Παναγιώτη Σωτηρόπουλου,
Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ

«Δώσ’ μου το χέρι σου να το κοιμίσω.
Είναι παλτό ξεκούμπωτο η νύχτα
προβιά σφαγμένου ζώου που ανασαίνει ακόμα.
Κοιμήσου – η καρδιά μου ξαγρυπνά»
(Μιχάλη Γκανά, «Ο ύπνος του καπνιστή»)

Δεν είναι αδιανόητο για ένα πνεύμα ξεχωριστό, που συνδυάζει μαθηματικά, φυσική, ανακαλύψεις, φιλοσοφία, ηθική και θεολογία να γράψει δοκίμιο για τα πάθη του έρωτα; Αρκετοί μελετητές αναλώθηκαν στην αναζήτηση της ταυτότητας του συγγραφέα ενός χειρόγραφου, μέρους της συλλογής των βιβλίων, που παραχωρήθηκαν από τον Καρδινάλιο Louis Potier στο αββαείο Saint Germain des Gesvres. H προμετωπίδα «αποδίδεται στον Blaise Pascal», σε συνδυασμό με το περιεχόμενο, καθιστά γρίφο την αυθεντικοποίηση του συντάκτη του δοκιμίου που έφερε, τον εντυπωσιακό για τα δεδομένα της εποχής, τίτλο «Λόγος για τα πάθη του έρωτα».

Η υπόθεση της απόδοσης στον Γάλλο φιλόσοφο της πατρότητας του δοκιμιακού εγχειρήματος, βρίσκεται αντιμέτωπη με τον θρύλο, αλλά και τις αξιόπιστες πηγές για τη ζωή του. Πώς να δεχθεί κανείς πως ένα αφοσιωμένο πνεύμα του 17ου αιώνα θα μπορούσε να εκφράσει με τόση θέρμη τα πάθη του έρωτα; Όταν μάλιστα ένας λόγιος, όπως ο Chateaubriand, έγραφε γι’ αυτόν το 1802 εγκωμιαστικά, αποθεωτικά θα μπορούσαμε να πούμε.
«Ήταν ένας άνθρωπος που, στα δώδεκα χρόνια, με μπάρες και χαλκάδες, είχε δημιουργήσει τα μαθηματικά, σε ηλικία δεκαέξι ετών, είχε γράψει την πιο γνωστή πραγματεία για τις κωνικές τομές που έχουμε δει από την Αρχαιότητα, που σε ηλικία δεκαεννέα ετών, ανήγαγε σε μηχανή μια επιστήμη που βασίζεται εξ ολοκλήρου στην κατανόηση, που σε ηλικία είκοσι τριών ετών, έδειξε τα φαινόμενα της βαρύτητας του αέρα και κατέρριψε ένα από τα μεγάλα λάθη της αρχαίας φυσικής. Αυτός, που σε αυτήν την ηλικία, όταν άλλοι άρχιζαν να έρχονται στη ζωή, έχοντας ολοκληρώσει το ταξίδι του μέσα από τον κύκλο των ανθρωπιστικών επιστημών, είδε την ανυπαρξία τους και έστρεψε τη σκέψη του στον Θεό. Ο οποίος, από εκείνη τη στιγμή μέχρι τον θάνατό του, στα 39, εξακολουθούσε να είναι ανάπηρος και να υποφέρει, αλλά καθόρισε τη γλώσσα που ομιλούν οι Bossuet και Racine, έδωσε το μοντέλο του πιο τέλειου αστείου όπως και του ισχυρότερου συλλογισμού. Ο οποίος τελικά, στο σύντομο διάστημα των δεινών του, έλυσε με αφαίρεση ένα από τα υψηλότερα προβλήματα της γεωμετρίας, και κατέγραψε σκέψεις που αναφέρονται τόσο στον Θεό, όσο και στον άνθρωπο. Αυτή η τρομακτική ιδιοφυΐα ονομάζονταν Blaise Pascal».

Μπλεζ Πασκάλ

Τελικά όποιος κι αν ήταν ο συγγραφέας του δοκιμίου η ανάγνωσή του είναι απολαυστική:
«Ας μην αποκλείουμε τη λογική απ’ τον έρωτα – αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του. Είχαν άδικο οι ποιητές που περιέγραψαν τον έρωτα τυφλό. Η αλήθεια των παθών δεν μεταμφιέζεται τόσο εύκολα όσο οι σοβαρές αλήθειες. Ένας σιωπηλός έρωτας είναι άλλωστε πιο διαπεραστικός από τα όποια λόγια.»
Το πάθος για την επιστήμη μπορεί να συνυπάρχει με τα πάθη της ψυχής, μας υπενθυμίζει η ιστορική μαρτυρία της Madame Du Châtelet. Αυτή που ευτύχησε να έχει έναν διάσημο θαυμαστή, όπως ο Βολταίρος. Παρακινημένη από μια επιτακτική απαίτηση για κατανόηση του κόσμου και για να είναι χρήσιμη στους συγχρόνους της, παρακολούθησε, σπάνιο για τα ήθη της εποχής της, μαθήματα Μαθηματικών, Φυσικής και Φιλοσοφίας από τα πιο φωτισμένα μυαλά. Ήταν οπαδός του Νεύτωνα και μετέφρασε τις «Μαθηματικές αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας».

Δεν άφησε η ίδια κάποια ανακάλυψη, αλλά εργάσθηκε ακατάπαυστα για να καταστήσει το επιστημονικό έργο που θεωρούσε σημαντικό προσιτό σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Γυναίκα που έζησε με φλογερό πάθος τον έρωτα, τη ζωή και τη μελέτη. Όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε ήταν «μια αληθινή γυναίκα μάρτυρας της εποχής της, ενεργή και περίεργη, μια αληθινή γυναίκα του Διαφωτισμού, η μόνη που ίσως ενσαρκώνει, στη Γαλλία, την καρδιά, το μάτι και το πνεύμα του αιώνα της». Κι είναι αποκαλυπτικό το πάθος του Βολταίρου γι’ αυτήν όταν της έγραφε πόσο συνεπαρμένος είναι από τα μαθηματικά, αλλά έβρισκε φτωχή τη συμβολική τους γλώσσα γιατί «1+1 δεν κάνει τον έρωτά μου για εσάς».

Με τραυματικές ερωτικές εμπειρίες, ο Γερμανός φιλόσοφος Arthur Schopenhauer γράφει στη «Μεταφυσική του έρωτα» πως ο έρωτας είναι μια αυταπάτη, αλλά ενώ προσπαθεί να απομυθοποιήσει το ερωτικό συναίσθημα βαθμιαία υποκλίνεται στην «εκθαμβωτική χίμαιρά» του που περιγράφει με λεπτομέρειες. Κι αν εντέλει καταλογίζει στο γυναικείο φύλο όσα δεινά συμβαίνουν στην ανθρωπότητα, δεν είναι παρά η εκδίκηση του θύματος και του ανθρώπου που δεν γνώρισε ποτέ την ερωτική παραζάλη που αναζητούσε.

Και τι να πεις για τον ερωτικό νοσταλγό Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη όταν αφηγείται, σε μια γλώσσα που φέρει τις επιστρώσεις αιώνων, την καταβύθιση, με βαθύ αισθησιασμό και ερωτισμό, στα πάθη του έρωτα; Αρκεί η αδρομερής περιγραφή του αείμνηστου Κωστή Παπαγιώργη που περιγράφει την αντίφαση ανάμεσα στη Λογική και το πάθος:
«Ο Παπαδιαμάντης -ο πιο σοβαρός άνδρας που έζησε σε αυτό τον τόπο- παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα του κομπλεξικού (ντροπαλός, δειλός μέχρι παρεξηγήσεως, άγευστος γυναικών, πένης και με εμφάνιση ζητιάνου – ούτε στην εφημερίδα που εργαζόταν δεν είχε το θάρρος να εισέλθει). Πώς να τον συγκρίνουμε με τα φοβερά ξεφτέρια της εποχής; Εντούτοις αυτός ο σκιαγμένος νησιώτης βρήκε μέσα του λίθους για να χτίσει κάποιο θεμέλιο για το ανερμάτιστο νεοελληνικό αίσθημα».

Ζώον λογικό ο άνθρωπος μας υπενθυμίζει ο Αριστοτέλης, γεννήθηκε για να σκέφτεται. Μια ζωή όμως παραδομένη στη λογική, χωρίς αισθήματα, που θα τον έκαναν ευτυχισμένο μπορεί να τον κουράσει και να τον συνθλίψει. Χρειάζεται διέγερση και δράση, με τα κύματα του πάθους να πλημμυρίζουν την καρδιά του. Η λέξη πάθος, πολύσημη στη χρήση της, «να υποφέρεις», «να δοκιμάζεσαι», «να υπομένεις» υποδηλώνει μια κατάσταση πόνου και εξάρτησης, παθητικής αναμονής. Παραπέμπει εξίσου στα πάθη του Χριστού και στον ανέφικτο έρωτα. Το πάθος έχει επίσης θεωρηθεί από διάφορους συγγραφείς ως «ασθένεια της ψυχής», που χρήζει θεραπείας. Η ψυχολογία κι η ψυχανάλυση, ορίζουν το πάθος ως μια συναισθηματική κατάσταση που εκδηλώνεται με μια συνεχή επιδείνωση, στην αποκλειστική και διαρκή προσκόλληση σε ένα αντικείμενο, σε τέτοιο βαθμό που κυριαρχεί στην προσωπικότητα του ατόμου και καθορίζει τη συμπεριφορά του.

Τα πάθη αντιπροσωπεύουν μια δύναμη υπερβολής και ανομίας σε μια κοινωνία που παράγει ενοχλητικά, συγκεχυμένα παράδοξα. Στην ιστορία των ιδεών είναι συχνές οι ρήξεις που οδήγησαν στην καταδίκη του πάθους ως αμαρτίας και στον ρομαντικό ενθουσιασμό που διαβλέπει στο πάθος την αλήθεια της ύπαρξης. Γιατί, εντέλει, όπως αναρωτήθηκε ο φιλόσοφος Michel Meyer, το πάθος βασανίζει τους ανθρώπους επειδή τους τυφλώνει, ή, αντιθέτως, μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ποιοι και τι πραγματικά είμαστε; Η παθολογία του πάθους μπορεί να είναι σε ορισμένες περιπτώσεις και μια κατάσταση νηφάλιας μέθης. Κάτι σαν τον «μανικό έρωτα» που εκφράζει ο Κωστής Μοσκώφ, ως μια ζώσα εμπειρία πέρα από τα όρια της λογικής.

«Βασικός πλούτος είναι ο μανικός Έρωτας, η πυρπόλησή μας για τον Άλλο, ενσαρκωμένο στο κάθε Εσύ που αγαπάμε, προοίμιο αναγκαίο για την πυρπόλησή μας για την ανθρωπότητα ολόκληρη – το Όλο Σώμα μας…» ό.π.
Κι ίσως στο επιμύθιο της περιπλάνησης μέσα από τα πάθη να ξεπηδάει η φλόγα της επιθυμίας στο «Επέστρεφε συχνά και παίρνε με» του Αλεξανδρινού ποιητή.

«Η έσχατη αλλοτρίωση είναι να μην πυρπολείσαι από τον Έρωτα για τον Άλλο και για τον Όλο Άλλο, το συλλογικό σώμα μας να μη μανικά αγαπήσεις, αλλά να διασώσεις την ελευθερία και την αυτονομία της μοναξιάς σου μέσα σε μια νηφάλια, κατασιγασμένη, δίχως εντάσεις, ζωή…». Κωστής Μοσκώφ: «Για τον Έρωτα και την Επανάσταση».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το