Θ Plus

Τα μικρονήσια της Σκιάθου

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Πότε θα κάνομε πανιά να κάτσω στο τιμόνι να δω τα πέρα τα βουνά να μου διαβούν οι πόνοι»;
Το παλιό αυτό θαλασσινό τραγουδάκι που τραγουδάει η Λιαλιώ τραβώντας από το λιμάνι της Σκιάθου για το απέναντι νησί, το αναφέρει λίγο τροποποιημένο ο Μιχάλης Περάνθης στη μυθιστορηματική βιογραφία του Παπαδιαμάντη Ο ΚΟΣΜΟΚΑΛΟΓΕΡΟΣ.
*
Δεύτερη μέρα του Μαγιού σήμερα κι εμείς κάτσαμε στο τιμόνι μιας βάρκας, δίχως πανιά βέβαια, αλλά κάτω από μια γαλάζια τέντα και ξεκορμίσαμε από το παλιό λιμάνι της Σκιάθου, όχι να δούμε «τα πέρα τα βουνά», αλλά να περιπλεύσουμε τις ακτές και τα γυρονήσια της.
Και ασφαλώς για να «διαβούν οι πόνοι»…
Και διάβηκαν με την πρώτη αύρα που μας περιάδραξε.
Μην έχοντας στον ιστό της βάρκας γάμπιες, φλόκους ή παπαφίγκους, αλλά δυο μηχανές πολλών κυβικών πήραμε να οργώνουμε τα κύματα.
*
Βγήκαμε από τον όρμο διαπλέοντας την πρωινή ρέμβη της θάλασσας αφήνοντας πίσω μας το Δασκαλειό. Σαρώσαμε πρώτα την ακτογραμμή της Πούντας ώσπου να πιάσουμε τον κάβο με τα Αραπάκια – τους μικρούς διάσπαρτους ύφαλους του δίαυλου Πούντας – Μαραγκού.
Αναπλεύσαμε τη χερσόνησο της Πούντας και πήραμε βόρεια κατεύθυνση. Μπροστά μας ξεδιπλώθηκε μια αρμαθιά νησόπουλα που φράζανε τον δίαυλο της Σκοπέλου. Το στενό Σκιάθου – Σκοπέλου είν’ ένα ύπουλο μπογάζι που αναβράζει κατεβάζοντας θυμούς από το αγιορείτικο πέλαγο.
Δεν είναι πάντα έτσι, αλλά τις πλιότερες φορές έχει τα νεύρα του.
Περάσαμε στο Μαραγκό με το χαμηλό υψόμετρο (60 μέτρα) και την όμορφη γιαλιά στη δυτική, σχεδόν απάνεμη, μεριά του. Φλόμους πολλούς και θυμάρια είναι γιομάτη η πλαγιά του.
Ύστερα στρίψαμε κατά την ακτογραμμή της Πούντας κάτω από τα παλιά Λαζαρέτα που είχαν χτιστεί την εποχή της χολέρας, στο νησί. Σήμερα είναι πασπαλισμένο από βίλες φυτεμένες ανάμεσα στα πεύκα.

Τα Λαλάρια της Σκιάθου

Αναζητήσαμε τη σπηλιά της Μοσχούλας, τη σπηλιά του ερωτευμένου Αλέξανδρου, τη στριφτή εκείνη βραχότρυπα με την τρύπια οροφή και τον θεσπέσιο βυθό, όπου κολυμπούσε μισόγυμνη η ελκυστική κοπελούδα ως μια ρόδινη νέφωση του ονείρου.
Πλησιάσαμε τη σπηλιά. Και βρεθήκαμε κάτω από μια στεφάνη άγριων βράχων που σκέπαζε το μικρό σπηλιαράκι προστατεύοντάς το.
Ώ, τι θαύμα ήταν αυτό. Δεν είχε άδικο ο μάστορας της γλώσσας να το παινεύει, με τόσα μαγικά φίλτρα ντυμένο…
Ύστερα ξανοιχτήκαμε για τα καλά στο πέλαγο. Διαπλεύσαμε κι άλλο ένα στενό, αυτό της Ασπρονήσου.
Η Ασπρόνησος, μια ογκώδης και αθέατη από τη Σκιάθο βραχονησίδα, στέκει κυματοθραύστης, καθώς δέχεται όλο τον όγκο των κυμάτων που σπάνε απάνω του και ξεθυμαίνει το πέλαγο.
«Θα κρυφτούμε στο Ασπρονήσι», λέει η Λιαλιώ του κωπηλάτη που δεν είναι άλλος από τον νεαρό Αλέξανδρο, καθώς διαπλέουν το στενό, ενώ ξοπίσω τους φάνηκαν εκείνοι που έβαλε ο μπαρμπα-Μοναχάκης να τους βρουν.
Μετά το Ασπρονήσι τραβήξαμε κι άλλο βόρεια, καταπάνω στο μαΐστρο.
Πριν κάμψουμε το Κατεργάκι, το ακρωτήρι πάνω ακριβώς από τον αεροδιάδρομο του νησιού, πρόβαλαν κάτι σιδερωμένα σκοπελάκια, ίδια βραχόφυτα, ολόμαυρα, που τα λένε Σιδερίδες.
Απέναντι σχεδόν από τις Σιδερίδες μαύρισε το μάτι μας από τον σκαμμένο λάκο, που κατ’ ευφημισμό τον αποκαλούν Βιολογικό Καθαρισμό.
Ύστερα αλλάξαμε πορεία που έγινε βορειοδυτική.
Ένας παράξενος λόφος ξεμύτισε ευθεία μπροστά μας που δεν ήταν άλλος από τον αρχαίο οικισμό του νησιού, που τον λέγανε Παλαίσκιαθο και έπιανε σημείο νευραλγικό στον χάρτη της βορειοανατολικής πλευράς, ελέγχοντας έτσι σημαντικό πεδίο διάπλευσης των πειρατών της εποχής εκείνης.
Πλεύσαμε παράλληλα με τον Ξάνεμο πάνω από το αεροδρόμιο ωσότου βγούμε στο άλλο μεγάλο ακρωτήρι της βόρειας μεριάς του νησιού, τον Κεφάλα, που πίσω του ξανοιγότανε ο Μέγας Γιαλός.

Η ανατολική παραλία του Τσουγκριά

Παραπλέοντας την ακτογραμμή του Μεγάλου Γιαλού διακρίναμε μόλις τη βραχονησίδα Κτσαφ κι αμέσως μετά το Ρέμα του Λεχουνιού (ακτή Νικοτσάρα).
Εδώ έσβησε μια μεγάλη μορφή των προεπαναστατικών χρόνων, ο Θεσσαλός Νικοτσάρας που ήρθε μ’ ένα καΐκι, βαριά πληγωμένος, για ν’ αφήσει εδώ την τελευταία πνοή.
Τα βράχια πέφτουν χυμώδη κι αφηνιασμένα από την άκρη του Στοιβωτού, μιας άγριας κι απρόσιτης βραχοπλαγιάς, ενώ φαίνεται ανεξήγητο πως στην αιχμή της αριστερής βραχοτομής κατάφερε να φτάσει ένας θαρραλέος ψαράς που έριχνε το πεζόβολό του πάνω ακριβώς από τη μύτη του απρόσβατου βράχου στην αγριεμένη θάλασσα.
Τον προσπεράσαμε και μπήκαμε στο στόμιο του Λεχουνιού. Κάποιος μοναχικός κολυμβητής είχε τολμήσει νάρθει ώς εδώ διασχίζοντας το ρέμα.
Κάμαμε ανάπλευση και βγήκαμε από το στόμιο.
Πήραμε τώρα την επικίνδυνη ρότα πορείας για τα δυτικά, δεχόμενοι όλο τον όγκο των κυμάτων από βορρά, με αποτέλεσμα να πλανάρουμε συχνά πυκνά.
Κράτησε κάμποσο αυτό ώς να προσεγγίσουμε τη βραχώδη ορθοπλαγιά του Στοιβωτού, με τα εξπρεσσιονιστικά βράχια.
Το συνηθισμένο είναι ν’ αποφεύγονται τούτες οι προσεγγίσεις, γιατί ενεδρεύει ο κίνδυνος να τσακιστεί το όποιο σκάφος στα μανιασμένα βράχια της ακτής, αλλά έλα που εδώ κρύβονται οι δυο εξαιρετικά σπάνιες κι εντυπωσιακές σπηλιές του βόρειου νησιού, η Γαλάζια και η Σκοτεινή Σπηλιά, φημισμένες και επικίνδυνες θαλασσοσπηλιές, που αναφέρονται σε πλήθος διηγήσεις του Παπαδιαμάντη.
Ειδικά στη «Φόνισσα», τη διαδρομή της οποίας έχει χαρτογραφήσει με εκπληκτική πιστότητα η πένα του Αλέξανδρου, αποδείχνει ότι το κύρος της τοπογραφικής του γνώσης επιβραβεύεται τόσο από την έρευνα της στεριανής εξακρίβωσης, όσο και από τούτη δω τη θαλασσινή προβολή των τοπίων που βάδισε η Φραγκογιαννού, ώστε να καθιστούν το έργο του Παπαδιαμάντη αληθινό τεκμηρίωμα της Σκιαθίτικης γεωγνωσίας.
Κάθε άλλη περιγραφή του τοπίου περιττεύει. Είναι κοντολογίς δυο θαλασσινά άντρα που δέρνονται αλύπητα απ’ τους μαΐστρους και τις τραμουντάνες.
Δεν μπορέσαμε να πλησιάσουμε αρκετά τις δυο κοντινές σπηλιές με τα βραχώδη τους στριφώματα.
Πήραμε να πλησιάζουμε την Τρύπια Πέτρα, οριακό σημείο εισαγωγής στη λάτρα των Λαλαριών.

Στη νησίδα Ρέπι ή Τρυπητή

Η περιγραφή του τοπίου που έχει επιβραβευθεί με την παγκόσμια προβολή της Τρύπιας Πέτρας του Στοιβωτού, στην αρχή του υπέροχου βοτσαλωτού γιαλού, δεν έχει το ανάδελφό της.
Γιαλώσαμε με προσοχή αφού το αντιμάμαλο και το βουβό κύμα μας αντιμετώπιζε τόσο ύπουλα όσο κι εχθρικά, σε σημείο που να μην μπορούμε να σταθεροποιήσουμε τη βάρκα μας, μόλο που αγκυρώσαμε δένοντάς τη από βραχάκι της ακτής.
Μας καπάκωσε το νερό κι ανταριαστήκαμε. Ίσα που βραχήκαμε για να βγούμε και να ξαναμπούμε βιαστικά εγκαταλείποντας τη μοναχική βοτσαλιά στην απόλυτη ερημιά.
Οι σάρες από το βουνό του Κουρούπη, οι αστραφτεροί καθρέφτες των βράχων και τα κρεμαστάρια μερικών ξεθαρρεμένων πεύκων που επιβιώνουν στην επιφάνεια της ορθοπλαγιάς συμπληρώνουν τη φοβερή εικόνα τοπίου.
Σηκώσαμε την άγκυρα ισάροντας το βλέμμα κατά τους τρίδυμους βράχους του Κάστρου δίχως να τους πλησιάσουμε. Πήραμε να αναπλέουμε τα γυρωνήσια – δορυφόρους της Σκιάθου.
Η πλώρη μας τώρα έβλεπε τον Άρκο και το Ρέπι. Περάσαμε πλάι από τα Πάνω Αραπάκια (Άνω Μυρμηκονήσια), δυο λευκόβραχους σκοπελίτες και γυροφέραμε την Άρκο, ένα δασωμένο μακρυνάρι ακατοίκητου νησιού που έχει δυο αμμώδεις παραλίες στο δυτικό του σκέλος.
Ελάχιστα ανατολικότερα βρίσκεται η βραχονησίδα με το όνομα Ρέπι ή Τρυπητή.
Στο Ρέπι θα πλησιάσουμε αρκετά και θα ποδίσουμε, καθώς ο άνεμος θα εκλείψει στο σκέλος αυτό και θα είναι από τη νότια πλευρά του το νησί υπήνεμο. Θα βγούμε κολυμπώντας για να δέσουμε τη ρεμέτζα από βραχάκι, αφού αγκυρώσουμε εύκολα και στη συνέχεια θ’ ανηφορίσουμε από πρόχειρο σκαλωτό στρατί για τον Φάρο.
Το δυτικό μέρος του νησιού είναι πιο πράσινο με ποώδη βλάστηση, ενώ το ανατολικό γυμνώνει από δέντρα και θάμνους, καθώς κυριαρχεί η λευκόγεια πέτρα.
Στο νησί εγκαταβιούν κάμποσα ελεύθερα αγριοκάτσικα ενώ παρεπιδημεί κι ολόκληρη παροικία Αιγαιόγλαρων.
Σε εποχή μάλιστα ωοτοκίας των θηλυκών, ο βαθμός επικινδυνότητας μιας διάσχισης της στεριάς του, είναι πολύ μεγάλος. Σμήνη από δαύτα μας βλέπουν από ψηλά τσιρίζοντας και μάλιστα ενοχλητικά κι έπειτα χαμηλώνουν με καταιγισμούς ίσαμε πάνω από τα κεφάλια μας, έτοιμοι να μας ραμφίσουν.
Τα μαζεύουμε και γυρνάμε στο πλωτό μας καταφύγιο.
Τα αγριοκάτσικα ροβολάνε στην πετρώδη κορφοράχη του νησιού ενώ οι Αιγαιόγλαροι πετάνε ψηλά κι είναι σα να μας ευγνωμονούν που αφήσαμε τα νεογνά τους άθικτα και βιώσιμα στις μονιές τους.
Τα βράχια ολόγυρα από το Ρέπι σχηματίζουν ένα κοκτέιλ αφηρημένης γλυπτικής, ενώ αποχωρώντας παρατηρούμε, λοξά από το ακρωτήρι Χόνδρος, μια συστάδα γλυπτικών τεχνουργημάτων που μας καθηλώνει κάμποση ώρα για την αποθησαύρισή τους.
Έπειτα βάζουμε ταχεία την πλώρη για την ανατολική ακτή της Τσουγκριάς.
Πάνω – κάτω τρία μίλια. Περνάμε ανοιχτά από το Μαραγκό και πλανάρουμε για τη στενή λωρίδα αμμουδερής λεκάνης που λέγεται Αήλιαστα.
Είναι μια στενή λωρίδα αμμουδερού γιαλού που σβήνει το ολοκάθετο ριχτάρι της πλαγιάς.
Ο βυθός είναι ομαλός κι έτσι γιαλώνουμε εύκολα σέρνοντας στην άμμο την καρίνα μας. Το κύμα γλείφει το πλωριό μας μέτωπο κι εμείς πηδάμε πάνω στη λεπτόκοκκη άμμο.
Ύστερα περπατάμε σε όλο το μήκος της αμμογιαλιάς.
Από πάνω μας ξυλοσειρμοί με τραχιά καμένα πεύκα που προσγειώθηκαν στην άμμο κι έγιναν φυσικά ξυλοτεχνήματα.
Η ακτή αυτή είναι απολύτως απρόσβατη, ενώ η μπροστινή (δυτική) πλευρά του, σφύζει από φωνές λουομένων.
Εδώ δεσπόζει ο άγριος κι αυθεντικός χαρακτήρας ενός ερημόνησου, κλεισμένου από όλες τις πάντες με ολοκάθετους κοφτήρες..
Πάνω ακριβώς από δω, στην ψηλή απρόσβατη ράχη, μέσα στο δάσος υπήρχε το Ασκηταριό του Νικόδημου, όπου ζούσε και ο Αγκόρτζας ο αιγοβοσκός, τους οποίους αναφέρει ο Παπαδιαμάντης στον «Βαρδιάνο» του.
Ερημίτες λοιπόν κι εμείς στον μοναχικό παράδεισο της ανατολικής Τσουγκριάς, θα ολοκληρώσουμε τον κύκλο της θαλασσινής μας περιπλάνησης με ένα ευλαβικό προσκύνημα στη χώρα του Βαρδιάνου…
*
Οι στάσεις στα νησιά που αναφέρουμε ήταν ολιγόλεπτες εκτός από τα Λαλάρια, το Ρέπι και την Τσουγκριά.

Η διαδρομή αυτή έγινε στις τρεις του Μάη, το 2023.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το