Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Πλατεία Εθνικής Αντίστασης

Της Βασιλείας Γιασιράνη Κυρίτση

Παλιά η πλατεία δεν είχε όνομα. Το πήρε πολύ αργότερα, το 1986, όταν πια όλα είχαν αλλάξει και το μικρασιατικό στοιχείο σχεδόν είχε εξαφανιστεί. Της έδωσαν αυτό το όνομα, ίσως γιατί εκεί, σε κείνον τον χώρο, μέσα στην ξύλινη παράγκα είχε οργανωθεί η αντίσταση των κατοίκων της Νέας Ιωνίας κατά των Γερμανών και το πρώτο παράνομο τυπογραφείο του ΕΛΑΣ που τύπωνε τις «νεκρόκασες», τις αφίσες με τα φέρετρα για τους Γερμανούς και τα σκορπούσαν τις νύχτες να υψώσουν το φρόνημα των Βολιωτών. Αργότερα εκεί ήταν τα γραφεία της ΕΠΟΝ.
Η πλατεία ήταν ένας μεγάλος χωμάτινος χώρος στη δεξιά πλευρά του Κραυσίδωνα, στο αριστερό μέρος όπως κατέβαινε ο μεγάλος δρόμος του Φαρδύ.
Στη γωνία εκείνη, στο σημείο του άλλοτε φαρμακείου Ψιμόπουλου, στον δρόμο Γεωργίου Αβέρωφ, ήταν η ταβέρνα του Δημητρού Αγγλογάλλου από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Γεώργιος είχε άλλο επίθετο, λεγόταν Βασιλακόπουλος. Ήταν οικονομικά και κοινωνικά ευκατάστατος, διπλωματικός υπάλληλος στο προξενείο της Αγγλίας στην Πόλη και η γυναίκα του Ελένη διπλωματική υπάλληλος στη γαλλική πρεσβεία. Εκπαιδευτικοί και οι δύο, με ρίζες της οικογένειας από το Πατριαρχείο, είχαν αρχικά ελληνικό εκπαιδευτήριο-οικοτροφείο και μετά εργάστηκαν στα προξενεία.

Χρήστος Αγγλογάλλου

Απόκτησαν τον Δημήτρη, τη Φωτεινή (Τιτίκα) και τον Γεράσιμο. Με τα γεγονότα του 1922 δεν πρόλαβαν να πάρουν τα χαρτιά τους και κάποια χρήματα να εξασφαλίσουν τη διαμονή τους για λίγο έστω καιρό. Στην Ελλάδα όταν ήλθαν, και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, την ώρα της καταγραφής ο υπάλληλος ρώτησε πώς ήταν το επίθετό τους, το οποίο έπρεπε να επιβεβαιώσουν και οι παρακείμενοι. Κανένας τους δεν ανέφερε με το όνομα Βασιλακόπουλος. Όλα τα άτομα που ρωτήθηκαν είπαν το όνομα Αγγλογάλλου, αφού έτσι τους αποκαλούσαν και αυτό το προσωνύμιο επικράτησε.
Στην Ελλάδα η οικογένεια σκορπίστηκε. Ο Γιώργος και η γυναίκα του Ελένη κατέληξαν στα προσφυγικά Χαριλάου Θεσ/νίκης και δίδασκαν ελληνικά στα προσφυγόπουλα. Εκεί πέθανε η Ελένη μετά από ενάμιση χρόνο και ο Γιώργος την ακολούθησε μετά από δύο χρόνια.
Ο Γεράσιμος χάθηκε, δεν τον βρήκαν ποτέ και ο Δημητρός ήλθε στον Βόλο, όπου γύρω στο 1930 άνοιξε το μαγαζί, το οποίο αρχικά ήταν μαγειρείο. «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ Η ΕΛΛΑΣ» έγραφε η ταμπέλα του μαγαζιού του.
Γνώρισε την Ελένη Αλμπάνη από το Αϊβαλί, το 1936 την παντρεύτηκε και απόκτησε 6 παιδιά. Τους Γιώργο, Κώστα, Μαρίκα, Γεράσιμο, Χρήστο και Φωτεινή (Τιτίκα). Υπήρχαν τρεις αφίσες δίπλα στην ταμπέλα, οι δύο είναι γνωστές: Στη μία, ένας μεθυσμένος, ήταν πεσμένος ανάσκελα στην ταβέρνα και από κάτω έγραφε: «Έπεσεν ηρωικώς εις τον τόπον της τιμής». Στην άλλη έδειχνε έναν μεθυσμένο στην ταβέρνα, με πολλά ποτήρια στη σειρά, επάνω στον μπάγκο, με τη λεζάντα: «Είπε ο γιατρός να μου τα αραιώσεις λίγο».
Μετά έγινε κέντρο διασκέδασης. Συχνά, ο Δημήτριος πήγαινε στην πατρίδα του, την Πόλη και έφερνε μουσικάντηδες. Όταν έβρισκε πολύ καλό συγκρότημα είχε τόσο κόσμο, που έκλεινε η κυκλοφορία στο Φαρδύ από τα τραπέζια!

Γεώργιος Αγγλογάλλου

Στο πεζοδρόμιο με τις μουριές είχε μεγάλο χώρο και μετά την κατοχή έβγαζε έξω τα σιδερένια τραπεζάκια του και πριν γίνει ο δρόμος με τα ρείθρα όλος ο χώρος ήταν δικός του χωρίς σύνορα.
Τις Κυριακές τα βράδια καλούσε τοπικούς οργανοπαίκτες, τον Αχιλλέα τον Ματζίρη, τον Θανάση τον Παπουτσή, τον Γιώργο τον Μαγνήσαλη, τον Γιώργο τον Κελεμπέκη (παρατσούκλι του ήταν).
Αργότερα έγινε μαγαζί με λαϊκή ορχήστρα και εκλεκτή κουζίνα που συγκέντρωνε πολύ κόσμο τα βράδια.
Το 1951 αρρώστησε από φυματίωση, πήγε στην Αθήνα και πέθανε στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου νοσηλευόταν το 1952.
Η Ελένη κράτησε το μαγαζί ως καφενείο και η ταμπέλα έγραφε «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΝ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ ΕΛ. Δ. ΑΓΓΛΟΓΑΛΛΟΥ».
Αυτή, ευγενική και καλομίλητη, κρατούσε το μαγαζί καθαρό και τους πελάτες ευχαριστημένους. Πάνω στις ψάθινες καρέκλες στο πάνω μέρος της πλάτης ήταν γραμμένα τα γράμματα ΕΔΑ, δηλαδή Ελένη Δημητρίου Αγγλογάλλου και στην αρχή κάποιοι το είχαν παρεξηγήσει ότι πολιτικά ήταν ενταγμένοι στην ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά), ίσως επειδή απέναντι ήταν τα γραφεία της ΕΠΟΝ. Η Ελένη το κράτησε ώς το 1957 και μετά εργάστηκε σε εργοστάσιο. Πέθανε πολύ αργότερα (1977).
Το 1963 ο Γεράσιμος μετανάστευσε στη Βραζιλία, ο Γιώργος μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, στη Φωτεινή, η οποία ήταν παντρεμένη με κάποιον Κανάκη Θεοδωρίδη, εκτελωνιστή και δεν είχε παιδιά. Τον έστειλε στην εμπορική σχολή Θεσσαλονίκης και παρέμεινε μαζί της μέχρι που πήγε στρατιώτης.
Μετά εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη υπάλληλος στο πολυκατάστημα του Λαμπρόπουλου. Το 1967 ήλθε στον Βόλο για προσωρινά και έμεινε για πάντα. Παντρεύτηκε την Πασχαλιά (Λίτσα) Αραμπατζή και απόκτησε τη Μαριλένα και τον Δημήτρη. Ο Κώστας εργαζόταν στα Σιλό, παντρεύτηκε τη Σταυρούλα και σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα αργότερα (1976).
Η Μαρίκα παντρεύτηκε τον Αντρέα Αργατζόπουλο και η Φωτεινή (Τιτίκα) τον Ανδρέα Κλιάφα από τον Τύρναβο.

Γεράσιμος Αγγλογάλλου

Το 1966 ο Χρήστος έφυγε στον Καναδά για ανεύρεση καλύτερης τύχης.
Έγινε επιχειρηματίας εστιάτορας, προόδευσε και παντρεύτηκε την Ευανθία Καραμπάτσου από την Καλαμάτα. Στον Βόλο δεν ήλθε, αλλά τη νιότη και την καρδιά του την άφησε στη Νέα Ιωνία, όταν έφυγε.
Στη ΒΔ πλευρά του χώρου υπήρχε μια κοινόχρηστη βρύση, από την οποία έπαιρνε νερό εκείνη η γειτονιά στο ποτάμι.
Ο δρόμος της οδού Αβέρωφ δεν υπήρχε. Όλος ο χώρος ήταν μπαξέδες των αδελφών Καραγιάννη. Το 1960 άλλαξαν και η Νέα Ιωνία πήρε άλλη μορφή. Κτίστηκε το θερινό σινεμά «Αργώ» και ένας χωμάτινος δρόμος με ένα μεγάλο ρυάκι των νερών που κατέβαιναν από τη Σινώπης μοίρασε το οικόπεδο.
Στη γωνία της Αβέρωφ ήταν το σπίτι του ανθυπασπιστή Κων/νου Κοίλια που υπηρετούσε στο Γ’ αστυνομικό τμήμα της Νέας Ιωνίας.
Δίπλα ή και στον ίδιο χώρο έμενε ο οδοντίατρος Δημοσθένους, μια ευγενική φυσιογνωμία, που είχε οδοντιατρείο στην περιοχή της Μεταμόρφωσης. Έλεγαν πως όλος αυτός ο χώρος ήταν οικόπεδο δικό του που καταπατήθηκε ή το χάρισε στον Δήμο.
Στην ανατολική πλευρά του υπήρχε μια παράγκα-ταβερνάκι ενός Εγγλεζονησιώτη. Πρόχειρα φτιαγμένη με σανίδες, είχε ένα παράθυρο και μια πόρτα στην πρόσοψη που έβλεπε στην πλατεία και μερικά τραπεζάκια, κάποιες φορές κολλημένα πάνω στα σανίδια του τοίχου και άλλες ξέμακρα. Εκεί σύχναζαν μόνο Εγγλεζονησιώτες…
Άραζαν στις ξύλινες καρέκλες με τις βράκες, τα μαύρα πουκάμισα, τα γιλέκα, τις μακριές μπότες, φορώντας σχεδόν πάντα τα ναυτικά καπέλα τους, πότε καλοντυμένοι με τα κυριακάτικα και το ρεμπούπλικο και πότε κατευθείαν από τη θάλασσα, με τα ρυτιδιασμένα, κουρασμένα πρόσωπα που είχαν το βλέμμα αστραφτερό και κει αποζητούσαν την ηρεμία της ψυχής τους. Ο καλύτερος μεζές τους ήταν ο τσίρος (ψάρι), η λακέρδα και τα ψημένα ψάρια που πολλές φορές έφερναν οι ίδιοι από τις βάρκες τους. Μαζί με τον Μιχάλη τον Αχειλά που έπαιζε το κανονάκι, ερχόταν και ο Διονύσης Μήτου, ο επονομαζόμενος «μπουγιουκλαρούμ», γιατί είχε μεγάλο μουστάκι, και έπαιζε λαγούτο. Τραγουδούσαν τον «Τζακιτζή», τον ληστή που υποστήριζε τους φτωχούς και τα έβαζε με τους πλούσιους, το «Εσκί Σεχίρ» που περιέγραφε τη μάχη των Ελλήνων με τους Τούρκους. Τραγουδούσαν χωρίς ωράριο ώς αργά και τελείωναν με το τραγούδι «Κάτω στα λεμονάδικα».

Καφενείο Δ. Αγγλογάλλου. Ο Κουζάκης παίρνει νερό

Κι όταν ερχόντουσταν στο κέφι σηκώνονταν να χορέψουν και να φέρουν μια γυροβολιά, με τη συνηθισμένη αντρική κίνηση και το βαρύ και ασήκωτο ύφος τους, λίγες νότες του καρσιλαμά ή απτάλικο.
Με το ζεϊμπέκικο εξέφραζαν τον καημό για την Πατρίδα, τον έρωτα, το ντέρτι τους…
Καμιά φορά διαφωνούσαν για την πολιτική κατάσταση ιδιαίτερα, αλλά σχεδόν αμέσως τα ξανάβρισκαν… Το κρασί δεν κρατούσε έχτρες. Αδελφωμένοι, απλόχερα έδιναν την αγάπη τους στην παρέα και έπιναν από το ίδιο ποτήρι. Αυτή όλη η εικόνα θύμιζε το ποίημα του Σωτήρη Σκίπη «ταβέρνα».
«Στην πρόχειρη ταβέρνα από σανίδια / που έστησ’ ένας Αρμένης, τα βραδάκια / οι πρόσφυγες μαζεύονται και πίνουν / για να κατέβουν κάτω τα φαρμάκια. / Κάθε παρέα, θαρρείς, κι ένα χωριό σου, / γίνεται τότε, ω Ανατολή μεθύστρα, / αχ, ποιος θεναν το σκούξει πάλι απόψε / γλυκά με τη φωνή του τη ραγίστρα; / Θάναι Σμυρνιός, θάναι Βουρλιώτης, Αϊβαλιώτης; / Θάναι Καλλιπολίτης ή Πολίτης; / Θάναι από το Αϊδίνι, από την Προύσσα, / ή θάναι ασήκης Μαυροθαλασσίτης; / Μα όποιος και νάναι-θάσαι εσύ, καημένε / αντίλαλε ακριβέ και αλαργινέ, της εξολοθρεμένης Μικρασίας, / όπου δεν θα σβυστείς ποτέ, ποτέ!
Σε κείνον τον χώρο κάτω από το μεγάλο πλατάνι στην όχθη του ποταμού που δεν είχε κρηπίδωμα, μαζεύονταν οι μανάβηδες με τα καροτσάκια τους και στάθμευαν να πουλήσουν ό,τι τους απέμεινε, ενώ οι γυρολόγοι αποζητούσαν λίγη δροσιά και ίσκιο.
Σε κείνον τον πλάτανο τα πρώτα χρόνια που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες είχαν στήσει τα λημέρια τους οι διαβόητοι ληστές Φώτης Γιαγκούλας και Δημήτριος Τζατζάς και κατέβαιναν στην περιοχή του Βόλου δρώντας πότε μαζί και πότε χωριστά ο καθένας.

Δημητρός-Ελένη Αγγλογάλλου

Πιο συγκεκριμένα, ο Φώτης Γιαγκούλας είχε το άντρο του στη γέφυρα του Κραυσίδωνα, στην αριστερή και δεξιά πλευρά, στα μεγάλα πλατάνια. Εκεί κρεμούσαν τα όπλα τους τα πρωτοπαλίκαρα και έστηναν ενέδρες σε περαστικούς ζωντανούς, αλλά και νεκρούς και στις δυο γέφυρες. Μόλις έβλεπαν στον χωμάτινο δρόμο της Αναπαύσεως κόσμο και άμαξες να περνούν τη μικρή γέφυρα, μόλις άκουγαν φωνές και κλάματα εμφανίζονταν με τα κουμπούρια τους μπροστά στη νεκροφόρα και τη σταματούσαν.
Πολλές ήταν οι φορές, που οι συγγενείς, βυθισμένοι στη θλίψη για την απώλεια των νεκρών, έβαζαν σε κατώτερη μοίρα τον φόβο τους για τους ληστές. Και αυτοί ανενόχλητοι «ξεγύμνωναν» τον νεκρό και όσους έμεναν δίπλα του ή δεν προλάβαιναν να κρυφτούν, χωρίς όμως να τους σκοτώνουν. Μόλις έφευγαν οι ληστές με τα λάφυρά τους, έντρομοι οι συγγενείς πήγαιναν να φέρουν ρούχα, να ντύσουν τον νεκρό και να τον κηδέψουν. Η γιαγιά Αμερσώ έλεγε πως τις ίδιες συνήθειες ακολούθησαν και οι λήσταρχοι Κων/νος Μπλαντέμης και Κατσέλης – πρωτοπαλίκαρα και διάδοχοι του Γιαγκούλα – με έδρα την περιοχή της Μαγνησίας. Ο λήσταρχος Δ. Τζατζάς με την εγκατάσταση των προσφύγων στη Νέα Ιωνία το 1924 άρχισε να εγκαταλείπει την περιοχή του Ξηροκάμπου – που είχε από το 1920 – και αραίωσε τις επισκέψεις του στον Βόλο. Ο χώρος αυτός στο ποτάμι είχε τη δική του μοναδική, καθαρά αληθινή, ιστορία που την είδαν οι πρώτοι πρόσφυγες, αλλά την έζησαν οι Βολιώτες.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μανώλη Παρασκευά, Χρήστου Αγγλογάλλου, Γιώργου Αγγλογάλλου, Βασίλη Μήτου, Γιάννη Κονταξή, Β. Γιασιράνη-Κυρίτση «Ιστορίες ζωής και θανάτου στο νεκροταφείο του Βόλου», τ. 1.

1960. Φωτούλα-Χρήστος Αγγλογάλλου
Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το