Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Κινηματογράφος Νίκη

Της Βασιλείας Γιασιράνη Κυρίτση

Ο κινηματογράφος ήταν φαινόμενο της εποχής, τάση των καιρών, που συντρόφεψε τις χαρές και τις λύπες των θεατών, και τους έδινε την ευκαιρία να ταξιδέψουν νοερά, στο πεδίο της κινηματογραφικής δράσης, να ταυτιστούν με τους ήρωες και να βιώσουν μαζί τους τις περιπέτειες της ζωής τους.
Κατεβαίνοντας τον δρόμο της Γ. Αβέρωφ αριστερά ήταν ο κινηματογράφος ΝΙΚΗ. Ένα τσιμεντένιο κτίσμα, διαφορετικό, μεγάλο που μαζί με το παρακάτω κινηματοθέατρο ΛΥΡΙΚΟ αποτελούσαν τα σημεία αναφοράς ψυχαγωγίας και διασκέδασης των κατοίκων της Νέας Ιωνίας.
Κτίστηκε στις αρχές του 1960, στους μπαξέδες των αδελφών Γεωργίου, Ελευθερίου και Δημητρίου Καραγιάννη, δίπλα σε ένα άλλο οικόπεδο δικό τους, το οποίο έγινε θερινό σινεμά «Η ΑΡΓΩ», με μεράκι και γούστο από τους ιδιοκτήτες του, σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής του, χωρίς σχεδόν κανένα αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.
Ήταν ιδιοκτησία τους, το καμάρι τους, αλλά την εκμετάλλευση την είχε ο Δημήτριος Σπηλιώτης, ο οποίος έδωσε στον κινηματογράφο το όνομα της κόρης του Νίκης, επηρεασμένος από την αγάπη του για τη ΝΙΚΗ και τη λαμπρή τότε πορεία της στο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα.
Ξεκίνησε να λειτουργεί το 1962 και τον Φεβρουάριο έγιναν τα εγκαίνια.
Η αίθουσα διέθετε 540 θέσεις, μεγάλο εξώστη, «υπερώο», «θεωρείο» το έλεγαν, πρωτοποριακό σύστημα κλιματισμού και το σημαντικότερο είχε καλή ακουστική. Από τη δεξιά πλευρά της πρόσοψης ήταν η μεγάλη είσοδος με τα τρία σκαλοπάτια που σε ανέβαζαν και σε οδηγούσαν στο ταμείο και από την αριστερή με τη μεγάλη ξύλινη πόρτα η έξοδος.
Πρώτος μηχανικός του κινηματογράφου ήταν ο Ερμόλαος Γεωργίου, ο οποίος είχε μια μηχανή γερμανική «Έρνεμαν» με σύστημα «ντόλμπυ», την οποία είχε αγοράσει ο Σπηλιώτης 270.000 δρχ.

Πόσες στιγμές αγωνιώδεις, πόσες ηρεμίας και υπερέντασης δεν έζησε μέσα σε κείνη την καμπίνα προβολής της ΝΙΚΗΣ. Μάλιστα έβαζε και ένα κασετόφωνο στα ηχεία για το χατίρι του μικρού τότε Νίκου Καραγιάννη που ήθελε τους διαλόγους των αγγλόφωνων ταινιών για να μαθαίνει την αγγλική γλώσσα.
Από τη χειμερινή κινηματογραφική του αίθουσα με τα αμφιθεατρικά ανοιγοκλεινόμενα κόκκινα καθίσματα και τη μεγάλη σκηνή, πέρασαν χιλιάδες κάτοικοι της Νέας Ιωνίας και του Βόλου, για να παρακολουθήσουν τις ταινίες που προβάλλονταν. Το εισιτήριο ήταν λίγο πιο φθηνό από του κινηματοθέατρου ΛΥΡΙΚΟΝ και στην πλατεία είχε 2 δραχμές, ενώ στον εξώστη 1,50 λεπτά. Στον εξώστη συνήθως πήγαιναν ερωτευμένοι, όσοι ήθελαν μοναξιά… και όσοι υπολόγιζαν και το πενηντάλεπτο, που δεν ήταν πάντα διαθέσιμο.
Ταξιθέτες από την αρχή της λειτουργίας ήταν ο Ευάγγελος Καρασμάνογλου και κάποιος Τριαντάφυλλος. Ήταν πάντα πρόσχαροι, ευγενικοί και με τον φακό που κρατούσαν, γιατί ήταν κατασκότεινα, οδηγούσαν τους θεατές στις θέσεις τους, όταν ήταν πρεμιέρα ενός έργου ή είχε θέατρο. Δούλευαν ώρες μέχρι το βράδυ στις 12 και το πρωί-πρωί στις 6 πήγαιναν να καθαρίσουν τον χώρο από τα σπόρια και λιόσπορα που έριχναν κάποιοι θεατές.
Η ΝΙΚΗ είχε κυλικείο (μπαρ), το οποίο στη διάρκεια του διαλείμματος διέθετε στους θεατές αναψυκτικά από το εργοστάσιο του Καλφόπουλου, ξηρούς καρπούς και διάφορα γλυκά από του Ξάνθη το μαγαζί.
Επίσης στη διάρκεια του διαλείμματος τα παιδιά από το κυλικείο γύριζαν με το κασελάκι τους γεμάτο με ξηρούς καρπούς, λεμονάδες, πορτοκαλάδες και πουλούσαν σε όσους παρέμεναν στα καθίσματα.

Ήταν τότε «Η χρυσή εποχή του σινεμά», που οδηγούσε κατά χιλιάδες στην αίθουσα, η οποία γινόταν και θερινή ανοίγοντας τα πλαϊνά παράθυρα και τις πόρτες. Κι όταν παιζόταν μεγάλο μέρος του έργου, τότε άφηναν την πιτσιρικάδα και όσους άλλους απέξω άκουγαν χωρίς να βλέπουν την υπόθεση, να μπει και να σταθεί στην άκρη των διαδρόμων.
Οι μαθητές της περιόδου εκείνης δεν επιτρέπονταν να μπουν ως ανήλικοι. Βέβαια μερικές φορές το κατόρθωναν δείχνοντας άλλη ταυτότητα και ξεπερνώντας τους φόβους τους να μην τους δει μάτι καθηγητού… Όσο για τις μαθήτριες, αυτές μπορούσαν πάντα με τη μαθητική ποδιά τους συνοδευόμενες από γονείς ή συγγενείς, και μόνο στην α’ προβολή του έργου.
Από το 1962 ώς το 1968 παίζονταν τα έργα με αυτή τη μηχανή και μετά τη μετέφεραν στον ΚΡΟΝΟ κάτω στην παραλία, λίγο πιο πέρα από το ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ. Ήταν οι καλύτερες εποχές. Ήταν τα χρυσά χρόνια της ΝΙΚΗΣ. Υπήρξε εποχή που το ταμείο έκοψε 4.000 εισιτήρια σε μια μέρα.
Υπήρχαν προβολές που «έσπαζαν» το ταμείο, από τις 10 το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα συνεχώς. Φήμες έλεγαν πως ένα από τα έργα αυτά ήταν η ταινία «Ο Μήτρος κι ο Μητρούσης στην Αθήνα» όπου πρωταγωνιστούσαν ο Θ. Βέγγος και ο Μανέλης, παλιός κωμικός. Επίσης άλλη ταινία που έκοψε πολλά εισιτήρια ήταν και ο «Ζορμπάς» και ένα άλλο με τον Κώστα Κακαβά.
Ο κόσμος πήγαινε με λαχτάρα να δει τους αγαπημένους του ηθοποιούς, παθιαζόταν με αυτούς, ζωντάνευε τα συναισθήματά τους, τόνωνε το ηθικό τους, σχηματίζοντας ουρές έξω από το ταμείο, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Ο κινηματογράφος ήταν είδος διασκέδασης, γιατί δεν υπήρχε η τηλεόραση, έπαιρνε την παρέα, τους φίλους του και πήγαινε να ξεφύγει. Πολλές φορές στις πρεμιέρες των έργων παρευρίσκονταν και οι ηθοποιοί, οπότε οι θεατές είχαν την τύχη να τους δουν από κοντά, να τους γνωρίσουν, να τους αγγίξουν, να τους υπογράψουν αυτόγραφα.
Συχνά οι θέσεις γέμιζαν και οι θεατές παρακολουθούσαν το έργο όρθιοι στους πλαϊνούς διαδρόμους, χωρίς να μιλούν, με απόλυτη ησυχία, που τη διέκοπτε μερικές φορές η διαμαρτυρία ηλικιωμένων καλοκάγαθων γυναικών που προσπαθούσαν να ενημερώσουν τον ήρωα που έψαχνε τη γυναίκα του ή την κοπέλα του.
Πριν αρχίσει η ταινία διαφήμιζε τις επόμενες προβολές με τη λέξη που έπιανε όλη τη σκηνή «ΠΡΟΣΕΧΩΣ» κι ύστερα έβαζε «ΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ» στιγμιότυπα και σχόλια από όλον τον κόσμο με τη χαρακτηριστική φωνή του ίδιου εκφωνητή. Όταν τελείωνε το έργο η οθόνη γέμιζε με τη μεγάλη λέξη ΤΕΛΟΣ και μια βαθιά ανάσα ακουγόταν από το ακροατήριο που είχε νιώσει την επιζητούμενη «κάθαρση».

Τα πρωινά της Κυριακής ήταν αφιερωμένα στα παιδιά, στους μικρούς που πήγαιναν να παρακολουθήσουν τα καινούργια επεισόδια του Μίκυ και του Μπαγκς Μπάνυ. Τρέχοντας έφευγαν από τη λειτουργία της Ευαγγελίστριας να βρεθούν στη ΝΙΚΗ, να βγάλουν εισιτήριο παιδικό που ήταν φθηνό και να νιώσουν ήρωες με τους ήρωές τους. Το βράδυ είχε έργο α’ προβολής κυρίως με τον Ξανθόπουλο, το παιδί του λαού, τη Μάρθα Βούρτση, τον «ζεν πρεμιέ» Κ. Κακαβά, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Βέγγο, τον Φωτόπουλο, τον Παπαγιανόπουλο, όλους αυτούς τους ηθοποιούς που με το ταλέντο τους πέρασαν στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και έμειναν αξέχαστοι. Στη μεγάλη αίθουσα έγιναν ομιλίες σημαντικών ανθρώπων του πνεύματος και της πολιτικής, ιδιαίτερα στην προεκλογική περίοδο.
Έπειτα ο κινηματογράφος πέρασε στα χέρια του Γεωργίου Αποστολόπουλου, ο οποίος ανέλαβε και την ΤΙΤΑΝΙΑ – την οποία μετονόμασε σε ΡΙΒΟΛΙ – και πρόβαλε ταινίες β’ προβολής.
Στις αρχές του 1980 έχασε τη φήμη και το καλό της όνομα αφού έπαιζε μόνο ταινίες πορνό για μια κατηγορία ανθρώπων. Η ιστορία της τελείωσε άδοξα, εγκαταλείφθηκε, ερειπώθηκε και αφέθηκε στα χέρια του χρόνου.

Οι κληρονόμοι για συναισθηματικούς λόγους δεν την έδωσαν για αντιπαροχή και πέρασε στα χέρια του τότε Δήμου Νέας Ιωνίας το 1999, αντί του ποσού των 90.300.000 δραχμών, καθώς και ο κινητός εξοπλισμός του κτιρίου αντί ποσού 4.700.000 δραχμών με χρήματα από το πρόγραμμα «Ε.Π.Τ.Α.». Εκφράστηκαν διάφορες απόψεις, με επικρατέστερη να γίνει Κέντρο Πολιτιστικών Εκδηλώσεων. Η προσπάθεια τελικά δεν καρποφόρησε και δεν αξιοποιήθηκε παρά τις προσπάθειες πρώην δημοτικών αρχών.
Σήμερα οι μεταγενέστεροι δεν ξέρουν ότι η παρουσία της ΝΙΚΗΣ σφράγισε μια εποχή ξεχωριστή, τη δική μας, και αποτύπωσε μέρος της ιστορίας της Νέας Ιωνίας.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μανώλη Παρασκευά, Νίκου Καρασμάνογλου, εφ. «Η Θεσσαλία», 31 Οκτωβρίου 1999, https://www.taxydromos.gr/.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το