Τοπικά

Στο Πήλιο “κατοικούσε” μέχρι τον 19ο αιώνα ο “Ξένιος Ζευς”… Κανένας ξένος δεν έμενε στον δρόμο χωρίς φροντίδα

Ένα από τα πιο φιλόξενα μέρη της Ελλάδας θεωρούνταν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα το Πήλιο. Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, που καταγράφονται μάλιστα από τον αείμνηστο λαογράφο και συγγραφέα Γιώργο Θωμά, δεν εξαιρούνταν κανένας ξένος, φτωχός ή πλούσιος, ενώ σε περιοχές όπως το Βένετο διαγκωνίζονταν για το ποιος θα πρωτοπάρει στο σπίτι του τον ξένο…

Παράλληλα η κοινή γνώμη έπαιζε καταλυτικό ρόλο σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των κατοίκων. Σύμφωνα με τον Γιώργο Θωμά, μεγάλη πρόκληση για όλους ήταν η ανύπαντρη έγκυος. Σύμφωνα με παραδόσεις από το Προμύρι, την Αργαλαστή και τη Ζαγορά, ο πατέρας της ή έπρεπε να τη διώξει απ’ το σπίτι ή να τη σκοτώσει…

Κανείς ξένος δεν έμενε νηστικός και άστεγος σ’ όλα τα χωριά – όπως θα μείνει σήμερα εφόσον δεν διαθέτει χρήματα – κανείς απ’ τους επισκέπτες δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα παραμονής και στον πιο φτωχικό έστω οικισμό. Παντού ο ξένος ήταν πρόσωπο σεβαστό, που έβρισκε ανοιχτές όλες τις πόρτες και στο τραπέζι ή για ύπνο έμπαινε «στ’ν απάν’τ’ μιριά (στην απάνω μεριά)», δηλαδή στην καλύτερη θέση. Οποιοσδήποτε κι αν ήταν είτε μεγαλοσχήμονας είτε κάποιος ταπεινός ζητιάνος. Διακρίσεις δεν γίνονταν, εδώ βάραινε ο άνθρωπος ως άνθρωπος.

Αλλά και οι κοινότητες φρόντιζαν να έχουν ειδικά χτίσματα για τους επισκέπτες. «Αυτού πλησίον (στην πλατεία) – παρατηρεί στα 1860 ο Νικόλαος Μάγνης – είναι κτισμένα ξενώνες (χαΐρια) ούτω τους ονομάζουσιν εκεί, εις τους οποίους καταλύουσιν οι διαβάται δωρεάν».

Γενικότερα τούτη η αρετή της φιλοξενίας ήταν σε μεγάλη έξαρση στα 1836, σύμφωνα με γραφτές πληροφορίες: «Είναι γνωστόν τοις πάσι ότι (…) ευρίσκονται παλαιά οσπήτια προκρίτων χριστιανών και τούρκων, και ήτον φιλόξενα δεχόμενοι καθημερινώς ξένους εις τα σπήτια τους, και όσον περισσότεροι επήγαιναν, τόσον πολύ έχαιρον, το είχον αυτό διά μισθόν τους και τιμήν τους. Αυτή η συνήθεια σώζεται ακόμι (δηλαδή το 1836, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές) εις εκείνα τα μέρη Θεσσαλίας (περιοχή Βελεστίνου) (…)».

Σύμφωνα με παραδόσεις, το πιο φιλόξενο χωριό στο Πήλιο ήταν το Βένετο. Εδώ «μαχαιρώνονταν παλιότερα για το ποιος θα φιλοξενήσει τον ξένο». Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της φιλοξενίας το αναλάβαινε ο Άγιος Λαυρέντιος κάθε χρονιά στις 16 Αυγούστου, όταν από το 1836 οργάνωνε το μεγαλύτερο πανηγύρι του στη μνήμη του Αγίου Αποστόλου του Νέου. Κάθε σπίτι, απ’ την παραμονή ακόμα της γιορτής, έπρεπε να φιλοξενεί ξένους επισκέπτες, και τα πιο μεγάλα έφταναν να έχουν είκοσι και είκοσι πέντε ξένους «προσκυνητάδες» όπως τους έλεγαν. Έτσι οι χίλιοι περίπου επισκέπτες του Αγίου Λαυρεντίου κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας στο Πήλιο, έβρισκαν άσυλο στα σπίτια και στα κελιά βέβαια της εκκλησίας του Αγίου Αποστόλου. Φημισμένο για τη φιλοξενία χωριό ήταν και η Πορταριά.

Η φιλοξενία και στο Πήλιο, όπως και στη λοιπή Θεσσαλία, είχε λάβει το κύρος του εθίμου, κι αποτελούσε ιερή υπόθεση. Μπροστά σ’ αυτό το χρέος λοιπόν παραμερίζονταν όλα τα εμπόδια. Έστεργαν και σε δοκιμασίες ακόμα οι Πηλιορείτες κι έπνιγαν κάθε συναισθηματική αδυναμία, όταν πήγαιναν να εκτελέσουν τούτο το προαιώνιο καθήκον. Ακόμα – όπως μας πληροφορεί μια πηλιορείτικη παράδοση, που καταγράφτηκε στα 1889 με εμφανή όμως δόση υπερβολής – και σε θυσία του παιδιού τους μπορούσαν να προβούν οι γονείς, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο ξένος. Αξίζει όμως να ιδούμε αυτή την παράδοση του Πηλίου, όπως δημοσιεύτηκε το 1889:

«Ήλθε ο χωρικός από το αμπέλι του. Έβρεχε και άμα έφθασε στο σπίτι του, βλέπει απ’ έξω απ’ την πόρτα μεσ’ στη βροχή ένα γέρο.

Φωνάζει τη γυναίκα του και της λέει:
– Δεν είδες το γέρο να τον πάρης μέσα, μούν’ στέκεται μέσ’ στη βροχή;
– Άπαπα! Δεν τον είδα. Έλα μέσα παππού, αποκρίνεται εκείνη.

Άναψαν φωτιά και καθήσανε να φάνε. Τότες λέει ο γέρος:
– Φάτε εσείς, παιδιά μου, εγώ δεν θέλω.
– Γιατί παππού; Έλα να φας.
Δεν με βλέπετε πώς είμαι; Δε βλέπετε χέρια; Πώς να καθήσω μαζί σας;
Τα χέρια του ήταν όλο λέπια και έτρεχαν αίμα και όμπυο…

Τότες λέει πάλι ο γέρος:
– Ένα γιατρικό μονάχα είναι για τα χέρια μου, μα εκείνο δεν το φκιάνετε εσείς…
– Πες το παππού, τι είναι; Και το φκιάνομε τώρα κιόλας, είπαν και οι δύο.
– Να!… μα τι να σας το πω; Δεν είναι για να γένη…
– Εσύ πες το, κι εμείς…
Να, είναι για το παιδάκι σας, το αγαπημένο…

Οι χωρικοί εταράχθησαν ολίγον.
– Τότε μονάχα θα γιατρευτούν τα χέρια μου, είπε πάλι ο γέρος, σα βρεθή μια μάνα κι ένας πατέρας να θελήσουν να χάσουν το παιδί τους για μένα…

Η μάνα έσκυψε στην κούνια κι εφίλησε το παιδί της που κοιμότανε.
– Εμείς παππού! Είπε τότες, αφού εκοίταξε πρώτα τον άνδρα της.
– Ε, σα θέλετε λοιπόν, να το βάλετε απόψε μέσα σ’ ένα ταψί και ν’ ανάψετε το φούρνο να το βάλετε μέσα για ν’ αναλύση, να πάρω το άλειμμα ν’ αλείψω τα χεράκια μου για να γειάνουν.

Αδιτότες ανάψαν τον φούρνο, κι ο φούρνος άναβε μοναχός του. Βάλαν και το παιδί μέσα στο ταψί και τόβαλαν στο φούρνο, και πήγαν να κοιμηθούν, κι ο γέρος μαζί.

Το πρωί σηκώνονται, κυττάζουν: πούν’ ο γέρος; Πθανά (=πουθενά)!
– Κρίμας το παιδάκι μας, πάμε να το δούμε άνδρα, το χρυσό μου…

Πηγαίνουν, ανοίγουν το φούρνο, κυττάζουν, τι να ιδούν! Το παιδί στέκονταν ολόρθο μέσ’ στο ταψί και διάβαζε το Ευαγγέλιο!
Ο γέρος εκείνος ήταν ο Χριστός!».

Άλλες προφορικές παραδόσεις, σε χωριά του Πηλίου, μιλούν για την ύπαρξη ειδικών χώρων (σπιτιών, κελιών κ.λπ.), για τη στέγαση των ξένων επισκεπτών. Στον παραθαλάσσιο οικισμό του Τρίκερι βρίσκεται μέχρι σήμερα ένα παλιό σπίτι, που το αποκαλούν «Μοναστήρι», επειδή δεχόταν ξένους, όπως συμβαίνει με τα μοναστήρια. Στο παλιό επίσης μοναστήρι της Σωτήρας στη Ζαγορά, ιδρυμένο στα 1660, υπήρχε ξενώνας με χαγιάτι σ’ όλο το μήκος της βόρειας πλευράς του. Ωστόσο, δεν έχουμε γραφτές μαρτυρίες για την έκταση της προσφοράς των πηλιορείτικων μοναστηριών στον τομέα της φιλοξενίας. Πρέπει να τη θεωρήσουμε όμως ως πραγματικότητα, νομίζω, αν λάβουμε υπόψη τέσσερις δημοσιευμένες παραδόσεις απ’ τη Ζαγορά, τον Αϊ-Γιώργη Νηλείας και το Προμίρι, που τονίζουν το αίσθημα της φιλοξενίας των καλόγερων σε ισάριθμα μοναστήρια της περιοχής τους. Πρόκειται για τα μοναστήρια της Παναγίας Ράσουβας και των Ταξιαρχών Ζαγοράς, καθώς και για τ’ άλλα των Ταξιαρχών στον Αϊ-Γιώργη Νηλείας και του Αγίου Σπυρίδωνα στο Προμίρι αντίστοιχα. Σχετικά με τα δυο πρώτα σημειώνει ο Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης: «(…) προσφέροντες (οι καλόγεροι της Παναγίας Ράσουβας) άμα την αμέριστον φιλοξενίαν των εις τους αρματωλούς του Πηλίου ή τους εκείθεν διερχομένους οδοιπόρους των εκατέρωθεν χωρίων». «Η Μονή των Ταξιαρχών (…) παρείχε την διακρίνουσαν τας Ελληνικάς Μονάς πρόθυμον φιλοξενίαν εις τους εκείθεν διερχομένους οδοιπόρους, ή τους εις αυτήν καταφεύγοντας εν ώρα νυκτός προς διάσωσίν των από επικειμένων θεομηνιών ή από ενεδρευόντων κακοποιών στοιχείων».

Γεγονός λοιπόν είναι πως η φιλοξενία στο Πήλιο βρισκόταν και σε μια οργανωμένη βάση τουλάχιστο στα μισά του 19ου αιώνα. Υπήρχαν δηλαδή σε κάθε χωριό κοινοτικοί ή εκκλησιαστικοί ξενώνες για τους ξένους κοντά στην πλατεία συνήθως.

Η λειτουργία της «κοινής γνώμης»
Σημαντικός παράγοντας για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας του πηλιορείτικου χωριού και την πρόληψη των παραβάσεων, υπήρξε η «κοινή γνώμη». Ο φόβος της «κοινής γνώμης», του «τι θα πει ο κόσμος», όπως κι ο φόβος του Θεού, ασκούσε πραϋντική επίδραση στα πάθη και τις αδυναμίες των χωρικών. Όλοι δηλαδή, θέλοντας και μη, και ιδιαίτερα οι κατώτερες τάξεις, ήταν υποταγμένοι και σε έναν ακόμα καταπιεστικό μηχανισμό, κι έτρεμαν μήπως οι πράξεις τους αποτελέσουν πρόκληση στα μάτια του κόσμου. Φοβόταν μήπως «βγει τ’ όνομά τους» στη μικρή κοινωνία με κάποια τους πράξη αντίθετη στον ηθικό κώδικα συμπεριφοράς που επικρατούσε, κι ήξεραν πως θ’ αντιμετώπιζαν την περιφρόνηση στην περίπτωση της ανυπακοής τους. Με το όπλο αυτό της περιφρόνησης, προσπαθούσαν και οι ζωντανές κοινότητες του Πηλίου να οργανώσουν έναν τρόπο θωράκισης της ηθικής τους, επιβάλλοντας τους κανόνες συμπεριφοράς που ήταν δεκτές απ’ το κοινωνικό σύνολο.

Αλλά δεν ήταν μόνο η περιφρόνηση, η κοινωνική – ας πούμε – απομόνωση των παραβατών της ηθικής του χωριού. Ήταν και μια άλλη αντίδραση, που εκδηλωνόταν με ανάλογα στιχουργήματα, ειρωνευτικά της προκλητικής ενέργειας και του παραβάτη.

Πολλά δηλαδή από κείνα που προκαλούσαν την κοινωνία και προπαντός τα ερωτικά γεγονότα, μετατρέπονταν σε στίχους από έναν ή περισσότερους – άντρες κυρίως – που είχαν μια ευχέρεια στιχοπλοκίας. Το χαρακτηριστικό είναι πως οι στίχοι αυτοί γίνονταν κτήμα όλων των κατοίκων της πολίχνης και τονίζονταν μια μορφή λύτρωσης. Σπάνια μπορούσαν να μεταφερθούν και στη γειτονική πολίχνη, αν ο απόηχος της «παρανομίας» έφτανε ώς εκεί.

Στον χώρο της σάτιρας πρέπει να εντάξουμε, νομίζω, και τα παρατσούκλια, που οι Πηλιορείτες «κολλούσαν» στους συντοπίτες τους, για να επικρατήσουν συνήθως αυτά σε βάρος των πραγματικών επωνύμων.

Πέρα απ’ αυτά, έχουμε και δυναμικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης σε περιπτώσεις εκτραχηλισμού γυναικών. «Να φίλαγε ο Θεός – παρατηρεί στα ανέκδοτα Απομνημονεύματά του ο λαϊκός ζωγράφος του Βόλου Νικόλαος Χριστόπουλος – να μην πιάναν κανένα παράνομο ζευγάρη. Έπευτε Απάνο στην παραστρατιμένη γινέκα όλο το χωριό, προπαντός η Άλλες». Ήταν τέτοια η πρόκληση, ώστε εφαρμόζονταν και μέτρα τιμωρίας. Βέβαια το ξύλο από τους άντρες, αν αποκαλυπτόταν γυναίκα στην αγκαλιά του άλλου, ήταν συνηθισμένο, όπως και η άσκηση βίας στα γεννητικά της όργανα. Καθιερωμένη ήταν και η διαπόμπευση, που ατόνησε όμως στα τέλη της Τουρκοκρατίας. Άμα δηλαδή δεν ήταν «εντάξει» η νύφη, ο γαμπρός την έβαζε ανάποδα καβάλα σε γαϊδούρι και με συνοδεία την έστελνε στο πατρικό της σπίτι. Στο Νότιο Πήλιο έπεφτε επάνω στην παραστρατημένη γυναίκα όλο το χωριό, προπαντός οι άλλες γυναίκες. «Την πιάναν την κακομοίρα και τη βάζαν ανάποδα σ’ ένα γάιδαρο… και θα λα τις κρεμάσουν σ’ όλο το σώμα σκορδοουρές, κρεμυδοουρές, κουδούνια και ό,τι βάζεις με το νου σου (…) Άλλοι τη βρίζαν, άλλοι τη φτύναν, προπαντός οι γυναίκες που γίνονταν χάλια η κακομοίρα (…).

Πολλές φορές όμως τα «σκέπαζαν» για να μην εκτεθούν, με τη συμφωνία να δώσει ο πατέρας του κοριτσιού στον γαμπρό το «πανουπροίκ’», ένα είδος αποζημίωσης είτε σε χρήμα είτε σε ακίνητο.

Πιο παλιά, ίσως στα μεσαιωνικά χρόνια, ίσως στην αρχή της Τουρκοκρατίας, τα «χαλασμένα κορίτσια», όπως τα ’λεγαν, τα απομόνωναν για να πεθάνουν απ’ την πείνα ή τα ’κλειναν σε μοναστήρια να γίνουν καλόγριες και να «εξιλεωθούν».

Στη Ζαγορά κατά το 1828 βρίσκουμε κι ένα άλλο είδος τιμωρίας, που δεν συνάντησα σε κανένα άλλο πηλιορείτικο χωριό: Το βίαιο κόψιμο των μαλλιών της μοιχαλίδας και το υποχρεωτικό ντύσιμό της με μαύρα ρούχα.

Μεγάλη πρόκληση για όλους ήταν και η ανύπαντρη έγκυος. Σύμφωνα με παραδόσεις στο Προμίρι, την Αργαλαστή και τη Ζαγορά, ο πατέρας της ή έπρεπε να τη διώξει απ’ το σπίτι ή να τη σκοτώσει.

Σε τέτοιο δίλημμα ήρθε γύρω στο 1850 ένας Προμιριώτης, Βουλγαρίνης το επώνυμο, όταν αντιλήφθηκε το κορίτσι του να κυοφορεί. Δεν το σκότωσε, αλλά το παράδωσε σε ψαρά για να το εγκαταλείψει στην άγρια ξέρα «Λεφτέρι» (πρόκειται για τον αρχαίο ύφαλο «Μύρμηξ», που αναφέρει ο Ηρόδοτος) στο πέλαγο ανάμεσα στα προμιριώτικα και τη βόρεια Εύβοια. Ο ψαράς λυπήθηκε το κορίτσι και το έφερε στο χωριό «Αγριοβοτάνι» της Εύβοιας, όπου και το σύμμασαν δικοί του άνθρωποι. Γέννησε αγόρι κι έμειναν εκεί, μάνα και γιος, κι όταν ο τελευταίος έγινε 19 χρονώ, έστειλε μήνυμα στο Προμίρι. Από τότε διατηρούσε επικοινωνία με τους δικούς του, που τον δέχονταν και τον φιλοξενούσαν (από προμιριώτικες παραδόσεις).

Γενικότερα, η πόρνη γυναίκα ξέπεφτε στα μάτια όλων των χωρικών, γινόταν ένα στοιχείο σιχαμερό που περιφρονούνταν κι αποτελούσε το μεγαλύτερο ηθικό πρόβλημα για το σπίτι της.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το