Ελλάδα

Στο Ευρωδικαστήριο η Ελλάδα για την κακή ποιότητα του αέρα

Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για ακόμα μια φορά παραπέμπει την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αυτή τη φορά για την κακή ποιότητα του αέρα και συγκεκριμένα για τα υψηλά επίπεδα διοξειδίου του αζώτου (NO2).
«Η Ελλάδα καταγράφει συνεχώς και σταθερά υπέρβαση της ετήσιας οριακής τιμής NO2 στην Αθήνα. Επίσης, δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα ώστε η περίοδος υπέρβασης να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προσπάθειες που έχουν καταβάλει μέχρι σήμερα οι ελληνικές αρχές δεν ήταν ικανοποιητικές και επαρκείς και, επομένως, παραπέμπει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», αναφέρει χαρακτηριστικά στην ανακοίνωσή της η Ευρωπαική Επιτροπή.

Στην ίδια ανακοίνωση επισημαίνεται πως όταν σημειώνεται υπέρβαση των οριακών τιμών που καθορίζονται από την ενωσιακή νομοθεσία για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα (οδηγία 2008/50/ΕΚ), τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εγκρίνουν σχέδια για την ποιότητα του αέρα και να διασφαλίσουν τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, ώστε η περίοδος υπέρβασης να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη.

Προσθέτει ότι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και το σχέδιο δράσης για μηδεινική ρύπανση δίνουν έμφαση στη σημασία που έχει η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, η οποία συγκαταλέγεται στους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν δυσμενώς την ανθρώπινη υγεία. «Η πλήρης εφαρμογή των προτύπων ποιότητας του αέρα που κατοχυρώνονται στη νομοθεσία της ΕΕ έχει καίρια σημασία για την αποτελεσματική προστασία της ανθρώπινης υγείας και τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος».
Ειδικά ως προς το διοξείδιο του αζώτου (NO2) η Επιτροπή σημειώνει ότι εκπέμπεται κυρίως από ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η οδική κυκλοφορία — κυρίως των πετρελαιοκίνητων οχημάτων— και η βιομηχανία. Η συγκεκριμένη μορφή ρύπανσης προκαλεί σοβαρές ασθένειες, όπως άσθμα και μειωμένη πνευμονική λειτουργία.

Για το εν λόγω ζήτημα η Ελλάδα είχε λάβει αιτιολογημένη από την Ευρωπαική Επιτροπή από τον Φεβρουάριο του 2020. Η Επιτροπή είχε επισημάνει τότε ότι «η Ελλάδα δεν γνωστοποίησε στοιχεία για την κατάσταση που επικρατεί στο σύνολο της επικράτειάς της και δεν εξασφάλισε την παροχή στοιχείων σχετικά με τα σημεία όπου εμφανίζονται οι υψηλότερες συγκεντρώσεις διοξειδίου του αζώτου (NO2) στις οποίες είναι πιθανόν να εκτίθεται ο πληθυσμός».

Η Επιτροπή το απέδιδε στην εσφαλμένη τοποθεσία και ανεπάρκεια των σημείων δειγματοληψίας σε ορισμένους οικισμούς, ενώ ειδικότερα για την Αθήνα τόνιζε ότι η χώρα μας είχε λάβει επίσης ανεπαρκή μέτρα για την «όσο το δυνατόν συντομότερη μείωση της ρύπανσης από NO2 στην Αθήνα, η οποία υπερβαíνει το ανώτατο όριο από το 2010».
Αυτή, πάντως, δεν είναι η πρώτη παραπομπή της χώρας μας στο Ευρωπαικό Δικαστήριο για το ζήτημα της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα. Τον περασμένο Δεκέμβριο είχε προηγηθεί μία ακόμα παραπομπή, αυτή τη φορά για την κακή ποιότητα του αέρα λόγω των υψηλών επιπέδων αιωρούμενων σωματιδίων (ΑΣ10) στη Θεσσαλονίκη.

Η Επτροπή σημείωνε ότι όταν καταγράφεται υπέρβαση των οριακών τιμών που καθορίζονται από τη νομοθεσία της ΕΕ για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εγκρίνουν σχέδια για την ποιότητα του αέρα και να διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα ώστε η διάρκεια της περιόδου υπέρβασης να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη.
Ωστόσο η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις της να κρατήσει την περίοδο υπέρβασης όσο το δυνατόν συντομότερη και δεν είχε λάβει επαρκή μέτρα για τη μείωση των συγκεντρώσεων ΑΣ10 στον οικισμό Θεσσαλονίκης.

«Τα στοιχεία που υπέβαλε η Ελλάδα επιβεβαιώνουν τις συστηματικές υπερβάσεις στον οικισμό Θεσσαλονίκης για 14 έτη από το 2005 (για όλα τα έτη με εξαίρεση το 2013). Το 2019, τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν επί του παρόντος διαθέσιμα δεδομένα, οι ημέρες κατά τις οποίες σημειώθηκαν υπερβάσεις των οριακών τιμών ήταν 67. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προσπάθειες των ελληνικών αρχών μέχρι σήμερα δεν ήταν ικανοποιητικές και επαρκείς» υπογράμμιζε.

Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα για τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η ατμοσφαιρική ρύπανση ευθύνεται συνολικά για περίπου 400.000 πρόωρους θανάτους στην ΕΕ ετησίως, καθώς και για την έκθεση σχεδόν των 2/3 της έκτασης των οικοσυστημάτων της ΕΕ στον ευτροφισμό. Επιπλέον, η ατμοσφαιρική ρύπανση επιφέρει σημαντικό οικονομικό κόστος, καθώς συνεπάγεται αυξημένες ιατρικές δαπάνες, μείωση της παραγωγικότητας, π.χ. λόγω ημερών απουσίας από την εργασία, και μείωση της γεωργικής απόδοσης.

Παρά το γεγνός ότι τα πολύμηνα και σχεδόν πανευρωπαικά λοκντάουν εξαιτίας της πανδημίας μείωσαν σημαντικά το επίπεδο των ρύπων, η πρόσφατη εκθεση για την πορεία του προγράμματος για τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην Ευρώπη τονίζει ότι «οι επιπτώσεις της μείωσης ορισμένων ρύπων υπήρξαν άνισες κατά τη διάρκεια των περιόδων απαγόρευσης κυκλοφορίας και ότι οι συνολικές εκπομπές ενδέχεται να επανέλθουν στα προηγούμενα επίπεδα μόλις η οικονομία ανακάμψει».

Βάσει των υφιστάμενων στοιχείων, η κατάσταση εξακολουθεί να κρίνεται ιδιαίτερα σοβαρή στις αστικές περιοχές, όπου ζει η πλειονότητα των Ευρωπαίων. Ένας υπερβολικά μεγάλος αριθμός Ευρωπαίων εξακολουθεί να εκτίθεται σε συγκεντρώσεις ορισμένων ατμοσφαιρικών ρύπων που υπερβαίνουν τις οριακές τιμές ή τις τιμές – στόχους που καθορίζονται στις οδηγίες για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, ενώ ακόμα περισσότεροι εκτίθενται σε επίπεδα που υπερβαίνουν αυτά που συνιστώνται από τις κατευθυντήριες γραμμές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για την ποιότητα του αέρα. Το 2018 είχε υπολογιστεί ότι περίπου το 4% του αστικού πληθυσμού της ΕΕ των 28 ήταν εκτεθειμένο σε επίπεδα αιωρούμενων σωματιδίων (ΡΜ2.5) άνω της ενωσιακής ετήσιας οριακής τιμής, ενώ πάνω από το 70% ήταν εκτεθειμένο σε συγκεντρώσεις που υπερέβαιναν τις τιμές των κατευθυντήριων γραμμών του ΠΟΥ για την ποιότητα του αέρα.

Σοβαρές οι επιπτώσεις σε υγεία και οικονομία από την ατμοσφαιρική ρύπανση
Η ατμοσφαιρική ρύπανση εξακολουθεί να είναι ο πρωταρχικός περιβαλλοντικός κίνδυνος για την υγεία στην ΕΕ, αποτελεί δε αιτία χρόνιων και σοβαρών νόσων, όπως άσθμα, καρδιαγγειακά προβλήματα και καρκίνο του πνεύμονα, καθώς και σοβαρό υγειονομικό και περιβαλλοντικό ζήτημα για τους πολίτες της ΕΕ. Ομάδες χαμηλότερου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, ηλικιωμένοι, παιδιά και άτομα με προβλήματα υγείας τείνουν μάλιστα να υφίστανται δυσμενέστερες επιπτώσεις λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.

Όσον αφορά το στόχο της μείωσης κατά το ήμισυ των επιπτώσεων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην υγεία έως το 2030 σε σύγκριση με το 2005, η πρώτη έκδοση της Προοπτικής εκτιμούσε ότι οι εν λόγω επιπτώσεις (εκφρασμένες σε αριθμό θανάτων λόγω ατμοσφαιρικής ρύπανσης) θα μειώνονταν κατά περισσότερο από 50% έως το 2030, αν τα κράτη μέλη εφάρμοζαν το σύνολο της νομοθεσίας που εκδόθηκε την περίοδο 2014 – 2017 με σκοπό τη μείωση των εκπομπών ατμοσφαιρικών ρύπων.
Ωστόσο, τα πρώτα αποτελέσματα αποδείχτηκαν λιγότερο θετικά καθώς κανένα από τα νέα μέτρα που θεσπίστηκαν την περίοδο 2014-2017 δεν αντιμετώπιζε τις εκπομπές αμμωνίας από τη γεωργία, την πρωταρχική πηγή ατμοσφαιρικής ρύπανσης που πλήττει τα οικοσυστήματα.

Η εφαρμογή των πολιτικών και των μέτρων που ανακοίνωσαν τα κράτη μέλη στα εθνικά προγράμματα ελέγχου της ατμοσφαιρικής ρύπανσης (ΕΠΕΑΡ) τους επιφέρει κόστος που εκτιμάται σε περίπου 1,4 δισ. ευρώ ετησίως στην ΕΕ (για τα μέτρα που περιγράφονται με επαρκείς λεπτομέρειες στα ΕΠΕΑΡ και στα οποία θα μπορούσε, επομένως, να καταλογιστεί ένα κόστος). Ωστόσο, τα αυξημένα οφέλη για την υγεία (από άποψη μείωσης τόσο της θνησιμότητας όσο και της νοσηρότητας) υπερβαίνουν το αυξημένο κόστος σε όλες τις περιπτώσεις που αναλύθηκαν έως τώρα.

Πηγή: Έθνος

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το