Τοπικά

Στην άγρια δύση της Σκιάθου – Από το Πυργί έως την Ασέληνο

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Μέρος τρίτο

Τελειώνοντας την περιήγησή μου στην Παναγία Ντομάν και την Παναγία Καρδάση βάζω μπρος για το περιβόητο Πυργί.
Οδηγώντας προσεχτικά στον γυρισμό βρίσκω τη διασταύρωση για Πυργί και Παραλία Κεχριάς. Στρίβω δεξιά κατηφορίζοντας σε ομαλό χωματόδρομο.
Περί τα διακόσια μέτρα διακρίνω μια ξύλινη πινακίδα που γράφει ΠΡΟΣ ΠΥΡΓΙ, βλέποντας ένα στενό δρομάκι στα δεξιά μου, ολοσκέπαστο από μυριάδες κλώνους αριάς και βελανιδιάς. Προχωρώ ξεκαβαλώντας για πενήντα περίπου μέτρα, μέχρι που τα μάτια μου, συνηθισμένα από τις κυκλώπειες πέτρες των διαφόρων ακροπόλεων ανά την Ελλάδα, έλκονται από ένα εντυπωσιακό υπόλειμμα αρχαίας περιτείχισης. Τα χάνω και πισωπατώ.
Τι γυρεύει εδώ, στο πουθενά ενός πυκνού δρυμού, αυτός ο παράξενος κυκλοτερής πυργίσκος, με τις πελώριες αρχαιοπρεπείς πέτρες;
Γυροφέρνω τον ολοπέτρινο πύργο αναζητώντας την αληθινή του ταυτότητα, το ύψος και με τη διάμετρό του. Όμως αυτόματα, ως κάρφος μού μπαίνει στον νου η παράξενη περιγραφή και διαφωνία των τριών αρχαιολόγων που τον πρωταντίκρισαν το 1875:

«Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μιαν Κυριακήν του Ιουλίου του 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι… Εκ των τριών ο πρώτος απεφαίνετο, ότι το σωζόμενον εκεί ερείπιον ήτο ναός ειδωλολατρικός, ο δεύτερος ισχυρίζετο ότι ήτο χριστιανική εκκλησία, αν δεν ήτο βαλανείον ρωμαϊκόν και ο τρίτος επέμενεν, ότι ήτο, το πολύ, αρχοντικό μέγαρον, ήτοι πύργος βενετικός, επικαλούμενος υπέρ της γνώμης του και το όνομα Πρωί, όπερ έλεγεν σχηματισθέν εκ του Πυργί, κατά μετάθεσιν γραμμάτων… ωστόσο το ερείπιον εκαλείτο υπό του λαού Αγία Αναστασιά… Ανατολικά ήτο το σωζόμενον τμήμα του τοίχου, καμπύλον προς τα έξω, και φυσικά το εξελάμβανε τις ως χιβάδα του ιερού βήματος βυζαντινού ναού… Μόνο ότι ήτο εκ λίθων μεγάλων, όγκων μαρμάρου οθωνίου σχήματος, ομαλώς ειργασμένων, ενώ κατά τα άλλα ωμοίαζε με τα λείψανα πελασγικών τειχών. Το τειχίον τούτο, υψηλόν ως ανάστημα ανδρός, ίστατο όρθιον ακόμη. Άλλα λείψανα του κτηρίου δεν εφαίνοντο, και δυσκόλως ηδύνατο τις να εικάση το σχήμα, το μέγεθος και τον προορισμόν της οικοδομής. Εν τοσούτω εκαλείτο Αγία Αναστασιά…»(1).
Χαμένος ξανά στη μετάφραση του αρχαίου αυτού μνημείου, που αποτελεί μοναδικό δείγμα αρχαίας τεχνικής και τέχνης, της κλασικής για μένα, εποχής, παραδέρνει ανάμεσα στην άγνοια των πολλών και την αδιαφορία των τοπικών και πολιτιστικών αρχόντων, καθώς και των αρμοδίων που ξέχασαν την αποστολή τους ως εντεταλμένοι φορείς διάσωσης και ιδίως προβολής ενός τέτοιου σπάνιου οικοδομήματος.
Κρίμα!…

Άποψη της Μικράς Ασελήνου

*
Γυρίζω, πικραμένος κι ανήσυχος για την τύχη ενός τέτοιου μεγαλειώδους μνημείου, στο σημείο που είχα αφήσει τη μηχανή μου, να την καβαλήσω και να χυθώ σ’ έναν μυστήριο κατήφορο που δεν είχε όρια. Μήτε λογική…
Ξαμολιέμαι το λοιπόν, σε μιαν απίστευτα ολισθηρή κατηφόρα, στην οποία δύσκολα μπορούσα να συγκρατήσω εμαυτόν και τη δίτροχη τσουλήθρα μου. Μέγα λάθος η επιλογή αυτής της απαγορευτικής για δίκυκλα διαδρομής. Δεν αντέχεται μήτε αντιμετωπίζεται τέτοια κατρακύλα πάνω σε παχιά χωματόσκονη που γλιστρά.
Ένας Θεός ξέρει πώς έφτασα στην παραλία της Κεχριάς. Κατασκονισμένος και πελιδνός, μα αβλαβής και σωσμένος.
Έκαμα, βέβαια, την αμαρτωλή σκέψη πως η πεποίθησή μου ότι το Πυργί (o πύργος) ήταν αρχαίο κλασικό μνημείο και όχι μια εκκλησία, με τιμώρησε (ή με προειδοποίησε) η Αγία για την «απιστία» μου, με τον τρόπο που κινδύνεψα…
Κάνοντας μια απολογητική του εγχειρήματος και των σκέψεων που ακολούθησαν την επίσκεψη του μνημείου, οφείλω να πω ότι στο σημείο αυτό, όπου στέκεται ακόμη μεγαλοπρεπής ο κυκλικός κυκλώπειος πύργος, σήμερα έχουν ξεφυτρώσει τρία διαφορετικά εκκλησάκια, ταμένα στην Αγία Αναστασιά τη Φαρμακολύτρια.
Αμέσως με το που έφτασα στην παραλία της Κεχριάς βουτώ στα ιαματικά νερά της. Και ξεπλένομαι από τις όποιες αμαρτίες κουβαλώ.
Ήδη από τη μεριά του Πηλίου τα σύννεφα συνωθούνται πάνω από το Τισαίο και προοιωνίζουν καταιγίδα. Σηκώνομαι να προλάβω. Πριν όμως αναχωρήσω (από άλλο δρόμο βέβαια, γιατί ευτυχώς υπάρχει και αυτός) δοκιμάζω μια γρήγορη διάσχιση του ρέματος της Κεχριάς. Επισημαίνω πως το μονοπάτι αυτό διάρκειας είκοσι λεπτών, συνιστά μιαν ειδυλλιακή ανάβαση – πεζοπορία προς τη Μονή της Κεχριάς.

Ο Στρουφλιάς των Κουκουναριών

Επιστρέφω για να κερδίσω χρόνο. Φεύγοντας από την παραλία της Κεχριάς περνώ στην παραλία Αλυγαριές κι αμέσως μετά ακολουθώ νότια (ανηφορικά) τ’ Αχειλά το ρέμα. Σ’ ένα σημείο ο δρόμος περνά μέσα από το ρέμα, με συνέπεια να μουσκεφθώ από τη γρήγορη διάσχισή του. Ύστερα βγαίνω σε διασταύρωση και παίρνω τον δεξιό κλάδο που ανηφορίζει για να διασχίσει μερικά από τα ομορφότερα τοπία του νησιού.
Παρακάμπτοντας μικρές φυσικές χαράδρες και απότομα δασωμένα πρανή φτάνω σε σημείο θέας, από όπου το βλέμμα σκορπίζεται σε όλη την αχανή έκταση του βόρειου Αιγαίου. Παράλληλα διακρίνεται και ένα χαοτικό βύθισμα με μια μικρή παραλία στην οποία ίσα που φαίνονται ακροβολισμένοι λίγοι κατασκηνωτές.
Είναι η Μικρά Ασέληνος, ένα αριστούργημα φυσικής χοάνης που επικοινωνεί με απόκρημνο μονοπάτι, κοχλιωτό και ιδιαίτερα απότομο. Αποφασίζω να το κατέβω, ίσα που να δω εκείνο το παραδεισένιο άντρο των ευτυχισμένων δεινόσαυρων της πιο φυσικής ερημιάς του νησιού.
Επιστρέφω από βοηθητικό μονοπάτι, λιγότερο ανηφορικό, αλλά το ίδιο συναρπαστικό και απόκρημνο.
Καβαλώντας πάλι τη μηχανή μου συνεχίζω την πορεία μου προς τον πολιτισμό της δυτικής νότιας πλευράς του νησιού και περνώντας διαδοχικά από ωραία πευκοδάση με πανέμορφα παράθυρα προς τη Μεγάλη Ασέληνο.
Εκεί που τελείωνε ο χωματόδρομος κι έμπαινε φραγμός στην παραζάλη της σκόνης εμφανίζεται αναπάντεχα το παλιό μοναστήρι της Παναγίας Κουνίστρας.
Κάνοντας μια στάση μπαίνω στον πολύ καθαρό και φροντισμένο χώρο του πανέμορφου προαύλιου κήπου, σε ένα κλαδί του οποίου βρέθηκε κρεμασμένη η εικόνα της Παναγιάς, να κουνιέται πέρα – δώθε.

Η κυρία που φροντίζει όλο τον χώρο κι εξυπηρετεί τους επισκέπτες ήταν όχι μόνο φλύαρη μα και γλωσσού…
Έδωσα τόπο στην οργή για την ακατάσχετη φλυαρία της και βγήκα στο προαύλιο με σκοπό να εντοπίσω το δέντρο πάνω στο οποίο η εικόνα της Παναγιάς έκαμε κούνια.
«Και ψηλά εις το πλάγι», γράφει ο Παπαδιαμάντης, «ίστατο ακόμη ορθός ο χιλιετής πεύκος, όπου εις τους κλάδους επάνω ανάμεσα στους κλώνας του, είχεν ευρεθεί ένα καιρόν αιωρουμένη η λαμπρά εικών της Παναγίας… Η ευρεθείσα παραδόξως τότε εικών εφάνη εις τους Χριστιανούς… ως να ήτο αθώα κόρη ευαίσθητος, ήτις ενέδωκεν εις την επιθυμίαν να κάμη κούνια, να λικνισθή, αιωρουμένη, επί των κλάδων του δένδρου. Και διά τούτο επωνομάσθη Παναγία η Κουνίστρα ή Κ’νιστριώτισσα» (2)…
Η μέρα παίρνει να σιγοσβήνει το καντήλι της κι εγώ καβαλάω τη μοτοσυκλέτα μου κατηφορίζοντας προς την Ασέληνο και από κει προς τις Κουκουναριές.
Προλαβαίνω μια τελευταία επίσκεψη στον Στρουφλιά, όπως ονομάζει τον εντυπωσιακό υγροβιότοπο των Κουκουναριών ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Πραγματοποιώ ολόκληρο τον κύκλο της λίμνης, για να φτάσω στο τέρμα της οδικής διαδρομής, δίπλα από την εισόδια πύλη της ακτής. Δίπλα από ένα κιόσκι υπάρχει ένας κοχλιωτός ξύλινος φράχτης, για να μην μπαίνουν δίτροχα ή άλλα αυτοκινούμενα. Μ’ ένα ζιγκ ζαγκ περνώ στην επικράτεια του υγροβιότοπου με το περίφημο δάσος της κουκουναριάς.
Προχωρώ αρκετά κάτω από τους τεράστιους κλώνους των δέντρων ωσότου ένα από τα δρομάκια του περιπάτου με βγάλει στον καθρέφτη της λίμνης. Παίρνω να περπατώ, μαγεμένος από την ομορφιά του οικότοπου, παρόλες τις αγοραίες κραυγές που αναβρύζουν από τη διπλανή παραλία.
Και καθώς διασχίζω οριζόντια και εγκάρσια κομμάτια διαδρομών πλάι στη λίμνη αιφνιδιάζομαι από την πανώρια εμφάνιση, παρουσία και χορευτική κίνηση ενός αγριοκούνελου που με κοιτά κάθε άλλο παρά σαστισμένος. Με καλεί να τον φωτογραφίσω και ν’ αρχίσω μαζί του μια συνομιλία διαρκείας, στη γλώσσα των νευμάτων.
Ο αγριοκούνελος κουνάει πέρα δώθε τα τορνεμένα και ζηλευτά αυτιά του λες και μ’ αυτά συνδιαλέγεται μαζί μου.
Παίρνει να σουρουπώνει η μέρα και να σουρώνει ο ουρανός από σύννεφα βαριά και θυμωμένα.
Γυρίζω στη μηχανή μου και μην έχοντας κάτι άλλο να κάμω στο νησί του κυρ-Αλέξανδρου, βάζω πλώρη για το καράβι που θάφευγε στις 8.25 από το νέο λιμάνι της Σκιάθου.
Εκεί με περίμενε τ’ ανήψι, να μου δώσει μια διπλή σακούλα μ’ ένα ροφουδάκι, ένα συκιό κι έναν σκάρο, πεσκέσι για το δώρο που τούκαμα να τον συνοδεύσω γουρλίδικα στο καρτέρι τάχα της συναγρίδας…
Που δεν ήταν βέβαια καρτέρι, μα άγριο σαφάρι του βυθού, ανάμεσα στον χρόνο, τη δράση και τη μνήμη της γόνιμης περιπέτειας…

Η Παναγιά Κουνίστρα

*
Ο «Πρωτέας» έμπαινε μες σε σφοδρή καταιγίδα στο λιμάνι του Βόλου. Η νύχτα προχωρούσε ακάθεκτη, με όλα τα φουσάτα της. Αστραπές, εκλάμψεις, φωταψίες, μέσα – έξω. Η περιπέτεια της μέρας πήρε να ξεθωριάζει, αντίθετα με την περιπέτεια της μνήμης που μόλις τωραδά, άρχιζε το δικό της δρομολόγιο…
*
Οι θάλασσες και οι στεριές, κυρ-Αλέξανδρε, καθώς και οι μέρες με τις νύχτες, μπλέξανε στη μνήμη και γίναν ένα αξεγνέθιστο κουβάρι, εκεί στην πατρίδα σου.
Κι η μνήμη από γόνιμη καθώς ήταν, έφτασε με τα χρόνια που πέρασαν, μέσα σε μια μέρα, ως το επίπεδο της αχρωμίας. «Ούτε άσπρη σαν το χιόνι ούτε κόκκινη σαν το αίμα» (3). Τίποτα πλέον μες στη νύχτα δεν ξεχωρίζει. Και καταντάει κρύα σαν το χιόνι, χώρια που πάσχει – τώρα στα γεράματα – κι από αμνησία…
Δικά σου τα λόγια…

Παραπομπές
(1) Στην Αγια-Αναστασιά
(2) Νεκρός Ταξιδιώτης
(3) Άσπρη σαν το χιόνι

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το