Τοπικά

«Η Στάνη» με πλούσιο παραδοσιακό και κοινωνικό έργο 30 ετών

Ο Σύλλογος Σαρακατσαναίων Ευξεινούπολης και Περιχώρων «Η Στάνη» ιδρύθηκε το 1988 με έδρα την Ευξεινούπολη στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού (τη γούρνα του Αλμυρού όπως έλεγαν οι παλαιοί Σαρακατσαναίοι), μια περιοχή που ξεχείμαζαν χιλιάδες Σαρακατσαναίοι από τα βυζαντινά χρόνια, λόγω του ήμερου τόπου και του ήπιου κλίματος τον χειμώνα.
Η παράδοση και το τραγούδι των Σαρακατσαναίων αναφέρεται ιδιαίτερα στην περιοχή του Αλμυρού, καθώς και στα βουνά της Γούρας (Όθρυς), όπου έβγαιναν τα καλοκαίρια, με τις στάνες τους, όπως και σε άλλα βουνά της Ελλάδος (Όλυμπος – Άγραφα – Βέρμιος).
Στα τριάντα χρόνια από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα ο Σύλλογος Ευξεινούπολης έχει πετύχει χάρη στην προσπάθεια όλων των μελών του να παρουσιάσει ένα πλούσιο έργο, που τον καταξιώνει τόσο στην τοπική κοινωνία, όσο και πανελλήνια, ενώ θεωρείται ότι βρίσκεται στην πρώτη τριάδα των Συλλόγων από πλευράς έργου.

Αποκορύφωμα αυτού του έργου είναι ο παραδοσιακός οικισμός στο δάσος «Κουρί», όπου βρίσκονται τα πέντε κονάκια και το εκκλησάκι του Αη-Γιώργη και κάθε άνοιξη γίνεται αναπαράσταση εθίμων και του τρόπου ζωής των Σαρακατσαναίων (κούρος – επεξεργασία μαλλιού – καραβάνι – προξενιό – ειδήσια – συβάσματα – γάμος).
Πέρα από το έργο της παράδοσης (χορευτικά – εκδηλώσεις), ο Σύλλογος παρουσιάζει και κοινωνικό έργο, όπως η ανέγερση στην Ευξεινούπολη ιερού ναού, Αγίου Ραφαήλ, παραδοσιακές βρύσες σε χωριά της επαρχίας Αλμυρού, έργα στον Αη-Λια στο Τσατάλι, δωρεές σε ευαγή ιδρύματα και συμμετοχές στα πολιτιστικά δρώμενα της περιοχής. Επίσης μια σειρά εκδρομών σε εσωτερικό και εξωτερικό αποτελούν ένα άλλο κομμάτι δραστηριότητας του Συλλόγου.
Δημιουργία τράπεζας αίματος, δενδροφυτεύσεις σε τμήματα της περιοχής Αλμυρού, φωτογραφικό λεύκωμα του Συλλόγου, που απεικονίζει τον τρόπο ζωής των Σαρακατσαναίων.
Ο οικισμός από το δάσος Κουρί (κονάκια) μεταφέρθηκε στην Ευξεινούπολη σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε από τον Δήμο Αλμυρού.
Ο Σύλλογος διοργάνωσε και διοργανώνει οχτώ επιστημονικές εκδηλώσεις με πανεπιστημιακούς γιατρούς.
Σήμερα υπάρχουν τέσσερα χορευτικά τμήματα: Παιδικό, δύο εφηβικά και ενηλίκων με χοροδιδάσκαλο που κάθε εβδομάδα διδάσκει παραδοσιακούς χορούς.

Ιστορικά στοιχεία
Ένα κομμάτι του ελληνικού λαού, μια ξεχωριστή λαότητα που η ιστορία της φτάνει στα βάθη των αιώνων.
Είκοσι χιλιάδες χρόνια λένε οι επιστήμονες (Πουλιανός) πάνω σ’ αυτή τη γη, φερέοικοι αιώνιοι διαβατάρηδες σ’ ένα ατέλειωτο ετήσιο ταξίδι, βουνά χειμαδιά.
Χιλιάδες χρόνια νομάδες αποκλειστικά, κρατάει η φύτρα τους από τα πρώτα νομαδικά φύλλα. Άλλοι τους χαρακτηρίζουν ως Δωριείς (Άγ. Χατζημιχάλης), άλλοι ως Ακανάρνες, όμως, κανείς δεν αμφισβήτησε την ελληνικότητά τους και αυτό αποδείχτηκε επιστημονικά, ανθρωπολογικά, κοινωνιολογικά και προπαντός γλωσσικά.
Ο Δανός Hoeg σε έρευνα το 1926 απέδειξε ότι η γλώσσα των Σαρακατσαναίων είναι καθαρά ελληνική, συνέχεια της ομηρικής.
Ο ιδιότυπος τρόπος ζωής, η ενδογαμία και η κλειστή κοινωνία στην οποία ζούσαν, μέσα σ’ ένα ιδιόμορφο κοινωνικό και οικονομικό συνεταιρισμό, το γνωστό τσελιγκάτο, ήταν οι κυριότεροι λόγοι που διατήρησαν μέχρι τις μέρες μας τη γνήσια ελληνικότητά τους, μια παράδοση που ως ακρογωνιαίο λίθο είχε την πατριαρχική οικογένεια, βασισμένη πάνω σε αρχές και άγραφους νόμους.
Σκληρή και κακοτράχαλη η ζωή τους, ζώντας και παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης, ανέπτυξαν προτερήματα και διαμόρφωσαν έναν χαρακτήρα δυνατό και φιλελεύθερο, γι’ αυτό άλλωστε δεν υποτάχτηκαν στον κατακτητή, ο οποίος τους έδωσε και το όνομα Καρα-κατσάν. Μαύροι ανυπότακτοι. Κοιτίδα τους θεωρείται η περιοχή των Αγράφων και των Τζουμέρκων, όμως στα βυζαντινά χρόνια θα τους συναντήσει κανείς σ’ όλη τη βαλκανική χερσόνησο, ακόμη και πέραν της Κωνσταντινούπολης, της Πόλης, που η άλωσή της υπήρξε εθνικό πένθος για τους Σαρακατσαναίους.
Έτσι όπως λέει η παράδοση, μετά την άλωσή της έβαψαν τα ρούχα τους μαύρα, έβαλαν μαύρα μαντίλια στα κεφάλια, έσφαξαν τα άσπρα πρόβατα και άφησαν μόνο τα μαύρα, στα οποία ακόμη βούλωσαν και τα κουδούνια. Επίσης από τότε και μέχρι σήμερα οι Σαρακατσαναίοι τη μέρα Τρίτη τη θεωρούν αποφράδα και δεν αρχίζουν καμία δουλειά.

Ήταν δέκα και είκοσι, τριάντα ακόμη και πενήντα οικογένειες, κυρίως συγγενικές, που αποτελούσαν το τσελιγκάτο, με αρχηγό τον πιο ικανό και τις περισσότερες φορές αυτόν που είχε το περισσότερο βιος. Τον μισό χρόνο, από Μάιο έως Οκτώβριο, στα βουνά και τον άλλο μισό χρόνο στα χειμαδιά, σε λιβάδια που διάλεγαν για την καλύτερη βοσκή των ζωντανών.
Ορόσημο χρονικό οι δυο μεγάλες γιορτές του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου, αποτελούσαν τους δύο χρονικούς σταθμούς για τις μετακινήσεις τους.
Έτσι άνοιξη και φθινόπωρο έβλεπε κανείς αυτό το ατελείωτο καραβάνι ψυχών και ζωντανών να δίνει μια ξεχωριστή ζωντάνια και ομορφιά στους κάμπους και στα βουνά της Ελλάδος και όχι μόνο.
Κατοικία τους το κονάκι, η γνωστή ορθή περίκεντρη καλύβα, την οποία έστηναν συχνά δυο φορές τον χρόνο εκεί όπου έβρισκαν και το καλύτερο λιβάδι.
Έτσι λοιπόν πορεύτηκαν χιλιάδες χρόνια οι Σαρακατσαναίοι, χωρίς να αναπτύξουν τις τέχνες και τα γράμματα, λόγω της φύσης της δουλειάς τους, αλλά έγραψαν όμως σελίδες ηρωισμού και δόξας.
Η αμάραντη δόξα των Σαρακατσαναίων στάθηκε ο κλεφταρματολισμός. Όλοι οι ιστορικοί και ερευνητές του κλεφταρματολισμού των προεπαναστατικών χρόνων και της εξέγερσης του ’21 αναγνωρίζουν ότι η γέννηση, το φούντωμα της κλεφτουριάς και του ξεσηκωμού οφείλεται στους σκηνίτες νομάδες όπως τους αποκαλούσαν οι ιστορικοί.
Κατσαντώνης, Δίπλας, Λιακατάς, Λεπενιώτης, Τσιόγκας, Συκάδης, Χασιώτης, Φαρμάκης, Αραπογιανναίοι, ακόμη και ο Καραϊσκάκης ήταν γόνος της σαρακατσάνικης γενιάς.
Άλλες σελίδες δόξας έγραψαν στα βουνά της Μακεδονίας στο έπος του Μακεδονικού Αγώνα. Χωρίς τους Σαρακατσαναίους ήταν αδύνατο να επιβιώσει και να στηριχθεί ο Μακεδονικός Αγώνας, γράφει ο πρόξενος Θεσσαλονίκης Κορομηλάς (ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα), καθώς και ο καπετάν Αινιάν (Μαζοαράκης).
Σ’ όλους τους αγώνες παρόντες θυσιάζονται για την πατρίδα, η οποία όμως πολλές φορές στάθηκε σκληρή απέναντί τους και ό,τι πέτυχαν μέχρι σήμερα το οφείλουν στον δυνατό της ράτσας τους.

Σύγχρονα «τσελιγκάτα»
Σήμερα ο παραδοσιακός νομαδικός τρόπος ζωής τους σχεδόν εξέλειπε. Δεν υπάρχουν τσελιγκάτα, καραβάνια, βουνά και χειμαδιά. Γεγονότα όπως οι πόλεμοι (Β’ Παγκόσμιος – Εμφύλιος) και οι απαλλοτριώσεις ανάγκασαν τους Σαρακατσαναίους να αλλάξουν τρόπο ζωής, να εγκατασταθούν μόνιμα σε χωριά και αστικά κέντρα και να κατακτήσουν όλους τους κοινωνικούς τομείς, αλλά και να διακριθούν ιδιαίτερα.
Είναι εκπληκτικό το φαινόμενο αυτής της ράτσας, όταν πριν τριάντα – σαράντα χρόνια ζούσαν στα καλύβια μαθαίνοντας μόνο γραφή και αριθμητική από τον δάσκαλο του τσελιγκάτου στο δασκαλοκάλυβο ή στον έλατο από κάτω, να πετύχουν τέτοια εκπληκτικά αποτελέσματα. Έτσι λοιπόν ο σύγχρονος τρόπος ζωής τους ανάγκασε να οργανώσουν τα σύγχρονα «τσελιγκάτα», τους Συλλόγους Σαρακατσαναίων σ’ όλη τη χώρα. Σαράντα πέντε Σύλλογοι από τον Έβρο έως την Πελοπόννησο και με ένα δευτεροβάθμιο όργανο, την ομοσπονδία τους, την Π.Ο.Σ.Σ., σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν τα ήθη – έθιμα και γενικά την παράδοσή τους και να τη μεταδώσουν στις νεότερες γενιές.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το